Η Εριέττα ήταν µόνη, αισθανόταν µόνη και ο Κώστας είχε φύγει πια µακριά.
Η Εριέττα είχε γνωριστεί µε τον Κώστα στο πανεπιστήµιο.
Παντρεύτηκαν, έµειναν 3 χρόνια µαζί και µετά τσακώθηκαν και χώρισαν.
Τόσο απλά.
Όσο κρατάει ένας στεναγµός, κατά που είπε η µαµά της στην Εριέττα όταν της ανακοίνωσε το διαζύγιο µε τον Κώστα.
«Πάντα αγύριστο κεφάλι ήσουν», της είπε η µαµά της.
«Πάντα, πάντα, πάντα…» πρόσθεσε τσαντισµένη η Εριέττα.
Το ‘χε για καµάρι η Εριέττα που ήταν αγύριστο κεφάλι.
Τώρα ο Κώστας µάζεψε τα πραγµατάκια του, έφυγε από το σπίτι και η Εριέττα ήταν ευτυχισµένη που έπινε µόνη της τον καφέ της κάθε πρωί και κουβέντιαζε από τσαντίλα µε το φλιτζάνι του καφέ.
Οι φίλες της έλεγαν ότι ο Κώστας ήταν πολύ καλό παιδί αλλά ήταν δουλικός.
∆εν ήταν γνήσιο αρσενικό.
∆εν είχε πυγµή.
Είπε τα παράπονα της αυτά για τον Κώστα, η Εριέττα σε µια σύµβουλο γάµου, αλλά από τσαντίλα δεν θυµάται τι της απάντησε.
Μια δουλίτσα της καθηµερινότητας την είχε ο Κώστας, που κάθε φορά που προσπαθούσε να µιλήσει σε µια παρέα, πεταγόταν η Εριέττα και έλεγε: «Α, δεν το ξέρει αυτό ο Κωστάκης µου, εµένα να ρωτάτε!»
Ο Κώστας έφυγε σαν βρεγµένη γάτα από το σπίτι και έµεινε η Εριέττα να φτιάχνει µέρα – νύχτα τα µαλλιά της µε το σεσουάρ και να κουβεντιάζει µε το φλιτζάνι του καφέ.
Είχε πει στο φλιτζάνι την ιστορία της ζωής της.
Μάλλον για να πούµε την αλήθεια, είχε µιλήσει στο φλιτζάνι για δυο ζωές.
Στη δουλειά της η Εριέττα ήταν προϊσταµένη τµήµατος.
Είχε κύρος.
Την σέβονταν όλοι, ενώ ο Κωστάκης ήταν «όλο µάλιστα!»
Τον πρώτο καιρό που χώρισε η Εριέττα ήταν πολύ ευτυχισµένη.
Ήταν ένας αέρας που περνά…
Όσο περνούσαν οι µήνες όµως την τσάντιζε πολύ το σεσουάρ και το φλιτζάνι του καφέ, γιατί δεν της απαντούσαν ποτέ, δεν µίλαγαν ποτέ.
Στο γραφείο της είπαν ότι πρέπει να πάει σε ένα γυµναστήριο για ν’ ανανεωθεί.
Το βρήκε πολύ καλή ιδέα.
Είχε µια συνάδελφο τη Μαρία που την πήρε µαζί της στο δικό της γυµναστήριο.
Πραγµατικά το γυµναστήριο την έκανε να νιώσει υπέροχα.
Ανανεώθηκε και είχε και πολύ όµορφα αγόρια.
Τα αγόρια όµως, δεν της έδιναν και πολλή σηµασία.
Πάντως η Εριέττα αισθανόταν υπέροχα.
Μετά το γυµναστήριο έφτιαχνε πάντα τα µαλλιά της µε το σεσουάρ.
…Έπινε ένα καφέ και κουβέντιαζε µε το φλιτζάνι.
Τώρα ξεκίνησε και του έλεγε για την τρίτη της ζωή.
Το καηµένο το φλιτζάνι, τι παραµύθι είχε ρουφήξει…
Στο γυµναστήριο της άρεσε πολύ.
Και µετά κάθε βράδυ έφτιαχνε τα µαλλιά της µε το σεσουάρ.
Αχ, τι πολύτιµο που ήταν το σεσουάρ.
Οι µήνες περνούσαν και η Εριέττα άρχισε να αισθάνεται µοναξιά.
Ένα πρωί στο γραφείο η Μαρία την κάλεσε να βγουν έξω το βράδυ, να διασκεδάσουν σε ένα µπαρ.
Ήταν ένα πολύ hot µπαρ και η Μαρία θα έφερνε και µια φίλη της µαζί.
Τα κανόνισαν όλα πολύ γρήγορα.
Η Εριέττα στο σπίτι, ενώ ετοιµαζόταν, αποφάσισε το βράδυ να φλερτάρει µέχρις εσχάτων.
Αρκετά πια µε το φλιτζάνι.
Στο µπαρ ήταν καταπληκτικά.
Ήταν γεµάτο όµορφα αγόρια.
Η φίλη της Μαρίας η Βάσω, µόλις έκατσαν στην µπάρα, άρχισε να τους λέει (σαν πολυβόλο) για το νέο της αγόρι τον Κώστα Ρ.
«Μα είναι ο άντρας µου, ανόητη», της είπε η Εριέττα και έφυγε κλαίγοντας από το µπαρ.