Πώς µπορείς να δεις µια πόλη πίσω από το φιµέ τζάµι ενός αυτοκινήτου;
Πώς µπορείς να τη γνωρίσεις αυτήν την πόλη;
Μικρός ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, να σπουδάσω στο Λονδίνο, αλλά κατάντησα φύλακας σε ένα γκαράζ στη µικρή µας πόλη.
Αυτό το πλάνο όµως, µε το φιµέ τζάµι ενός αυτοκινήτου και τον οδηγό στο τιµόνι µε έχει στοιχειώσει.
Μπορείς άραγε να γνωρίσεις µια ξένη πόλη µέσα από ένα αυτοκίνητο, χωρίς να κατέβεις ποτέ απ’ αυτό; Και αυτό µε έχει καθηλώσει.
Γι’ αυτό πάντα (ακόµη και τώρα) θέλω να πάω στο Λονδίνο να σπουδάσω σκηνοθέτης, να κάνω την πρώτη µου ταινία και να γνωρίσω µια ξεχωριστή επιτυχία.
Το βράδυ δούλευα στο γκαράζ.
Ήµουν ο φύλακας του γκαράζ.
∆εν το λες και µεγάλη επιτυχία αυτό για σκηνοθέτη.
Τέλος πάντων, όλοι από κάπου ξεκινούν.
Το γκαράζ είναι ένα υπόγειο γκαράζ.
Ένα γκαράζ κάτω από την άσφαλτο.
Κατεβαίνεις για να πιάσεις δουλειά τη νύχτα και δεν βλέπεις τίποτε άλλο εκτός από αυτοκίνητα.
Φοβερό σενάριο για την πρώτη µου ταινία.
Και αυτό το πλάνο µε το φιµέ τζάµι, πώς µε έχει στοιχειώσει…
Χειµώνας ήταν και είχαµε λίγη δουλειά στο γκαράζ.
Ψάρευα κανένα ξέµπαρκο πελάτη και κανένα ζευγαράκι που του άρεσαν τα σκοτάδια.
Στη χάση και στη φέξη κι αυτό.
Αλλά αυτό το πλάνο που είχα σκεφτεί, αυτή η πλοκή της ταινίας, είναι πολύ πρωτοποριακή.
Είµαι τζιµάνι στις καταπληκτικές ιδέες.
Έπιανα δουλειά στις 11 το βράδυ.
Απόψε νύσταζα πολύ. Ένας σκηνοθέτης όµως ποτέ δεν πρέπει να νυστάζει.
Πρέπει να ζει έντονα την κάθε στιγµή.
Γιατί απλά είµαι ένας σκηνοθέτης που θα σπουδάσω στο Λονδίνο.
Πήγαινα στη δουλειά και σε όλο τον δρόµο χασµουριόµουν…
Είχε φτάσει η πάνω γνάθος στις τρίχες της κεφαλής µου.
Τελικά έφτασα στο γκαράζ, βλέπω τη νυσταλέα συνάδελφο, χασµουριόµουν κι εγώ άτσαλα και µου λέει «∆ες, µη σε πάρει ο ύπνος απόψε, είπε θα κατέβει στη δουλειά το µεγάλο αφεντικό».
«Εντάξει Σµαρούλα», της απαντώ.
Μου παραδίδει τα καθέκαστα και φεύγει η Σµαρούλα για να πάει σπίτι να τσακωθεί µε τον ακαµάτη τον άντρα της.
Μένω µόνος στο υπόγειο γκαράζ, έκανε κρύο, χασµουριόµουν τρανταχτά, αλλά ήµουν µια ψυχάρα, ένας σκηνοθέτης.
Περνάνε δύο ώρες και συλλαµβάνω τον εαυτούλη µου να κοιµάται.
Τινάζοµαι επάνω, πετάγοµαι, σαν να µου φάνηκε ότι ήλθε το µεγάλο αφεντικό.
«Μπα, ιδέα µου είναι…»
Έξω χειµώνας βαρύς, η πόλη µικρή. Χειµώνας βαρύς, η πόλη µικρή.
Ανάβω ένα τσιγάρο και ξεροβήχω.
Κάποιος φτερνίστηκε.
«Αµάν, µας την πέσανε» λέω.
Παίρνω γύρα το γκαράζ µε τον φακό, ψυχή πουθενά.
∆εύτερο φτέρνισµα.
«Πουλάκι µου…» µονολογώ.
Ήµουν πια ένας καταξιωµένος σκηνοθέτης, είµαι σίγουρος γι’ αυτό.
Είµαι ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, στα σίγουρα.
Μωρέ, τα καλύτερα σενάρια τα γράφει η ζωή.
Κάνω µια δεύτερη γύρα το γκαράζ, ψάχνω καλά, ψάχνω παντού, δεν βλέπω τίποτα.
Τρίτο φτέρνισµα…
Τέταρτο φτέρνισµα…
«Πουλάκι µου, θα σε βρω ό,τι και να γίνει», φωνάζω δυνατά.
Πήγαινα πάνω κάτω τρέχοντας στο γκαράζ.
Ψυχή πουθενά.
Γυρίζω, κοιτώ τον τοίχο επίµονα, ακούω µία τρανταχτή φωνή «Τι έγινε κύριε σκηνοθέτη, 10 λεπτά τώρα ψάχνεις το δικό σου φτέρνισµα· εσύ φτερνίζεσαι ηλίθιε».
Ήταν η φωνή του µεγάλου αφεντικού.