Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου, 2025

Διήγημα: Το κορίτσι της θάλασσας

Με αργά, σταυρωτά βήµατα, άφηνε βαθιά χνάρια πάνω στην άµµο.

Πάντα πήγαινε αργά, ψάχνοντας κάτι που θα είχε ξεβράσει η θάλασσα. Συνήθως κοχύλια και ξύλα. Σήµερα έψαχνε για ξύλα. Συχνά έκανε µια µεγάλη διαδροµή κατά µήκος της ακτής για να µαζέψει όσο περισσότερα  µπορούσε.

Εκείνο το απόγευµα, θα πήγαινε σε ένα γειτονικό σπίτι και θα ήθελε να προσφέρει κάτι και αυτή.

Θα τα έβαζαν στην ξυλόσοµπα, µήπως και τους ανταποδώσει τη ζεστασιά της. Κάτι λίγο το κατάφερναν.

Τα ξύλα, άλλα ήταν βρεγµένα, άλλα ήταν κούφια από την πολυκαιρία, µα όλα είχαν ποτίσει αλµύρα. Πάνω τους το αλάτι άφηνε σχήµατα λίγο απόκοσµα και θολά.

Κάθε τόσο να σκύβει, να µαζεύει άλλο ένα ξυλαράκι, να το τοποθετεί στο αριστερό χέρι της, που το µισόκλεινε έτσι ώστε να τα αγκαλιάζει σαν να ήταν µωρό. Τα κρατούσε σφιχτά! Ήταν πολύτιµα για εκείνη! Χωρίς αυτά, δεν θα είχε το θάρρος να εµφανιστεί και να χτυπήσει την πόρτα της γειτόνισσας. Είχε γίνει συνήθεια πλέον και δείλιαζε να το κάνει διαφορετικά.

Ο βοριάς, να την σπρώχνει σε κάθε φύσηµά του και να της παίρνει κάθε υπόλοιπο θερµότητας που µπορεί να απέµενε στο σώµα της.

Τα ποδαράκια της λεπτοκαµωµένα και αυτά, να προσπαθούν να χωθούν βαθιά στην µαλακή άµµο, ώστε να την κρατήσουν πιο σταθερά στα φυσήµατά του.

Κι όλο να σκύβει και να µαζεύει ξυλάκια. Τα περισσότερα λεπτά και αφυδατωµένα. Σπάνια έβρισκε ένα ξύλο συµπαγές και χονδρούτσικο.

Όλα µαζί να τα έριχναν στη σόµπα, δε θα κρατούσαν ούτε δέκα λεπτά στις πύρινες γλώσσες της φωτιάς.

Μα δέκα λεπτά θαλπωρής, άξιζαν κάτι! Άξιζε τώρα να υποµένει τον βοριά.

Κάθε τόσο να την προλαβαίνουν τα επίµονα κύµατα, καθοδηγούµενα και αυτά από τον δυνατό αέρα, λες και ήθελαν να της βρέξουν τα λεπτά παπούτσια της. Πετάγονταν στην ακτή, όλο και πιο απειλητικά!

Έφταναν όλο και πιο έξω. Πολλές φορές έφθαναν µέχρι τον δρόµο και τα κανονικά σπίτια.

Για το δικό της σπιτάκι, ούτε λόγος! Το είχε πάρει απόφαση πως θα ζούσε πάντα περικυκλωµένο από νερά, αφρούς και φύκια.

Το σπιτάκι της, το δωµατιάκι που είχε δηλαδή, ήταν τοποθετηµένο από παλιά, µπροστά µπροστά,  µε αρκετό θράσος, κόντρα στη δύναµη της θάλασσας, µε ρίσκο καθηµερινά να το τραβήξει κάποιο κύµα στην επιστροφή του.

Είχε βρει πέτρες και είχε φτιάξει ένα διάδροµο, που έφτανε ως την είσοδό του. Έτσι κατάφερνε να µπει στο σπίτι χωρίς να βραχεί την ώρα που το κύµα γύριζε πίσω.

