Με μεγάλη ευχαρίστηση το υποδέχτηκα και τουτονέ το βιβλίο σου κύριε Δημήτρη Τυραϊδή με τα “Διηγήματα του χωριού και της στάνης”.
Και με φιλόξενη διάθεση το αγκάλιασα, όπως και του ‘πρεπε. Και πολύ σ’ ευχαριστώ που με τιμάς με το ενδιαφέρον σου και μου στέλνεις τ’ αξιόλογα δημιουργήματά σου μα και για την ευγενική σου αφιέρωση.
Και ειλικρινά σε διαβεβαιώ κύριε Τυραϊδή πως πολλές συγκινήσεις ένιωσα διαβάζοντας το περιεχόμενό ντου και μ’ ευχαρίστηση απόλαυσα τα γραφόμενά σου.
Με ιδιαίτερη δε χαρά διαβάζω στο βιβλίο σου πως αρμόδιοι λογοτεχνικoί φορείς όπως η Διεθνής Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών με τα τιμητικά τους διπλώματα βραβεία και επαίνους σου απονέμουνε για τσοι ποητικές σου συλλογές και τα πεζογραφήματα που σ’ αυτά εκφράζεις με περίσσεια ευαιστησία τα αιστήματά σου κι αναστοράσαι ό,τι είχες ακούσει από τα παλιά στη παιδική σου ηλικία και κοντά στο τζάκι, ή ντελικανής στα καφενεία του χωριού σου, ή τσομπανόπουλο στσοι στάνες και τσοι ραχούλες τσ’ αγαπημένης σου Ορθρυς; Που τα κράτησε τόσα χρόνια ζωντανά και άβλαβα η αλώβητη από τον δολιοφθορέα πολυχρόνη μνήμη σου. Και δά τα προσφέρεις μ’ αυτό το βιβλίο σου στσ’ αναγνώστες σου, με κρυστάλλινη καθαρότητα όπως αναπιαστήκανε και ριζώσανε στη σκέψη σου από τοτεσάς απού τριγυρνούσες τσοι πανέμορφες ραχούλες της ώριας Ορθρυς σα γεωργοκτηνοτρόφος. Πισωγυρίζοντας όμως σε κείνανα το όμορφα χρόνια τση νιότης σου τσοι θυμάσαι τσοι τόπους π’ αγάπησες και λάτρεψες και με συγκίνηση το εκφράζεις:
Τωρα που ‘γειρε ο ήλιος μου και πάει να βασιλέψει
αναπολώ πως διάβηκεν όλη μου η ζωή
εικόνες βλέπω μακρινές που έμειναν μες στη σκέψη
Ακέριες ολοζώντανες και σταματώ εκεί.
Ν’ ακούω του κούκου τη λαλιά του γκιώνη μοιρολόι
και ν’ αγναντεύω τα βουνά ψηλά από τον Αϊ-Λιά
στρώμα να ‘χω τη δροσερή και τη δασιά τη χλόη
και την ροδόπεπλην αυγή ν’ ακούω μύρια πουλιά.
Ετσα ξεκινά το σεργιάνισμα απού υπόσχεσαι στο προλογό σου, για τα γραφικά χωριουδάκια της πανέμορφης Ορθρυς, στις θυμαρομυρισμένες ραχούλες, στις λαγκαδιές και στα καταπράσινα δάση της. Ακλουθόντας όμως οι αναγνώστες σου τσοι διηγήσεις σου συναντούμε στσοι περιγραφές απού τσοι κάνεις πολλές φορές με τη Ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά που ζωντανεύει τα γεγονότα που αναφέρεσαι περισσότερα κι ούλα γίνονται πλια όμορφα όπως κι οι γι εικόνες από τσοι κακοτοπιές και τσ’ επικίντυνες ρεμαθιές, όταν τ’ ακραία καιρικά φαινόμενα ξεσπούνε και σ’ ούλες τσ’ άλλες δυσκολίες τω περασμένω χρόνω απού τυχαίνανε στη στράτα τση ζωής.
Ιδιαίτερα στσ’ αθρώπους των απομακρυσμένω χωριώ τσ’ υπαίθρου. Κι όι μόνο κ. Δημήτρη, αλλά μασε ξεναγείς και στσοι τόπους των αιστημάτω των αθρώπω κείνουνα του καιρού. Απού δε τσ’ εμπόδιζε η γι αγραμματοσύνη κι η δύσκολη ζωή ντωνε, να τηρούνε τους άγραφτους νόμους, ν’ αναμαζώνουνε τσ’ αδυναμίες τωνε σε ώρες ανάγκης και να συμπεριφέρονται σαν αθρώποι, στσοι δύσκολες και κακιές ώρες απού ετυχαίνανε και θύματα ανυπεράσπιστα επέφτανε στα χέρια ντωνε, αδύναμα για οποιαδήποτε αντίδραση, ω ήθη ώ καιροί! Αλήθεια όμως κιόλας. Ακόμη όμως θυμίζεις συνήθειες ήθη και έθιμα μιας άλλης εποχής του τόπου σου και το πώς εριζώνανε στσοι τόπους των αιστημάτων οι γι έρωτες τοτεσάς. Αλλά και πώς εσυμπεριφερούντανε οι γι αθρώποι αναμεταξύ ντωνε στσοι κοινωνικές τωνε υποχρεώσεις όπως στσοι χαρές και τσοι λύπες που απαντήχνανε στη στράτα τση ζωής τωνε τσοι καιρούς απού εβάστα στα χέρια τση το τιμόνι και το κουμαντάρε η παράδοση, κι οι γι ηθικές αξίες επρωταγωνιστούσανε στη ζωή των αθρώπων κεινουνά του καιρού. Σε τουτανά τα συμπεράσματα με οδηγεί η γι εμπειρία μου από το διάβασμα του βιβλίου σου, και βέβαια κύριε Τυραϊδή τσοι χάρηκα τσ’ εδικούς σου τόπους, απού τσοι γνώρισα από τσοι δικές σου περιγραφές.
Μ’ ούλα κι ούλα όμως τα παραπάνω κύριε Δημήτρη ο ταπεινός και ασπούδαχτος νούς μου οδηγεί τη σκέψη μου στο συμπέρασμα πως και τουτονέ το βιβλίο σου είναι αρκετά καλό για διάβασμα.
Γιατί με τη συντροφιά ντου περνά όμορφα η γι ώρα και πολλές συγκινήσεις προκαλεί στσ’ αναγνώστες του.
Ακόμη όμως θυμίζει και τον τρόπο ζωής και τσοι συνήθειες των ανθρώπω τση στάνης και του χωριού από τσοι περασμένες και περιφρονημένες, από κάποιους ονειροπαρμένους, γενιές τση παλιάς εποχής.
Σου εύχομαι από καρδιάς να έχεις υγεία και αντοχή να συνεχίζεις με τον ίδιο ενθουσιασμό την πνευματική σου ενασχόληση με την ποίηση και τη πεζογραφία κι ακόμη:
Με τη φαντασία σου, στσοι τόπους που αγάπησες συχνά να τριγυρνάς,
να ‘σαι γερός και στέρεος σαν τα βουνά τση Κρήτης τα ψηλά
μαζί με τα παιδόγγονά τα χρόνια σου όμορφα να περνάς
και νοερά να σουλατσέρνεις στα όμορφα χρόνια τα πολύ καλά.