Ζούµε σε έναν κόσµο που αυτοσκηνοθετείται.
Όλα τα κορίτσια που γνώρισα είχαν µια σπάνια ιδιοσυγκρασία.
Όλες ήταν υπέροχες.
Εκτός από µία.
Η Κλέλια είναι ένα κορίτσι που αυτοσκηνοθετείται.
Μόνο τις πόζες που παίρνει (αν δεις…) θα καταλάβεις.
Την Κλέλια την ερωτεύτηκα από περιέργεια και από καραγκιοζιλίκι.
Μου άρεσε και στο φως και στο σκοτάδι.
Η πιο γλυκιά της ώρα ήταν όταν ξηµέρωνε.
Τότε οι αναλλοίωτοι µορφασµοί της, χωρίς το πυκνό µακιγιάζ, ήταν το φως µιας ηλιόλουστης µέρας.
Μου λένε ότι γράφω «Άρλεκιν» µαζί της.
Καλά κάνουν και το λένε.
Υπάρχει κάτι πιο τρυφερό απ’ αυτό;
Τη γνώρισα σε ένα κεντρικό φανάρι της πόλης.
Με το παράθυρο του αυτοκινήτου ανοιχτό και το τσιγάρο στο χέρι, τη µουσική στη διαπασών, είναι η σπάνια ιδιοσυγκρασία µίας γυναίκας που θέλεις να τα παρατήσεις όλα και να τρέξεις από πίσω της.
Άρχισα λοιπόν και έτρεχα µε τα πόδια πίσω από το αυτοκίνητο της.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα µπορούσα, µέχρι που χάθηκε η δυνατή µουσική του αυτοκινήτου από τα αυτιά µου.
Καπνίζουν τα κορίτσια του καλού κόσµου;
Η δυνατή µουσική και η νικοτίνη της µου τρύπησαν τα ρουθούνια.
Ήταν τυχαίο να γνωρίσω την Κλέλια.
Πρόλαβα και της φώναξα στον δρόµο: «Πώς σε λένε;»
Και µου φύσηξε τον καπνό από το παράθυρο.
Έπρεπε να δείτε µόνο τη χάρη του χεριού της όταν κρατούσε το τιµόνι.
Νοµίζω ότι άκουγε το «Gangsta’s Paradise».
Ή άκουγε κάτι που να µοιάζει µε πολλά εκατοµµύρια δολάρια.
Ήταν ακριβώς 11 το πρωί.
Έχουν το κακό συνήθειο τα αυτοκίνητα να τρέχουν πιο γρήγορα από τους πεζούς.
Μια κακή συνήθεια που πρέπει όλοι να βοηθήσουµε για ν’ αλλάξει.
Αλλά πώς;
Πέρασαν από τότε δύο ηµέρες.
Την ξαναείδα την Κλέλια ένα βράδυ σε ένα ‘‘Ορθάδικο’’.
Είχε ακουµπήσει το ποτό της πάνω στο αυτοκίνητο της.
Ζήτησα αµέσως ένα τσιγάρο.
Την πλησίασα.
«Έχετε αναπτήρα;», τη ρώτησα.
«∆εν καπνίζω», µου απάντησε.
Ω Θεέ µου, πόσο κακή εντύπωση θα της έκανα.
Αισθάνθηκα υπό διωγµόν.
Έµεινα εκεί να την κοιτάζω σαν χαζός.
«Θέλετε κάτι;», µε ρώτησε.
«Εσένα», της απάντησα.
«Ακριβά γούστα έχεις αδελφάκι µου…», µου είπε.
Σκέφτηκα να της κάνω µία ανάλυση για την οικονοµική κατάσταση της χώρας.
Άρχισα να µιλώ…
Γύρισε τότε προς το µέρος µου, άναψε ένα τσιγάρο και µου φύσηξε τον καπνό στα µούτρα.
«∆εν µου αρέσεις. Είσαι κοντός και µελαχρινός», µου είπε.
«Θα ανέβω πάνω σε ένα τραπέζι για να σε φιλήσω στο στόµα», της πρόφτασα.
Και ανέβηκα πάνω στο αυτοκίνητο της.
Τυχαία.
Από το άλµα έπεσε το ποτήρι µε το ακριβό ποτό.
Νοµίζω ότι τότε µε χαστούκισε.
Σαν χάδι ήταν.
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο µε ένα άλµα και την αγκάλιασα από τη µέση.
«Πάµε να φύγουµε απ’ εδώ, µου είπε. Γίναµε ρεζίλι».
Μπήκα στο αυτοκίνητο της.
«Κατέβα. Εσύ θα τρέχεις από πίσω µε τα πόδια».
Τελικά την έπεισα και ξεκίνησε να οδηγεί.
Έβαλε µουσική στη διαπασών.
Τρύπησαν τα αυτιά µου.
Άρχισε να κάνει στον δρόµο επικίνδυνους ελιγµούς.
«ΠΗ∆ΑΑΑ», µου φώναξε.
Μου είχε κοπεί η ανάσα.
Ζούσα ένα θρίλερ.
Με ιλιγγιώδη ταχύτητα ανέβασε και κατέβασε το αυτοκίνητο σε ένα στενό πεζοδρόµιο.
«Θα το σανιδώσω», ούρλιαξε.
«Εντάξει, σταµάτα να κατέβω», της είπα λαχανιασµένος.
Φρέναρε απότοµα!
Είχα αποκοιµηθεί µέρα µεσηµέρι στο καφέ «Τάρταρα», όταν ήλθε ο Παναγιώτης.
«Τι έχεις ρε, µου είπε, και αποκοιµήθηκες; Ονειρεύεσαι, άρρωστος είσαι;»
«Ναι, µε συγχωρείς, µε πήρε ο ύπνος», του απάντησα.