Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Διήγημα: Το πιο µικρό νησί

Κάπου στα βάθη των ωκεανών υπήρχε το πιο µικρό νησί του πλανήτη.
Ίσα-ίσα που µπορούσες να απλώσεις την κουβέρτα σου.
Φοβερό, ασύλληπτο για τον Γιώργο που τόσο είχε κουραστεί από τις αποτυχίες της ζωής του σε µια µεγάλη πόλη.
Και πως να ‘ναι η ζωή στο πιο µικρό νησί του κόσµου;
Πώς θα µπορούσες να ζήσεις σε αυτό το νησί;
Όταν αποτύχεις θες να φύγεις µακριά.
– Μα πόσο µακριά;
– Όσο πιο µακριά γίνεται, µακριά από όλους και από όλα.
Μα δεν άξιζε ούτε µια δεκάρα πια η ζωή του σε αυτήν τη µεγάλη πόλη;
Ούτε ο ίδιος ο Γιώργος ήξερε πια τίποτα για τον εαυτό του, δεν ήξερε πια τίποτα για τη ζωή του.
Η γυναίκα του είχε φύγει και είχε πάρει µαζί της και τα δυο του τα παιδιά.
Στη δουλειά δεν του έδινε πια κανένας σηµασία.
Οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν γιατί του “φόρτωσαν” το διαζύγιο.
∆ιάβασε για το πιο µικρό νησί του κόσµου σε µια πεταµένη εφηµερίδα σε ένα καφενείο.
Και αµέσως του γεννήθηκε η πιο τρελή ιδέα.
Να τα παρατήσει όλα και να πάει να ζήσει εκεί µέχρι να τον καταπιεί η θάλασσα.
Ένα νησάκι ίσα-ίσα να µπορείς να απλώσεις την κουβέρτα σου.
Κι αν τα πόδια σου βγουν έξω από την κουβέρτα, να τα βρέξει το άγριο κύµα.
Φοβερό και απαίσιο, µα τόσο συναρπαστικό όταν τα έχεις χάσει όλα.
Η ιδέα για το µικρό νησί άρχισε να τον απασχολεί πολύ τελευταία.
Τον απασχολούσε τόσο έντονα που τα βράδια δεν κοιµόταν.
Πώς θα µπορούσε να οργανώσει τη ζωή του σε αυτό το µικρό νησί;
Πώς, πώς, πώς;
Κάποιον έπρεπε να συµβουλευτεί.
Αλλά ποιον;
∆εν ήξερε κανέναν, δεν εµπιστευόταν κανέναν πια.
Είχε απορροφηθεί τελείως στις σκέψεις του για το πιο µικρό νησί του κόσµου.
Άρχισε να ονειρεύεται τη ζωή του.
Μα πιο πολύ το όνειρο έµοιαζε µε καθηµερινό εφιάλτη.
Ειδικά τις νύχτες που θα αγρίευε ο ωκεανός, πώς θα πέρναγε, πώς θα προστατευόταν;
∆εν είχε κάποιον να ρωτήσει, δεν µπορούσε να µιλήσει µε κανέναν, δεν είχε κάποιον να συµβουλευτεί.
Έπρεπε να βρει την ιδανική λύση µόνος του, για να πάει να ζήσει στο µικρό νησί…
Γενικά δεν φηµιζόταν ότι έβρισκε γρήγορες λύσεις.
Γι’ αυτό έµενε άγρυπνος και σκεφτόταν, σκεφτόταν, σκεφτόταν…
Κοίταγε το ταβάνι στο υπνοδωµάτιό του και σκεφτόταν το πιο µικρό νησί του κόσµου.
Τη µορφολογία του, τ’ αστέρια στον ουρανό, το λιγοστό νερό, το ανύπαρκτο φαγητό στο πιο µικρό νησί του κόσµου.
Αυτό το ταξίδι -τώρα που είχε αποτύχει σε όλα- άρχισε να το βλέπει ως λύση στα προβλήµατα του, σαν λύτρωση.
Άρχισε να µην τηλεφωνά ούτε στη γυναίκα του για να ρωτήσει τι κάνουν τα παιδιά.
Είχε κλειστεί βαθιά µέσα στον εαυτό του και σκεφτόταν το ταξίδι στο πιο µικρό νησί του κόσµου.
Κάθε βράδυ βυθιζόταν στις ίδιες σκέψεις, µέχρι το πρωί.
Άρχισε να µην πηγαίνει ούτε στη δουλειά.
Άρχισε να µη βγαίνει πια καθόλου από το σπίτι.
Ήθελε να νιώσει πώς είναι να ζεις σαν ερηµίτης.
Το πρώτο πράγµα που σκέφτηκε ήταν πως θα εξασφαλίσει τις απαραίτητες προµήθειες για να ζήσει όλη τη ζωή εκεί.
Ήταν αυτό εφικτό;
Αυτή η σπαζοκεφαλιά τον προβληµάτιζε πολύ.
Καθόταν για ώρες, κρατούσε σηµειώσεις σε άπειρα χαρτιά και σκεφτόταν.
Και το βράδυ κοιτούσε το ταβάνι και πάλι σκεφτόταν.
Έµαθε να γράφει ξαπλωµένος στο κρεβάτι.
Είχε να ξυριστεί και να πλυθεί για 25 ηµέρες.
Απέφευγε να πάει µέχρι τον καθρέπτη.
Μόνο χάιδευε τα γένια του, σκεφτόταν και έγραφε.
Σήµερα θυµήθηκε ότι ήταν η τρίτη ηµέρα που δεν είχε φάει τίποτα!
Μα δεν τον ένοιαζε.
Ήθελε να ολοκληρώσει το σχέδιο του.
Τα γένια του πρέπει να είχαν µακρύνει πολύ.
Μα λύση δεν µπορούσε να βρει ακόµη.
Ένα νησί ίσα ίσα για να απλώσεις την κουβέρτα σου.
Και ο Γιώργος νηστικός και άυπνος.
Ακούστηκε θόρυβος δυνατός στην πόρτα. Ύστερα φωνές.
«Αστυνοµία, αστυνοµία, ανοίξτε…».
Έτρεξε ο Γιώργος και βγήκε σαν το σκυλί στο µπαλκόνι.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα