ΜΑΙΡΗ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ – ΣΚΑΜΝΑΚΗ*
Μέρες προσπαθούσε ο κυρ Κώστας να βρει κατάλληλο δέντρο και υλικά, για να φτιάξουν το δεντρόσπιτο που τόσο ήθελε ο Κωστής. Aλλωστε, του είχε υποσχεθεί ότι θα τον βοηθούσε. Θα ήθελε να είναι κοντά στο σπίτι και όχι σε κάποιο μακρινό χωράφι τους φυσικά. Έκανε λοιπόν τον γύρο του χωραφιού που βρισκόταν στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Κοιτούσε τα δέντρα πώς ήταν τα κλαδιά τους, για να βρει το καλύτερο.
Δεν άργησε να το βρει στην πέρα άκρη του χωραφιού, που είχαν μια τεράστια καρυδιά. Τα κλαδιά της ξεκινούσαν από αρκετά χαμηλά και άνοιγαν γύρω γύρω. Εκεί επάνω δημιουργούσε μία κοιλότητα και θα μπορούσε άνετα να στηριχθεί ένα σπιτάκι.
Άσε που από την καρυδιά, θα είχε ορατότητα ως την πίσω πόρτα της κουζίνας τους, διότι ήταν ψηλό δέντρο, αλλά και επειδή σε αυτή την ευθεία δεν υπήρχε τίποτα άλλο.
Ένα μονοπάτι ήταν χαραγμένο, που τα παρακλάδια του οδηγούσαν από αριστερά στο κοτέτσι τους και από δεξιά, είχαν μια πρασιά με αρωματικά φυτά, όπως δυόσμο, μαϊντανό, σέλινο και ρίγανη.
Ο κυρ Κώστας ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που βρήκε ωραίο μέρος για το δεντρόσπιτο, που έτρεξε αμέσως και τηλεφώνησε στον Κωστή.
«Έρχομαι να σε πάρω Κωστή μου. Μια λέξη θα σου πω: δεντρόσπιτο», άκουσε τον παππού να του λέει. Ούτε καλημέρα, ούτε τίποτα!
Ο Κωστής όχι μόνο άνοιγε την πόρτα στον παππού του κατ’ αποκλειστικότητα, όταν τους επισκεπτόταν, αλλά σαν έβλεπε τον αριθμό τηλεφώνου του, εκείνος σήκωνε το τηλέφωνο. Ήταν νόμος!
Δήλωνε με αυτόν τον τρόπο την αγάπη του προς τον παππού του, αλλά και την αποκλειστικότητα που είχε σε αυτόν.
«Δεντρόσπιτο;», πετά το ακουστικό, δεν ξέρω αν μπήκε στη θέση του και πήγε σαν αστραπή να ετοιμαστεί.
Σε πέντε λεπτά με το σακίδιο στον ώμο, στεκόταν κιόλας στην εξώπορτα.
Όχι στην πόρτα του σπιτιού, αλλά στην πόρτα του προαύλιου χώρου. Δεν ήθελε ο παππούς του να καθυστερεί μπαίνοντας στην αυλή τους και να κάνει μανούβρες για να βγει.
Είχαν πολύ δουλειά να κάνουν! Ολόκληρο σπίτι ήταν αυτό!
Περίμενε και αγωνιούσε. Χτυπούσε ρυθμικά το πόδι στο έδαφος κι όλο να κοιτάζει το ρολογάκι του. Στα δέκα λεπτά που περίμενε, είχε φτιάξει με τη σκέψη του το σπίτι και έμενε κιόλας μέσα! Ακόμα και φίλους είχε βάλει!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Επιτέλους έφθασε ο παππούς του και αφού χαιρέτησε από μακριά τη μητέρα του Κωστή, έφυγαν.
Μα πώς να καθίσει ήσυχα ο Κωστής, με τέτοιου είδους αγωνία; Δε γινόταν. Και όλο να χορεύει καθιστός στο αμάξι.
Αν δε φορούσε τη ζώνη ασφαλείας, μα την αλήθεια το κεφάλι του θα ακουμπούσε στον ουρανό του αυτοκινήτου.
-Παππού, λέω να το βάψω. Έχω βάλει στην τσάντα πινέλο και μπογιά που τα είχε ο μπαμπάς μου. Ξέρεις και τι άλλο; Στη σκεπή του θα βάλω ένα αδιάβροχο νάιλον που να μπορώ να μπαίνω και όταν βρέχει.
Παππού, κρατάω μαζί μου μια ξύλινη ταμπέλα να βάλω στην πόρτα.
Λέω να φτιάξουμε και παράθυρο. Θα μπαίνεις και εσύ στο σπιτάκι!
Παππού, θα είναι δικό μου, ολόδικό μου;
Τι πράγματα να του βάλω μέσα;
Σιωπή για λίγο! Μετά, ξανά ένας καταιγισμός ερωτήσεων, αποφάσεων, ιδεών…
«Πόσο μεγάλο θα είναι;
Σε ποιο δέντρο θα το βάλουμε;
Θα φαίνεται από εκεί ο δρόμος;
Θα είναι το καλύτερο δεντρόσπιτο παππού», συμπέρανε τελικά με έκδηλη αγωνία.
Ευτυχώς κάποια στιγμή έφτασαν στο σπίτι και ο κυρ Κώστας πιάνει από το χέρι τον Κωστή και τον τράβηξε με λαχτάρα στην πίσω αυλή.
Πήγαν ακριβώς κάτω από την καρυδιά.
-Εδώ λέω να το βάλουμε. Τι λες κι εσύ;
Ο Κωστής συμφώνησε και έτσι άρχισαν.
Είχε ήδη έτοιμες δυο τρεις ξύλινες παλέτες και κάμποσα πλακέ ξύλα που φτιάχνουν με αυτά ντουλάπες.
Τα είχε προμηθευτεί από το ξυλουργείο του δίπλα χωριού.
Είχαν λοιπόν όλα τα απαραίτητα. Καρφιά, σφυρί, σκάλα και δεν άργησε να διαμορφωθεί σε σπιτάκι!
Έπρεπε μετά να στερεώσουν το νάιλον που κρατούσε ο Κωστής, που δεν ήταν άλλο από μια κουκούλα που βάζουν στα αυτοκίνητα.
Το τέντωσαν και το στερέωσαν στις παλέτες, που ήταν καλά δεμένες και αυτές στο δέντρο.
Αφού είχε πάτωμα, πλαϊνά, οροφή, ήταν σχεδόν έτοιμο.
Μια πορτούλα ήθελε και λίγο βάψιμο.
Δούλεψαν κάμποσο ακόμα και δεν άργησαν να βρεθούν από κάτω να το θαυμάζουν.
Θα έπρεπε να περιμένουν να στεγνώσει η μπογιά, και θα ήταν έτοιμο να κατοικηθεί.
Το χρώμα που έβαλε ο Κωστής, ήταν πράσινο. Καθώς δεν έπιανε σωστά σε όλα τα σημεία των ξύλων, χωρίς να το επιδιώξει, το είχε φτιάξει να μοιάζει με χρώμα παραλλαγής. Μια χαρά του ταίριασε!
Ήταν λοιπόν ένα άκρως αγορίστικο σπίτι και το σπουδαιότερο, ήταν δίπλα στο σπίτι του αγαπημένου του παππού. Ίσως να τον επισκεπτόταν και να συζητούσαν εκεί.
Ο Κωστής καρτερικά περίμενε να στεγνώσει η μπογιά και στο διάστημα αυτό έβρισκε τα πράγματα που θα έβαζε μέσα.
Πρώτα πρώτα πήρε δύο επιτραπέζια παιχνίδια, ένα βιβλίο που πάντα ήθελε να το διαβάσει, μα ποτέ δεν έβρισκε την κατάλληλη ώρα, ένα σακούλι με κουλουράκια, ένα βαζάκι σταφίδες, ένα μπουκάλι νερό και διάφορα άλλα.
Όπως πάντα, η ώρα κύλησε όμορφα και καλά, παρέα με τον παππού του.
Μετά το μεσημεριανό τους, πήγαν για να το ελέγξουν.
Εξαιρετικό! Τώρα τους φαινόταν ακόμα πιο ωραίο!
