Είχε προηγηθεί η λειτουργία στο εκκλησάκι κι όλη η παρέα κατηφόρισε προς το σπίτι μας στην ακροθαλασσιά, όπου η μαμά είχε δώσει τον καλύτερο εαυτό της για να μας περιποιηθεί. Θα φιλοξενούσαμε στο μεσημεριάτικο γεύμα την οικογένεια του κουμπάρου του Άρη, μαζί μας και μερικοί καλοί γείτονες και συγγενείς, όπως ο θείος Νίκος που ποτέ δεν έλειπε απ’ τα τραπέζια μας.
Παρακαθίσαμε λοιπόν, στο εορταστικό γεύμα μπόλικα άτομα, στην ευρύχωρη αυλή λίγα μέτρα απ’ το ακρογιάλι. Μπρος μας η βαθιά θάλασσα του κόλπου να κυματίζει στο Αυγουστιάτικο αγέρι, οι βαρκούλες ολόγυρα να λικνίζονται στον ρυθμό του, κι ο ροφός που είχε πιάσει την προηγουμένη ο πατέρας στη συρτή, είχε βγει απ’ το ψυγείο πάγου νωρίς το πρωί, και τώρα καλά βρασμένος, γαρνιρισμένος με σέλινο, πατατούλες και φρέσκα λαχανικά απ’ το κήπο μας, μας περίμενε στο κέντρο του τραπεζιού. Παραδίπλα κι εκείνη η πεντανόστιμη μαγιονέζα -η σπεσιαλιτέ της μαμάς- κι ένα σωρό άλλα εδέσματα που είχαν φέρει οι καλοί μας καλεσμένοι…
Φάγαμε, ήπιαν οι μεγάλοι κρασί απ’ το αμπελάκι μας, εμείς τα μικρά γκαζόζες, έφτασε και το επιδόρπιο, σταφύλια και καρπούζια δικής μας παραγωγής. Ήλθε και το γλυκό, λουκουμάδες με μπόλικο μέλι και κανέλα, κι άρχισαν οι συζητήσεις για τον τρύγο, για τα ψαρέματα, για το άνοιγμα των Σχολείων και για το πότε θ’ αφήναμε το όμορφο ψαροχώρι για το ορεινό χωριό μας…
Από μια τέτοια σύναξη δεν θα μπορούσε να λείψει κι η καθιερωμένη διήγηση του θείου Νίκου, που ήταν καλός ομιλητής και του άρεσε να μας ψυχαγωγεί με τις ατέλειωτες περιπέτειες της ζωής του.
Έτσι εκείνη την ημέρα ένα μεγάλο, χορτασμένο κοινό καθότανε κάτω απ’ την κληματαριά, πρόθυμο ν’ ακούσει την μια ή την άλλη ιστορία.
Όταν ο θείος ξεκίνησε έπεσε σιωπή!
Όλοι ανυπόμονοι περιμέναμε…
Κι εκείνος είπε: «Ε… καλά φάγαμε σήμερα! Και να σκεφτείτε ότι πριν λίγα χρόνια, στην κατοχή, κινδύνευα να πεθάνω απ’ την πείνα! Ήμουν Ανθυπομοίραρχος τότε και πήρα μετάθεση για τη Κρήτη. Την ήθελα αυτή τη μετάθεση, γιατί με είχε πιάσει ο χωριανός μας -ο παπά Γιάννης- και μου είχε πει να μην μείνω στην Αθήνα για να μην έχω μπλεξίματα με τους Γερμανούς. Έφθασα λοιπόν, στο νησί, πιστεύοντας ότι θα περνούσα πιο ήσυχα. Και δεν έπεσα έξω. Ήμασταν υπό κατοχή κι η Υπηρεσία υπολειτουργούσε μ’ έναν γραμματέα και δυο χωροφύλακες. Εξάλλου, δεν χρειαζότανε να μεριμνώ για το προσωπικό μου, γιατί οι Χωροφύλακες ήτανε ντόπιοι. Έφευγαν στα χωριά τους, όπου έκαναν κάρβουνα και τα πουλούσαν για να ζήσουν ή περιπλανιότανε σαν απόσπασμα στα μέρη τους για να βρίσκουν κατιτί να τρώνε!
»Εγώ όμως δεν μπορούσα να φύγω και είχα πολλά προβλήματα, γιατί δεν έπαιρνα μισθοδοσία. Στην αρχή πέρασα με μερικά πακέτα τσιγάρα που είχα στην άκρη για ώρα ανάγκης, καθώς στα νιάτα μου ήμουνα δεινός… καπνιστής! Τον καιρό εκείνο ένα μικρό μπαούλο ήταν όλη η ιδιοκτησία μου. Είχα χάσει μέσα στο πόλεμο σε μετακινήσεις 2-3 φορές τα πράγματά μου, κι είχα μόνο τις στολές και λίγα προσωπικά αντικείμενα. Αλλ’ αυτά τα τσιγάρα άξιζαν όσο τίποτα! Με βοήθησαν τον πρώτο εκείνο καιρό. Μ’ έσωσαν από πολλά δεινά!
»Μόλις έφθασα και ταχτοποιήθηκα στον σταθμό σκέφτηκα ότι έπρεπε να βρω κάτι να φάω. Βγήκα έτσι στη πλατεία. Έκανα μερικές βόλτες. Με πλησίασαν κάτι ντόπιοι κι αρχίσαμε την κουβέντα. Και τότε έβγαλα το πακέτο! ‘Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα και το άναψα. Στο νησί είχανε ατσιγαρίες και το τσιγάρο ήτανε πολύτιμο απόκτημα. Με είδανε λοιπόν, να καπνίζω κι αναστατωθήκανε. Με πλησίασαν κι άλλοι και άρχισαν οι προσφορές! Μου πρόσφεραν σε τρόφιμα ό,τι μπορούσε να διαθέσει ο καθένας απ’ τη παραγωγή του, με αντάλλαγμα 2-3 τσιγάρα. Τα χρόνια εκείνα το τσιγάρο ήτανε χρήμα. Έδινες ένα τσιγάρο κι έπαιρνες τρία αυγά! Με δέκα αυγά έπαιρνες ένα μικρό ψωμί! Αλλά πάρε-δώσε τα τσιγάρα ο καπνός είχε αραιώσει και το ιδιότυπο αυτό νόμισμα είχε κάλπικη αξία. Όμως, τα πακέτα τα δικά μου είχαν μέσα ολοκαίνουργια τσιγάρα κι έτσι πέρασα λίγο καιρό χωρίς να χρειαστεί να ζητιανέψω…
»Υπήρχε βέβαια το εστιατόριο της κυρίας Αλεξάνδας που λειτουργούσε ακόμα. Πήγα στην κυρία Αλεξάνδρα, έκατσα σ’ ένα τραπέζι και παρήγγειλα φαγητό:
-Τι έχει το μενού, σήμερα;
-Στίφνο!
»Και τι είχε το μενού την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη; Πάλι στίφνο! Στίφνο με κολοκυθάκια ή κολοκυθάκια με στίφνο και πάντα χωρίς λάδι! Κι η κυρία Αλεξάνδρα να μην δέχεται με το τίποτα να πάρει τις 25 χιλιάδες δραχμές που προπολεμικά ήτανε μια ολόκληρη περιουσία, για ένα πιάτο χόρτα που τα έκοβε κιόλας απ’ το κήπο της.
«Ο Θεός να βάλει το χέρι του! 25 ολόκληρες χιλιάδες κύριε Διοικητά μου! Φάε τσάμπα!», έλεγε συνεχώς.
»Δεν ήθελα να τρώγω τσάμπα κι άρχισα να πουλάω το λιγοστά υπάρχοντά μου. Έτσι έδωσα μια ολοκαίνουργια κιλότα ιππασίας για λίγο λάδι! Κι ένα ζευγάρι μποτίνια με περισφύρια για καμία οκά αλεύρι! Κατάντησα να κυνηγάω και καβούρια! Να τρώγω καβούρια, που τα σιχαινόμουνα από παιδί. Κατέβαινα καθημερινά στο ποταμάκι κι έψαχνα για φωλιές καβουριών. Ύστερα έβαζα ένα βούρλο μέσα. Το άρπαζαν αυτά και πριν προλάβουν να το αφήσουν, τα τραβούσα έξω και τα γράπωνα στη στιγμή!
»Ωστόσο, ο καιρός περνούσε και η πείνα μου μεγάλωνε. Δεν είχα πια τίποτ’ άλλο να πουλήσω κι είχα εξαντλήσει όλα μου τα περιθώρια. Δεν είχα πάρει ακόμα μισθό και δεν ήξερα τι να κάνω! Τελικά αποφάσισα να στείλω μια αναφορά στη Διοίκηση για να τους εξηγήσω την κατάσταση μου. Τους έγραφα μεταξύ άλλων ότι: «…Η Υποδιοίκηση «κατάκειται» σε ερείπια και το προσωπικό, μη λαμβάνοντας μισθοδοσία, αδυνατεί να ανταποκριθεί…» Με κάλεσαν τότε στη πόλη -μια που ήμουνα ξένος- να μου δώσουνε μερικά τρόφιμα, αντί για μισθό: Πήρα τον γάιδαρο του σπιτονοικοκύρη, πήγα στην πόλη και γύρισα πίσω με δύο οκάδες ρύζι, τρεις οκάδες μακαρόνια και είκοσι οκάδες αλάτι, που εθεωρείτο κι αυτό νόμισμα και μπορούσες να το ανταλλάξεις με άλλα πράγματα…
«Κι έτσι πορεύτηκα για αρκετό καιρό!», είπε τελειώνοντας ο θείος, σήκωσε τα χέρια ψηλά, έδειξε μετά τα άδεια πιάτα στο τραπέζι και συμπλήρωσε: «Και να που τώρα έχουμε τα… πάντα! Τρώμε, καλοτρώμε κι ευχαριστημένοι δεν είμαστε!»
«Εμείς…», έδωσε τον επίλογο ο κουμπάρος ο Άρης, «εδώ στο χωριό δεν πεινάσαμε και τόσο. Όλο και κατιτί μας έδινε η πλούσια γη μας. Γι’ αυτό την αγαπώ, τη φροντίζω και τη δουλεύω! Και καλά έκανες Νίκο και γύρισες μετά την αποστρατεία στον τόπο σου κι έγινες γεωργός! Σου λείπει τώρα τίποτα;»
«Όχι φίλε μου!», είπε ο θείος, σήκωσε ξανά το χέρι κι έδειξε τον όμορφο κόσμο γύρω μας.
«Είμαι πλούσιος!!» ακούστηκε πάλι η φωνή του να λέει, καθώς φεύγαμε προς την ακρογιαλιά να συνεχίσουμε το παιχνίδι στο κύμα πάνω, με τον γεμάτο αλμύρα και δροσιά θαλασσινό αγέρα να παίρνει το ψαθάκι μας, να παιχνιδίζει στα μαλλιά και να μας ταξιδεύει σε τόπους και χρόνους μακρινούς…