Έµπαινε βιαστικά µέσα στη λιγοστή θαλπωρή του σπιτιού. Μια θαλπωρή που πήγαζε από την ανάγκη της να είναι δίπλα στη θάλασσα. Εκεί ήταν το παρατηρητήριό της. Ήταν το σηµείο ακριβώς µπροστά από το µεγαλωπό παράθυρο, που και αυτό θαρραλέα κοιτούσε προς την θάλασσα. Τον βαρύ χειµώνα, χτυπούσαν τα κύµατα αφρισµένα στα τζάµια του, αλλά ευτυχώς λίγο αποδυναµωµένα. Έτσι έµενε ανέπαφο. Χτυπούσαν τα κύµατα και στην πόρτα, στους τοίχους, στο παράθυρο και καθώς αποτραβιόνταν πάλι, άφηναν αφρούς και σταλαγµατιές αλµυρού νερού, που µαζί τους είχαν άµµο και µικρά φυλλαράκια από τα αλµυρίκια που είχε η παραλία κατά µήκος. Έµεναν σταθερά για λίγο επάνω στο τζάµι, µέχρι το επόµενο κύµα, που θα έκανε την δική του αλλαγή στην άµµο και στα φύλλα.

Καθόταν πολύ µπροστά στο παράθυρο, µη και χάσει αυτήν την άµεση επαφή. Μεσολαβούσε µόνο ένα στενό γραφειάκι κι έτσι µπορούσε σκύβοντας λίγο, να κολλήσει το πρόσωπο στο τζάµι.

Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, η θάλασσα είχε διαφορετική εικόνα. Άλλοι συνδυασµοί κυµάτων, άλλο µέγεθος, αλλιώτικη η επιστροφή τους…

Ήταν µπροστά σε ένα ζωντανό θαύµα! Σε µια δύναµη της φύσης, που αν και την φοβόταν, δεν µπορούσε να κάνει µακριά της.

***

Τα ξυλάκια όλο και πλήθαιναν στην αγκαλιά της και ισορροπούσαν  µε µαγικό τρόπο. Είχε από την προηγουµένη το βράδυ πολύ αέρα κι έτσι είχε πετάξει πολλά η θάλασσα. Τα είχε  στοιβαγµένα στο ένα χέρι και στο άλλο κράτησε δύο σανίδια. Τώρα µε γοργά βήµατα κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Εκεί τα έδεσε όλα µαζί µε ένα σπάγκο και ήταν πλέον έτοιµα για την επίσκεψή της το απόγευµα στη γειτόνισσα. Τα άφησε στο πίσω µέρος του σπιτιού της, που εκεί µερικές φορές έµενε στεγνό. Σε µεγάλη φουρτούνα όµως, το κύκλωναν τα κύµατα αγκαλιάζοντας όλο το σπίτι. Κάθε τόσο έσκαβε από τα θεµέλια και έπαιρνε µία ποσότητα από χώµα και άµµο.

Του κατέτρωγε λίγη λίγη την υποτυπώδη βάση του.

Με µαθηµατική ακρίβεια, κάποτε θα γινόταν δικό της, να πλέει στα αφρισµένα νερά της. Ήταν απλά θέµα χρόνου. Εκεί είχε βρεθεί και αυτή! ∆εν ήξερε πώς! ∆ε θυµόταν γιατί ήταν µικρή. Κενό! Κανένα σενάριο να πλανάται! Σαν να την είχε ξεβράσει και εκείνη ένα κύµα σε ανύποπτη στιγµή. Κανείς δεν την είχε ρωτήσει το πώς και το γιατί. Μόνο µια σιωπηρή αποδοχή υπήρξε.

Γύρω από το σπίτι, τρία τέσσερα αλµυρίκια να τινάζουν το νερό και το αλάτι που µάζευαν. Να σκορπούν τα κλαδάκια τους και τους µικροσκοπικούς ανθούς τους επάνω στο σπίτι µα και στην άµµο.

∆ηµιουργούσαν έτσι ένα στρώµα χορταρένιο, που είχε θερµαντικές ιδιότητες όµως. Τα ξύλα και η υποτυπώδης οροφή που ήταν φτιαγµένο το σπίτι, καλοδέχονταν µία στρώση φύλλων για λίγη επιπλέον θαλπωρή στην λεπτή οροφή του.

∆εν άργησε να πιάσει µια ανεµοδούρα! Πετούσε βροχή µε αέρα συγχρόνως και να αλλάζουν κάθε τόσο τα φυσήµατα. Η βροχή να χτυπάει την ξηρά, µα και στη θάλασσα η ορµή της έκανε µικρές προσωρινές λακκούβες στο νερό, στην επαφή της µε την επιφάνεια της. Τα δέντρα να λυγίζουν, να ανακατεύουν τα κλαδιά τους και να τα τινάζουν πάλι καθώς ίσιωναν.

