Σε αυτήν τη γεµάτη ψευτολάµψεις ζωή, κάποια επιστηµονικά επιτεύγµατα θαµπώνουν απίστευτα τον απλό κόσµο. Μα συµβαίνει και κάτι άλλο, κάτι σαν γκρίζο προς το µαύρο. Είναι αυτό µάλλον, που καταφέρνουν τελικά να αφήσουν τις πλάνες σφραγίδες τους µέσα στις πιο εύπλαστες ψυχές, τις νεανικές και να βροντοφωνάζουν εκεί, εντός τους, πως τάχα µου κάθε τι νέο είναι και µεγαλειώδες.
Αλλά αφού, ένα τεράστιο µετασχηµατικό συνονθύλευµα είναι όλη η ζωή µας, να, µια µέρα συναντήθηκαν, µία πολλά υποσχόµενη Ελληνίδα συγγραφέας εξ Ηρακλείου Κρήτης, µε µιας άλλης εθνικότητας και ψυχοσύνθεσης, νεαρή τεχνοκράτισσα. Η πρώτη, ήταν µια νέα σύζυγος και µητέρα, που είχε το περίεργο ψευδώνυµο Μαρία Περικλέους ∆ηµάδη και η άλλη, µια αρκετά µικρότερή της γυναίκα, ήταν µια φέρελπις Ευρωπαία Επιστήµων, που είχε όµως και του λόγου της ένα άκρως περίεργο ονοµατεπώνυµο, Βέρα Άλµα Μάτερ λεγόταν, Vera Alma Mater, λατινιστί. Ναι, ακριβώς έτσι θέλω, κυρία Μαίρη µου, να µε προσφωνούν όλοι. Αυτό της είχε πει εκείνη η ξένη µε το που τη γνώρισε, την Ηρακλειώτισσα συγγραφέα. Η οποία όµως, ευφυώς αντιλήφθηκε αµέσως, πως εκείνο το µικρό λατινικό κορδονάκι, ήταν ένα ψευδώνυµό της. Και δεν έπεσε έξω, γιατί αµέσως µετά εκείνη η Αγγλίδα της αποκάλυψε, πως να, έτσι θέλω να µε φωνάζουν όλοι, έτσι, παρότι είµαι µια γνήσια Λονδρέζα.
Είχαν συναντηθεί σε ένα φηµισµένο αθηναϊκό χώρο, στην γκαλερί αβάν Γκαρντ. Στη µέση της οδού Βουκουρεστίου, στο Κολωνάκι, σε ένα πολυχώρο που έµοιαζε µε πλατεία, πολύ γνωστό στους φιλότεχνους της Αθήνας. Εκεί, παρουσίαζε τη νέα δουλειά του, ένας ταλαντούχος Βορειοελλαδίτης ζωγράφος, που ήδη είχε αποσπάσει, τρία διεθνή βραβεία. Ο τίτλος δε της καινούργιας του έκθεσης ήταν σύµφωνος µε τις επιταγές των καιρών µας, το θαύµα της τεχνητής νοηµοσύνης, έτσι λεγόταν.
Η συζήτηση εκείνων των δύο γυναικών γινόταν στα αγγλικά. Εξαρχής, χαλαρές και άνετες και οι δυο τους, είχαν παραµερίσει όλες τις περιττές ευγένειες µέσα σε εκείνο τον χώρο της έκθεσης. Μιας έκθεσης, που φώναζε από µακριά το έλα να µε δεις, αφού εκεί µέσα το ‘νιωθες έντονα, πως ακόµα και του Ιούλιου Βερν η φαντασία έµοιαζε ξεπερασµένη. Αλήθεια, τόσα µελλοντικά τεχνολογικά καλούδια, µε µια απαράµιλλη µαεστρία απεικονισµένα, µια σπάνια χρωµατογραφία. Ιπτάµενα αυτοκίνητα που πετούσαν πάνω από τις πιο ψηλές πολυκατοικίες. Τόσα ροµπότ, ζωγραφισµένα σαν αληθινά, µε ωκεανούς πληροφοριών στα λογισµικά τους, που µόνα τους πραγµατοποιούσαν τις δυσκολότερες εγχειρήσεις.
Πρώην τυφλοί και παράλυτοι, που µε ένα µικροτσίπ, βρήκαν το φως τους και ξαναπερπάτησαν. Με τέτοιας ζωντάνιας πίνακες ήταν γεµάτος όλος εκείνος ο υπέροχος χώρος.
Λοιπόν, µου το ξαναλές; Πώς είπαµε πως σε λένε αγαπητή µου φίλη; ρώτησε ξανά η συγγραφέας. Η Αγγλίδα, το επανέλαβε αργά. Βέρα Άλµα Μάτερ. Βέβαια, το πραγµατικό µου, είναι άλλο. Μπάρµπαρα Ώστιν, µε λένε. Όµως µε εξιτάρει αυτό το όνοµα, διότι, να στην ουσία ξέρεις, σηµαίνει κάποιον ή κάποια, που είναι βασικός υποστηριχτής ενός έργου. Μιας προσπάθειας, καταλαβαίνεις. Να, εδώ στην έκθεση που ο καλλιτέχνης απεικονίζει τόσο ευφυώς τις φτερούγες της τεχνητής νοηµοσύνης, πες πως εγώ, εγώ µε αυτό το όνοµα, είµαι ο αναγκαίος πυλώνας της, µε καταλαβαίνεις; Όµως, Μαρία Περικλής ∆ηµάδης, πες µου για το δικό σου, που δεν πάει πίσω στην ιδιοµορφία του. Ή κάνω λάθος; ρώτησε µετά εκείνη η εκλεκτή απόφοιτος του Imperial College of London, την Ηρακλειώτισσα, που µόλις είχε εκµυστηρευτεί στην Κρητικιά, πως λίαν συντόµως θα έκανε κάποιες πρόσθετες σπουδές στο Κονέκτικατ της Αµερικής, στο τµήµα της Εξελιγµένης Αστροφυσικής. ∆εν κάνεις λάθος, αλλά, Μαρία Περικλέους ∆ηµάδη, τη διόρθωσε µε καλοσύνη η Ελένη. Ω, συγγνώµη, έκανα ένα µικρό λάθος, είπε η Αγγλίδα. Αλλά και εσένα, δεν είναι αυτά τα πραγµατικά στοιχεία, ε; Όχι, όχι, δεν κάνεις λάθος, κι εµένα το ψευδώνυµό µου είναι αυτό, το πραγµατικό µου ονοµατεπώνυµο είναι Ελένη Λινοπεραµατάκη.
Αλλά, διάλεξα το άλλο, το Μαρία Περικλέους ∆ηµάδη, ξέρεις γιατί; Γιατί, γιατί; ρώτησε τώρα µε πραγµατικό ενδιαφέρον, η Μπάρµπαρα.
Λοιπόν καλή µου, άρχισε η Ηρακλειώτισσα, επειδή η Μαρία ∆ηµάδη ήταν µια µεγάλη ηρωίδα της πατρίδας µου στην περίοδο της γερµανικής Κατοχής. Μια πολύ θαρραλέα γυναίκα από το Αγρίνιο, που µιλούσε άπταιστα γερµανικά και ως εκ τούτου βρήκε εύκολα δουλειά, σαν µια διερµηνέας, στο Φρουραρχείο του Αγρινίου.
Μπήκε µόνη της εκεί µέσα, στη φωλιά του λύκου, ξέρεις γιατί; Για να δίνει εµπιστευτικές πληροφορίες στην ελληνική Αντίσταση, για τις µετακινήσεις των χιτλερικών στρατευµάτων. Έτσι οι Έλληνες συνεχώς κατάφερναν µε τις υπηρεσίες της απίστευτες δολιοφθορές στον στρατό του Γ’ Ράιχ. ∆υστυχώς όµως είχε ένα τέλος τραγικό. Τον Αύγουστο του 1944, κάποιοι άθλιοι, κάποιοι Έλληνες, που µόνο Έλληνες βέβαια δεν ήταν, τη σκότωσαν.
Αλλά, γιατί εσύ υπογράφεις έτσι στα µυθιστορήµατά σου, επέµεινε η Αγγλίδα. Κι η Ελένη, άνετη, άρχισε αµέσως να της εξηγεί, τα πώς, τα διότι. Της είπε κάµποσα ακόµα, ύστερα όµως σταµάτησε. Αν και θα ‘θελε να της πει περισσότερα, ό,τι της είχε έρθει ξαφνικά στο µυαλό. Να π.χ., για τους αρχαίους Μινωίτες θαλασσοπόρους που ήταν οι µονοκράτορες του κόσµου, πριν από το Mare Nostrum των Ρωµαίων.
Για τον Μέγα Αλέξανδρο, που η αίγλη του ξεπερνούσε εκείνη του Καρλοµάγνου, για την Ελεωνόρα Ζέελιγκ, τη σύγχρονη Γερµανίδα οικονοµολόγο και ιστορικό, που έδινε µάχες µε τα γραπτά της, για τις πολλές ανεξαργύρωτες επιταγές του ελληνικού πολιτισµού. Και όµως δεν είπε τίποτα από όλα αυτά. Μονάχα της είπε, ξέρεις καλή µου, γιατί έβαλα το Περικλέους, ανάµεσα; Θα ξέρεις, βέβαια, ρώτησε την Αγγλίδα, γιατί ο 5ος αιώνας των αρχαίων Ελλήνων ονοµάσθηκε Χρυσός αιώνας του Περικλέους, θα ‘χεις διαβάσει σχετικά, είµαι σίγουρη. Άκου λοιπόν. Εγώ διάλεξα αυτά τα ονόµατα, για να δείξω στους πάντες, πως µονάχα οι απανταχού πατριώτες πολιτικοί, µπορούν να µας κάνουν να αγωνιούµε λιγότερο για το µέλλον µας. Και για να καταλάβουν οι αναγνώστες µου, όσοι είναι να καταλάβουν, πως ασφυκτιώ. Ναι, πως ασφυκτιώ Μπάρµπαρα µου, µε το σηµερινό, ασφυκτικό γκρίζο του χρονοπίνακα. Ασφυκτιώ, που οι ορδές των ηλεκτρονικών υπολογιστών βρίσκονται σε στενή συνεργασία µε τους κοσµοκράτορες του αιώνα.
Με τα σοβαροφανή ∆ιευθυντήρια της ζωής µας, που µε το έτσι θέλω µας κουµαντάρουν. Σαν να ‘µαστε όλοι µας, όλοι οι άνθρωποι, ψυχροί αριθµοί. Αµελητέοι, πολυψήφιοι, τυχαίοι αριθµοί, τιποτένιες υπάρξεις, µπροστά στους διογκούµενους εφιάλτες των µικροτσίπ. Εµείς, όλοι, οι άνθρωποι, τα τελειότερα δηµιουργήµατα του Θεού. Γι’ αυτό χρησιµοποιώ αυτό το ψευδώνυµο, είπε τελειώνοντας η Ηρακλειώτισσα.
Στην ελκυστική και τεράστια εκείνη αίθουσα, οι επισκέπτες είχαν αραιώσει αρκετά. Η χαµηλόφωνη ηλεκτρονική µουσική του Ζαν Μισέλ Ζαρ και του Βαγγέλη Παπαθανασίου, σαν σε ένα ήρεµο ουράνιο θόλο, συνέχιζε να χαλαρώνει τις τελευταίες παρέες. Αλλά ένα σύννεφο που να, πολύ γρήγορα δηµιουργήθηκε, δεν άργησε να φανεί.
Ο Θεός, µου είπες πριν αγαπητή µου, ρώτησε µε τα αεικίνητα µάτια της, ελαφρώς διογκωµένα τώρα η υψηλόσωµη Αγγλίδα. Ο Θεός; Μα ο ∆αρβίνος, µας το απέδειξε, πως προήλθε στα αλήθεια η ∆ηµιουργία. Ή όχι; Μα δεν πιστεύεις στον ∆αρβίνο µας; Όχι; Εσύ; Μια τόσο καλλιεργηµένη γυναίκα;
Κι ύστερα πάλι, παίρνοντας φόρα. Θεός; Μα ποιος Θεός, αγαπητή µου. ∆εν το πιστεύω, τι ακούω. Μα δεν βλέπεις γύρω σου; ∆ιακόσια πολεµικά µέτωπα παγκοσµίως, εκατοντάδες παιδάκια σκοτώνονται καθηµερινά στη Γάζα και στην Ουκρανία. ∆εν βλέπεις; Κι εσύ, µου λες, ο Θεός, ο Κυβερνήτης.
Η διαισθητική Ηρακλειώτισσα συγγραφέας, δεν απάντησε, κατάλαβε το εξής: Πως και ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός της Χριστιανοσύνης να ξανασταυρωνόταν και να ξανανασταινόταν, ούτε τότε θα πειθόταν η κατά τ’ άλλα συµπαθέστατη εκείνη Ευρωπαία. Πως θα παρέµενε πάντα της, σαν µια ψυχροκολώνα. Μία ανυποχώρητη, απολυτότητα, έτσι που ήταν σφυρηλατηµένη από την πιο αρνησίθρησκη κοσµοθεωρία. Μοιραία λοιπόν, η ολιγόωρη, ήρεµη σύµπλευση εκείνων των δυο γυναικών, κόπηκε στη µέση. Μα µήπως θα µπορούσε να συµβεί κι αλλιώς; Πίστευε κανείς πως θ’ απαντούσε ηττοπαθητικά, εκείνη, η Vera Alma Mater; που εκπροσωπούσε τρόπον τινά την αυτοκρατορία της Τεχνητής Νοηµοσύνης; Αφού ήταν ολοφάνερο, ήταν µέχρι τα µεδούλια της βοµβαρδισµένη από την τεχνοκρατία που θέλει να αντικαταστήσει τους ανθρώπους µε τις µηχανές.
Αµ και η άλλη η Ηρακλειώτισσα; Με τα τόσο έντονα της γονίδια; που από µικρή ήταν γαλουχηµένη µε το πνεύµα των Επαναστάσεων της Μεγαλονήσου και µε τη Μαρία ∆ηµάδη, σαν βασικό σηµείο αναφοράς του ψυχισµού της. Θα ‘κανε πίσω; Με όλα ετούτα, τα ασυµβίβαστα δικά της, µε τον καινούργιο άνθρωπο της νανοτεχνολογίας, τι να περίµενες; πώς θα τα ‘βρισκαν στο τέλος; Αλλά αυτό που έκανε τελικά το ποτήρι των ριζικών διαφορών τους να ξεχειλίσει, ήταν όταν της είπε µε έµφαση η Αγγλίδα. Ξέρεις, Ελένη µου, πως εγώ πιστεύω πως η σηµερινή κατρακύλα, θα σταµατήσει µονάχα µε έναν ολοκληρωτικό έλεγχο της παραβατικότητας µας. Σαν άκουσε όµως κάτι τέτοιο η Ηρακλειώτισσα τρελάθηκε. Η τεχνολογία, η τεχνολογία, αυτή η Λερναία Ύδρα, που θα µας καταπιεί;
∆εν βλέπεις, της είπε, πως είναι το πιο έξυπνο όπλο του κακού; Ε, Μπάρµπαρα, τελικά, πού θα µας πάει η τεχνολογία σου;
Αλλά φωνή βοούσης εν τη ερήµω. Σαν µια βαθυσκότεινη απροσπέλαστη άβυσσος, να ‘χε απλωθεί ανάµεσα τους. Μα έτσι είναι πάντα η ανθρώπινη λογική, να νοµίζει πως έχει χτίσει ένα γιγάντιο κάστρο. Μεγαλύτερο τάχα µου, από τις αµέτρητες καστροπολιτείες της Θείας ∆ύναµης. Τέλος πάντων, τελικά εκείνες οι δύο χώρισαν, αφού προηγουµένως η Αγγλίδα είπε στην Ηρακλειώτισσα πως στο Κονέκτικατ θα παρακολουθούσε το πρότζεκτ της υλοποίησης της επιστροφής του ανθρώπου στο παρελθόν, µέσω των ακτίνων λέιζερ, δίπλα σε ένα καθηγητή, διάνοια.
Αναµφισβήτητα, µέσα στο αδιανόητο σύµπαν, οι άνθρωποι µοιάζουν µε µεγάλα, ολιγόχρονα µυρµήγκια. Κι όµως να, για δες, που προδίδοντας συνεχώς τις προσδοκίες του ουρανού, βγάζουν γυάλινα φτερά, ποθώντας υπερφίαλα και µαταιόδοξα ταξίδια…
*Ο ∆ηµήτρης Α. Ανδρικίδης είναι Συγγραφέας, µέλος της Ένωσης Πνευµατικών ∆ηµιουργών Ν. Χανίων