Με την απολογία των δύο κατηγορουμένων συνεχίζεται σήμερα, Παρασκευή, στις 11 το πρωί στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης η εκδίκαση της υπόθεσης της άγριας δολοφονίας ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στο Σφηνάρι Κισσάμου τον Φεβρουάριο του 2015.
Nα υπενθυμίσουμε ότι το 2017, σε πρώτο βαθμό, είχαν καταδικαστεί για την υπόθεση ένας 51χρονος κι ένας 36χρονος τότε, στους οποίους είχε επιβληθεί ποινή δις ισόβια για την ανθρωποκτονία και 6 χρόνια για απόπειρα ληστείας.
Για την ίδια υπόθεση είχε καταδικαστεί και ο 49χρονος γιος του άνδρα – θύματος, ο οποίος φέρεται να οδήγησε τους δράστες στο σπίτι που έμενε το ζευγάρι, και στον οποίο είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 4 ετών για συμμετοχή στην απόπειρα ληστείας, αφού δεν αποδείχθηκε ότι είχε εμπλοκή στη δολοφονία.
Όπως είχε γίνει γνωστό μετά το έγκλημα οι δύο άτυχοι ηλικιωμένοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από χτυπήματα με μαχαίρι και με ξύλο, αφού προηγουμένως είχαν βασανιστεί από τους δράστες προκειμένου να ομολογήσουν που είχαν κρύψει χρηματικό ποσό, ύψους 60.000 ευρώ, το οποίο φέρεται να είχε φέρει στο σπίτι ο άνδρας. Το ποσό, ωστόσο, δεν βρέθηκε ποτέ, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μικρότερα ποσά αλλά όχι αμελητέα (1900 και 1000 περίπου ευρώ) είχαν εντοπιστεί με ευκολία από την αστυνομία σε ένα έπιπλο μέσα στο σπίτι και στο αυτοκίνητο των θυμάτων αντίστοιχα.
Χθες στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν ξανά ο 54χρονος και 39χρονος (σήμερα) οι οποίοι όπως και πρωτόδικα αρνήθηκαν ότι είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή στο έγκλημα.
Κατά τη χθεσινή ημέρα εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, ως βασικός μάρτυρας ένας αστυνομικός που συμμετείχε στην εξιχνίαση της υπόθεσης και ο οποίος δήλωσε βέβαιος για την εμπλοκή των κατηγορουμένων παρότι, όπως αναφέρθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν βρέθηκε γενετικό υλικό ή δακτυλικά αποτυπώματα των κατηγορουμένων στον χώρο του εγκλήματος. Σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο μεγαλύτερος σε ηλικία κατηγορούμενος ήταν γνωστός στις αρχές από παλαιότερες υποθέσεις ναρκωτικών και κλοπής, ενώ ανέφερε ότι η Αστυνομία απέσπασε τις ομολογίες του γιου του θύματος και του 39χρονου και οδηγήθηκε στα ίχνη του 54χρονου (ο οποίος δεν ομολόγησε ποτέ τη συμμετοχή του) έπειτα από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.
Από μέρους της υπεράσπισης αμφισβητήθηκε η επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων με το σκεπτικό ότι οι κατηγορίες βασίστηκαν σε ομολογίες που αποσπάστηκαν από την Αστυνομία έπειτα από την άσκηση πιέσεων κι όχι από τον εντοπισμό αποδείξεων. Γι’ αυτό και αναίρεσαν -όπως αναφέρθηκε- τα όσα είχαν πει όταν βρέθηκαν απέναντι στον ανακριτή.
Απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις ο αστυνομικός επεσήμανε ότι οι περιγραφές που έδωσαν οι δύο από τους τρεις εμπλεκόμενους, οι οποίοι και ομολόγησαν, δεν θα μπορούσαν να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς ήταν λεπτομερείς.
Κατά την ακροαματική διαδικασία έγινε επίσης αναφορά σε έναν αλλοδαπό, με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, ο οποίος εργάζονταν για το ζευγάρι και φέρεται να διέφυγε αιφνιδιαστικά στο εξωτερικό μετά τη δολοφονία, ενώ ο εντοπισμός του δεν κατέστη δυνατός παρά της προσπάθειες των Αρχών και της Ιντερπόλ.
Η δίκη αναμένεται να ολοκληρωθεί σήμερα με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τις αγορεύσεις της πολιτικής αγωγής και των συνηγόρων υπεράσπισης.