Είχε δεντρόσπιτο! Τόσο εύκολο ήταν λοιπόν;
Γιατί δεν το είχε κάνει τόσο καιρό; Μάλλον δεν το είχε αποφασίσει αληθινά! Ίσως του φαινόταν δύσκολο, αλλά τελικά δεν ήταν και τόσο. Η συνεργασία με τον παππού του, είχε φέρει σπουδαία αποτελέσματα.
Ο κυρ Κώστας, επειδή χρειαζόταν την μεταλλική σκάλα του, έφτιαξε με σανίδια δύο σκαλιά ειδικά για το δέντρο και ήταν αρκετά για το ανέβασμα. Τα στερέωσε και έφθαναν ως την είσοδο του σπιτιού.
-Παππού, είσαι ο καλύτερος του κόσμου! Εσύ θα μπορείς να έρχεσαι όποτε θες!
Ο Κωστής πήρε τα πράγματα που είχε ετοιμάσει και τα ανέβασε στο σπιτάκι του.
Στάθηκε στη μέση του μικρού χώρου και έκανε ένα γύρο από τον εαυτό του να το καμαρώσει και εσωτερικά.
Ήταν τέλειο! Η οροφή αδιάβροχη! Γύρω γύρω, χωρίς να βάλει παράθυρο, υπήρχαν μικρά ριγωτά ανοίγματα, που επέτρεπαν στο φως και στον αέρα να περνάει. Δεν ήταν άλλα, παρά τα κενά που είχαν οι παλέτες.
Μα ένα σπίτι, όλο κάτι χρειάζεται και με δυο σάλτα, βρέθηκε απέναντι να ψάχνει για μαξιλάρια.
«Να τα πάρω παππού αυτά;» ρώτησε, δείχνοντας τα μαξιλάρια του κρεβατιού του.
«Πάρ’ τα», είπε ο παππούς, «αλλά το βράδυ θα τα βάζεις μέσα. Όπως επίσης και τα τρόφιμα».
«Εντάξει παππού, ευχαριστώ», είπε τρέχοντας, μη έχοντας χρόνο να χάνει μακριά από το δεντρόσπιτό του.
Τακτοποιώντας τα πράγματα, βρήκε την ταμπέλα που είχε φέρει μαζί του. Ήταν μια ταμπέλα που έγραφε κάποιο μήνυμα.
Ο Κωστής είχε διαλέξει μία λιτή, αλλά είχε δυναμική. Έγραφε, «ΒΟSS». Δηλαδή «αφεντικό».
Την έδεσε με ένα κορδόνι, στην κορυφή του ανοίγματος που είχε για είσοδο.
Είχε τώρα ένα χώρο όλο δικό του! Ένα χώρο φιλόξενο και μέσα στη φύση.
Θα έπρεπε να διοργανώσει τα εγκαίνια, ώστε να το μάθουν οι φίλοι του από το χωριό και να πηγαίνουν.
Όλα τα ωραία πράγματα γίνονται πιο όμορφα, όταν τα μοιραζόμαστε.
Η χαρά πολλαπλασιάζεται και δυναμώνει!
Με παρέα, γελάμε καλύτερα!
Μάλλον ο Κωστής το ήξερε αυτό και ήθελε να το μοιραστεί με φίλους.
Άρχισε λοιπόν να γράφει ονόματα, ποιους θα καλούσε, τι θα χρειαζόταν για κέρασμα και φυσικά θα έπαιρνε την άδεια του παππού του για τη γιορτή.
Μετά, ευχαριστημένος, πήρε ένα φύλλο ζωγραφικής και το αγαπημένο του χρώμα ξυλομπογιάς, που ήταν το κόκκινο και ζωγράφισε τον παππού του και τον ίδιο αγκαλιά, ακριβώς κάτω από το δεντροσπιτάκι του.
Συνόδεψε τη ζωγραφιά του, με λίγα όμορφα λόγια, που δεν μπόρεσα να διακρίνω…
Τι να του έγραφε άραγε;
*Η Μαίρη Κουτρούλη Σκαμνάκη
είναι ιδιωτική υπάλληλος – συγγραφέας,
μέλος Δ.Σ. Ένωσης Πνευματικών
Δημιουργών Χανίων