Αγκαλιάζοντας µε τα δυο της χέρια το σώµα της κοιτώντας έξω, ένιωθε µια γλυκιά θαλπωρή. Αν και το κορµάκι της κρύωνε, ήταν ευχαριστηµένη. Κάθισε στην καρέκλα της µπροστά από το παράθυρο, ανέβασε τα πόδια επάνω και έσυρε το φορεµατάκι της να τα σκεπάσει όσο καλύτερα µπορούσε. Έγινε ένα κουβαράκι!

Εκεί παρέµεινε να κοιτά το πέλαγος.

Μερικές φορές ταξίδευε µε την σκέψη της µακριά, αλλά µη γνωρίζοντας άλλο πραγµατικό κόσµο, δεν είχε κάτι συγκεκριµένο να ονειρευτεί.

Απλά ήθελε αν γινόταν, να ακολουθήσει τα θαλασσοπούλια και να την πάνε και να την φέρουν όµως πάλι, κάπου αλλού. Ήθελε αν γινόταν να ταξιδέψει και να φθάσει σε άλλη στεριά και να δει άλλους ανθρώπους. Να περπατήσει σε άλλες παραλίες.

Με κάθε κύµα του χειµώνα, ίσως και να το έκανε νοερά. Μα πάντα ξυπνούσε στο µικρό και κρύο σπίτι της.

***

Μπροστά σε ένα καθρεφτάκι που είχε κρεµασµένο στον απέναντι από το παράθυρο, τοίχο, κοιτάχθηκε και ίσιωσε τα µαλλιά της. Τα τράβηξε µε τα δάχτυλα να τα φέρει σε σωστή θέση, γιατί πετούσαν ανακατεµένα, διαµορφωµένα από τον βοριά όπως πάντα. Τα έβαλε πίσω από τα αυτάκια της να συγκρατούνται καλύτερα, τέντωσε το φόρεµά της, σαν να ήθελε να το σιδερώσει λίγο και µε δυο βήµατα, βρέθηκε να κλείνει την εξώπορτα.

Έκανε ένα ηµικύκλιο, πήρε το δεµάτι µε τα ξύλα που είχε από ώρα έτοιµο και τα βήµατά της την οδήγησαν κατευθείαν στο σπίτι της γειτόνισσας.

Πήγαινε εκεί για λίγη ζεστασιά. Καθώς χτυπούσε την πόρτα, προσπαθούσε συγχρόνως να είναι τα ξύλα σε µία πλευρά που θα φαίνονταν πολλά και καλά. Τα γύρναγε από δω, τα γύρναγε από την άλλη, µα σε καµία θέση δε φαίνονταν καλύτερα.

Επιτέλους η πόρτα άνοιξε µε κάποια καθυστέρηση. Με χαρά βρέθηκε στον ζεστό χώρο του σπιτιού! Χαιρέτησε και µε περηφάνια είπε: «έφερα και εγώ λίγα ξύλα για να ζεσταθούµε».

Βιαστικά την πληροφόρησε η γειτόνισσα ότι θα έσβηνε τη σόµπα και θα έφευγε.

Ένα όνειρο ηµέρας για λίγη ζεστασιά, µόλις είχε καταρρεύσει. Τώρα τα ξύλα που κρατούσε, της φάνηκαν ακόµα χειρότερα. Λίγα και βρώµικα.

Ντράπηκε! Θα έπρεπε να φύγει άµεσα! Το σώµα όµως, δεν ήθελε και δεν έκανε βήµα προς την έξοδο. Το µυαλό της µόνο είχε φύγει και έτρεχε να κρυφτεί στο σπιτάκι της.

«Καλά», ψέλλισε. Μα τα ξύλα θα τα αφήσω για την σόµπα.

«Όχι, όχι» ακούστηκε να λέει κοφτά. «Πάρε τα πίσω. Άλλωστε χαλάνε τη σόµπα επειδή έχουν αλάτι και είναι βρεγµένα».

Το όνειρο µιας ολόκληρης µέρας, µόλις είχε γκρεµιστεί, µα και κάποια συναισθήµατα που έτρεφε για την γειτόνισσα.

Ήταν τόσο καιρό ενοχλητική λοιπόν; Άρχισε να ντρέπεται που δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα. Ή µήπως είχε κάνει κάτι άθελά της που την στεναχώρησε;

Με τα βίας τράβηξε τα λεπτά ποδαράκια της προς την έξοδο, ψιθυρίζοντας µία συγνώµη.

Αφού κατάφερε να περπατήσει δυο βήµατα προς τα έξω, γύρισε ξανά πίσω και έπιασε το δεµάτι µε τα ξύλα και βγήκε από τον χώρο. Τώρα κρέµονταν αδιάφορα στο χεράκι της. Την είχαν προδώσει. Στον πηγαιµό, ήταν για εκείνη ένα µέσο επικοινωνίας. Φαίνονταν πιο πολύτιµα από ό,τι ήταν. Τα είχε πάει στην αγκαλιά της και τα πρόσεχε. Ακόµα και τον σπάγκο είχε δέσει επιµελώς. Αν και ήταν κοντός, το είχε φτιάξει σαν φιογκάκι µε το δέσιµο. Μα τι νόµιζε; Ότι µπορούσε να πηγαίνει όποτε ήθελε; Είχε δίκιο η γυναίκα. Άλλωστε, δεν την είχε  προσκαλέσει ποτέ. Από µόνη της είχε πάρει το θάρρος να της πάει τα πρώτα ξύλα που είχε βρει. Μέρες πριν έβλεπε να βγαίνει καπνός από µια άκρη της στέγης και αυτό έδινε την υπόσχεση της θαλπωρής στο σπίτι κι έτσι ξεκίνησε να πηγαίνει.

***

Περνώντας από το µονοπάτι που έφτανε διαγώνια στο σπιτάκι της, έφτασε πολύ γρήγορα.

Ακόµα το δεµάτι να αιωρείται στο κρεµασµένο προς τα κάτω χέρι της, ίσα που στερεωνόταν στα δυο δάχτυλα ο σπάγκος του.

Το άφησε να πέσει κάτω αδιάφορα. Εκεί δεµένα όπως ήταν, στο πλάι του σπιτιού, έφερε σπίρτα και τα άναψε. Τα λιγνά ξυλάκια φούντωσαν αµέσως και περικύκλωσαν τα δυο σανίδια, που άρχισαν να αφρίζουν και να βγάζουν το κρυµµένο νερό και το αλάτι που είχαν µέσα τους.

Ολοκόκκινες οι φλόγες, ζέσταναν προς στιγµήν τα χέρια και τα πόδια της και σκόρπισαν κάµποση θέρµη τριγύρω.

∆εν πειράζει σκέφθηκε. Θα βρίσκω ξύλα και θα κάνω δική µου φωτιά. Η βροχή ξανάρχισε απότοµα και µε ορµή.

Τόσο, που έσβησε τα σανίδια που πάλευαν να βγάλουν την υγρασία από µέσα τους. Νικηµένα τώρα, έβγαζαν µαύρους καπνούς και πιτσιλώντας τις στάχτες τους γύρω. Με βιαστικά βήµατα, µπήκε στο σπίτι της, αγκάλιασε και πάλι το κορµάκι της και γέρνοντας το κεφάλι, ακούµπησε το µικρό γραφείο της.

Εκεί γερµένη, µε ένα µαγικό τρόπο, πάντα στα όνειρά της στριµώχνονταν η γαλήνη, η χαρά, η αισιοδοξία!

Πάντα έβλεπε όµορφα πράγµατα! Επικρατούσε ζεστασιά στα όνειρά της!

Με ένα µαγικό τρόπο, το µονοπάτι του σπιτιού της, γινόταν καθαρός και φαρδύς δρόµος. Η θάλασσα απέραντη, αλλά γαλήνια να χαϊδεύει την αµµουδιά, χωρίς µανιασµένα κύµατα και αφρούς. Το σπίτι της, να αναδύει µια θαλπωρή, λες και είχε επίσηµη θέρµανση.

Ένας γλυκός ύπνος την αγκάλιαζε, λες και ήταν το τέλειο αντίδοτο στην µοναχική και πάµφτωχη καθηµερινότητά της!

   

*Η Μαίρη Κουτρούλη – Σκαµνάκη είναι ιδιωτ. υπάλληλος, συγγραφέας, µέλος ∆.Σ. Ένωσης Πνευµατικών ∆ηµιουργών Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα