Θεοφάνεια που έµελε να περάσει ο δόλιος ο ∆ηµήτρης κείνη τη χρονιά! Μαύρα κι άραχνα τα πέρασε και η αιτία ήταν µια αψυχολόγητη ενέργεια του ίδιου του πατέρα του. Μια ενέργεια που τα σηµάδια της χαράχτηκαν µε ανεξίτηλα γράµµατα και που δεν έσβησαν ποτέ πάνω από τα τρυφερά φύλλα της καρδούλας του.
Ήταν στην αρχή της δεκαετίας του 1950, µετά την απελευθέρωση της πολύπαθης πατρίδας µας από τους βάρβαρους κατακτητές της, τους Γερµανούς και την παύση του εµφυλίου σπαραγµού. Ο µικρός ∆ηµήτρης, τότε δεν ήταν πάνω από έξι χρονών, ακόµα δεν είχε δρασκελήσει το κατώφλι του ∆ηµοτικού Σχολείου. Την ερχόµενη χρονιά θα πήγαινε κι εκείνος στην πρώτη τάξη του ∆ηµοτικού και αυτή τη µέρα την περίµενε µε ανείπωτη λαχτάρα ο δόλιος ο ∆ηµήτρης. «Θα µάθω πολλά γράµµατα», έλεγε και γελούσαν και τ’ αυτιά του κατά το κοινός λεγόµενο.
Τώρα, ήταν η πρώτη χρονιά που θα πήγαινε να τραγουδήσει και κείνος τα κάλαντα των Θεοφανίων, όπως όλα τα παιδιά του µικρού χωριού, σε όλα τα σπίτια των χωριανών και ήταν κι εκείνος αφάνταστα χαρούµενος που επί τέλους, έπειτα από χιλιάδες παρακάλια προς τους γονιούς του και µύρια κλάµατα, του επέτρεψαν να πάει κι εκείνος να τραγουδήσει – όπως προαναφέραµε – τα κάλαντα των Θεοφανίων. Τα λόγια τα έµαθε, βέβαια πάλι έπειτα από πολλά παρακάλια, από τους µεγαλύτερους αδελφούς του και κάθε µέρα πριν από τα Χριστούγεννα τα έλεγε κάνοντας πρόβες, κάθε µέρα!
«Σήµερα τα Φώτα κι ο φωτισµός
και χαρά µεγάλη τον Κύριο µας
κάτω στον Ιορδάνη τον ποταµό
πλιένη η Παναγία η ∆έσποινα
µε τα θυµιατήρια στα χέρια της …»
Αυτά τα λόγια περιέχουν των Θεοφανείων τα κάλαντα και αυτά λένε τα παιδιά στα ορεινά χωριά της Ρούµελης. Υπάρχουν και διαφορετικά κάλαντα µε πιο δύσκολα λόγια αλλά ο ∆ηµήτρης, αυτονόητο ήταν, διάλεξε τον πιο εύκολο δρόµο. Άλλωστε, το ίδιο νόηµα έχουν όλα τα κάλαντα, όποια λόγια κι αν περιέχουν. Τέλος πάντων…
Το πρωί των Θεοφανείων, αυτής της µεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης, σηκώθηκε κι εκείνος, φόρεσε ένα σακάκι χιλιοµπαλωµένο κι ένα κοντό παντελόνι, αποφόρια του µεγαλύτερου αδελφού, φόρεσε και κάτι τρύπια παπούτσια από καουτσούκ που άφηναν κεντίδια – έτσι έλεγε ο καηµένος ο ∆ηµήτρης – περπατώντας στα χώµατα (χούµατα) και δίχως τρίγωνο, γιατί το τρίγωνο το πήραν οι µεγαλύτεροι οι αδελφοί του να πάνε και εκείνοι να πουν τα κάλαντα, µε αδειανά τα κατακόκκινα από το κρύο χεράκια του, πήγε κι εκείνος στην εκκλησία, περιµένοντας µε Ιώβεια υποµονή να τελειώσει ο παππάς την λειτουργία, να ξεκινήσει ο παππάς πρώτος να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι να τ’ αγιάσει, διώχνοντας τους καλικατζάρους µε την ανθοδέσµη του βασιλικού, το αγιασµένο νερό και µε το λιβάνι του θυµιατού κι έπειτα από κοντά οι παρέες των παιδιών. Έτσι προστάζει το έθιµο. Αν δεν διώξει πρώτα τους καλικατζάρους ο παππάς, τα παιδιά δεν µπορούν να πάνε να τραγουδήσουν τα κάλαντα τα Θεοφάνεια. Κι όπως περίµεναν όλα τα παιδιά να γίνουν τα πράγµατα µε την σειρά τους, έτσι περίµενε κι ο δόλιος ο ∆ηµήτρης.
Τώρα, όπου πήγαιναν τ’ άλλα παιδιά κι εφόσον έλεγαν τα κάλαντα και λάµβαναν τα φιλοδωρήµατα από τους σπιτονοικοκύρηδες, έφευγαν, ώστε να συνεχίσουν το σεργιάνι στα σοκάκια του χωριού και να πάνε σε άλλο σπίτι κι έπειτα σε άλλο, έτσι κι ο δόλιος ο ∆ηµήτρης, ολοµόναχος, ακολουθούσε τα χνάρια των άλλων παιδιών λέγοντας και κείνος τα κάλαντα. Πολλοί βέβαια χωριανοί, στην θέα του δόλιου του ∆ηµήτρη γέλαγαν, έτσι µικρό – µικρό που τον έβλεπαν και κατακόκκινο από το κρύο. Όλοι όµως κάτι είχαν να δώσουν και στον δόλιο τον ∆ηµήτρη. Άλλος χωριανός του έδινε µερικές καραµέλες, άλλοι του έδιναν ξερά αρµαθιασµένα σύκα (τσιοπέλες) και πολλοί του έδιναν χρήµατα. Συνήθως, το µεγαλύτερο ποσό που έδιναν οι χωριανοί ήταν µια δραχµή, ενώ οι περισσότεροι έδιναν ένα πενηνταράκι, που µε ένα πενηνταράκι µπορούσαν τα παιδιά τότε να πάρουν από τον «τοκογλύφο» συνήθως µπακάλη (µαγαζάτορα) του χωριού πέντε ολόκληρες καραµέλες ή δύο λωρίδες λάστιχο (καουτσούκ) να φτιάξουν σφεντόνα που την χρησιµοποιούσαν τα παιδιά για να κυνηγάνε πουλιά ή ένα κουτί σπίρτα. Ο ∆ηµήτρης, ήταν πάρα πολύ ευχαριστηµένος µε ότι τον φίλευαν οι χωριανοί και παρ’ όλο το τσουχτερό κρύο και µε µουσκεµένες κάλτσες στα πόδια του, που δεν µπορούσε να γίνει διαφορετικά γιατί τα παπούτσια του ήταν τρύπια, πήγε σε όλα τα σπίτια του χωριού και τα είπε τα κάλαντα, που πολλοί χωριανοί τον θαύµαζαν. Κατενθουσιασµένος και σχεδόν µούσκεµος (βρεγµένος), από το κεφάλι µέχρι τα νύχια των ποδιών του, από την ψιλή βροχή που στη µέση της περιοδείας του λέγοντας τα κάλαντα είχε αρχίσει να πέφτει, πήγε στο σπίτι και εκεί έγινε η µεγαλύτερη αδικία που ποτέ έχει γίνει σε µικρό παιδί από τον ίδιο του τον πατέρα.
Ο πατέρας του δόλιου του ∆ηµήτρη – αυτό πιστεύω εγώ – ήταν ένας ιδιόρρυθµος άνθρωπος. Όλοι έλεγαν στο χωριό – κι αυτό το έµαθα αργότερα – ότι σε κάποια µάχη που έλαβε µέρος στο µέτωπο της Αλβανίας, βλέποντας νεκρούς και διαµελισµένους στρατιώτες από µια οβίδα που έσκασε στο οχυρό τους, σάλεψε κάπως ο νους του κι όταν επέστρεψε στο χωριό δεν ήταν ο άνθρωπος που ήταν πριν φύγει για το µέτωπο του πολέµου. Την δόλια την γυναίκα του και µητέρα του ∆ηµήτρη, σε καθηµερινή βάση, ή θα την έβριζε ή θα την ξυλοφόρτωνε. Τα παιδιά του δε τον έτρεµαν όταν τον έβλεπαν να είναι νευριασµένος. ∆εν ήταν και λίγες οι φορές που για ασήµαντες µικροζαβολιές τα ξυλοφόρτωνε, αφήνοντας σηµάδια στα τρυφερά κορµάκια τους. Τέλος πάντων…
Όταν γύρισε ο δόλιος ο ∆ηµήτρης στο σπίτι του, αφάνταστα ταλαιπωρηµένος και βρεγµένος όπως προαναφέραµε, µε απίστευτη όµως χαρά και ενθουσιασµό λέει περήφανος:
«Μάνα, µάνα! Μάζεψα δέκα ολόκληρες δραχµές και πολλά καλούδια … να µάνα…»
κι αµέσως άρχισε να βγάζει από τις τσέπες του σακακιού του τα διάφορα φιλοδωρήµατα που του έδωσαν οι χωριανοί, όπως ξερά σύκα, δύο – τρία αυγά, καραµέλες, κ.α. κι εκεί έγινε το µεγάλο κακό. Ο πατέρας του τον πλησιάζει τον δόλιο τον ∆ηµήτρη και του λέει νευριασµένος, που κανένας δεν έµαθε το λόγο που ήταν νευριασµένος:
«Τα λεφτά που έµασες που τα έχεις;»
και ο ∆ηµήτρης λέει:
«Να, εδώ στην τσέπη µου τα έχω».
«Για να δω ∆ηµήτρη πόσα είναι, δώσ’ µου τα να τα µετρήσω…»
και ο δόλιος ο ∆ηµήτρης που µάλλον µάντεψε ποια θα ήταν η συνέχεια, βγάζοντας τα χρήµατα από τις τσέπες του χιλιοµπαλωµένου σακακιού του, κλαίοντας του λέει: «Μη µου κλέψεις τα λεφτά µου…»
και δίνοντας τα στον πατέρα του εκείνος του λέει πάλι νευριασµένος:
«∆εν σου χρειάζονται λεφτά εσένα… Είσαι µικρός ακόµα… Εσύ έχεις τα καλούδια που σου έδωσαν οι χωριανοί»
κι αµέσως, δίχως να δείξει κανένα έλεος, πήρε τα λεφτά του δόλιου του ∆ηµήτρη κι έφυγε από κοντά τους, αφήνοντας τον άµοιρο ∆ηµήτρη να κλαίει και µάλιστα µε αναφιλητά. Αδίκως προσπαθούσε η µητέρα του να τον παρηγορήσει. Τέλος απάγκιασε σε µια γωνιά του σπιτιού σαν λαβωµένο πουλί στο δάσος και έκλαιγε για πολύ ώρα ώσπου στέρεψαν πια τα µατάκια του και δεν έβγαζαν άλλα δάκρυα, ενώ τα λόγια του πατέρα του καρφώθηκαν πάνω στα τρυφερά φύλλα στην αθώας καρδούλας του και δεν έµελε να σβήσουν ποτέ τα µελανά σηµάδια που της άνοιξαν.
Τέλος, ως κατακλείδα τούτης της πονεµένης ιστορίας, έχω να προσθέσω τα πιο κάτω: ∆εν φταίνε τα παιδιά σε τίποτα, επειδή έτυχε να πληγωθούµε κι εµείς κάποτε µε παρόµοιους τρόπους από άλλους, να πληγώνουµε την τρυφερή τους ψυχούλα µε πράξεις αψυχολόγητες και ανεύθυνες. ∆εν το έχουµε το δικαίωµα αυτό…
* Ο ∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,, µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων