Συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων που σώθηκαν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι έχοντας χάσει με σκληρό τρόπο οικείους τους, άκουσε και σήμερα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που δικάζει την τραγωδία με τους 103 νεκρούς.
Μαρτυρίες σαν της Ελένης Παπαστόλου που βρέθηκε τέσσερις ώρες στην θάλασσα με τη μητέρα και τον ιερέα πατέρα της, τη σορό του οποίου -καθώς αυτός δεν τα κατάφερε μέσα στην θαλασοταραχή- κουβάλησε μαζί της δεμένη από το ράσο «για να μην χαθεί ο πατέρας μου». Ή σαν αυτή της Μαρίας Τσέκου που έχασε το σύζυγο και πατέρα των δύο παιδιών της όταν εκείνος «έμεινε πίσω» προσπαθώντας να βοηθήσει γείτονά τους με κινητικά προβλήματα. Άνθρωποι που έχασαν γονείς, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν ακόμη πως έγινε όλο αυτό.
Η κ. Παπαστόλου περιέγραψε ότι με τους γονείς της βρέθηκαν επί τέσσερις ώρες στην θάλασσα, όπου κατέφυγαν όταν εγκλωβίστηκαν από το ασύλληπτο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων το Μάτι. Η μάρτυρας δεν παρέλειψε στην αρχή της κατάθεσής της να «δώσει τη δική της απάντηση» σε εκείνους που εν μέσω της φρικτής τραγωδίας έλεγαν πως οι άνθρωποι που χτυπήθηκαν από τη φωτιά «ήταν καταπατητές». Όπως είπε: «Ακούστηκε ότι είμαστε καταπατητές. Για μένα έχει σημασία, είναι σαν να μας προσβάλλουν. Κλείνουμε έναν αιώνα στο Μάτι. Ο προ- παππούς μου είχε αγοράσει ένα αγροτεμάχιο εκεί με συμβόλαια. Όλα νόμιμα».
Στην κατάθεσή της η μάρτυρας περιέγραψε σκηνές που κανέναν δεν άφησαν ασυγκίνητο μέσα στην αίθουσα: «Ήμασταν στο έλεος. Δεν χωριστήκαμε, καταφέραμε και μείναμε εκεί και οι τρεις μας. Οι γονείς μου προσεύχονταν. Καθίσαμε περίπου μια ώρα από τότε που μπήκαμε στο νερό, να παλεύουμε. Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από το θεό… κατάλαβε. Ένας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα την κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της λέω να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα. Πώς βρήκε τη δύναμη; Μου είπε “ συνέχισε”. Δεν θα τον αφήναμε… Δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Κολυμπούσαμε. Η μητέρα μου από τη μια μεριά εγώ από την άλλη και ο πατέρας στη μέση. “ Μαμά ένας νεκρός” είπε ένα παιδάκι δίπλα μας για τον πατέρα μου. Η μάνα μου έλεγε “ παιδί μου άφησε μας, άφησε με να πάω με τον πατέρα σου”. Κρύωνε. Της είπα “ αν σε αφήσω θα πνιγώ”. Κάποια στιγμή είδαμε τα φώτα της Ραφήνας… Φτάσαμε κοντά σε μια βάρκα. Να είναι καλά οι άνθρωποι αυτοί! Έτσι μπόρεσαν κάποιοι να σωθούν. Η “ Αγία ‘Αννα”, το καΐκι μας έσωσε. Εποχιακοί ψαράδες, αυτά τα παιδιά μάζεψαν κόσμο από τη θάλασσα. Σηκώσανε τον πατέρα μου του έκαναν τις πρώτες βοήθειες. Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς. Μας έφεραν κουβέρτες και νερά. Φτάσαμε στο λιμάνι της Ραφήνας, μας πήραν το ονόματά μας, ο πατέρας μου ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος έκανε την προσευχή του, σεβάστηκε το νεκρό. Δεν υπήρχε όμως κανείς να τον παραλάβει. Δεν μπορούσε να γίνει η παραλαβή, ο καπετάνιος ήθελε να φύγει κινδύνευαν και άλλοι. Κάποια στιγμή ήρθε ένα αγροτικό… Το κράτος πού ήταν, δεν ξέρω… Δε μπόρεσα να αποχαιρετήσω τον πατέρα μου, να του πω αυτά που ήθελα, να τον χαϊδέψω. Τον κράτησαν πέντε – έξι ώρες, κάνανε πλειστηριασμό τα γραφεία τελετών. Ούτε σε ψυγείο, ούτε σε σάκο. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να μας πουν. Μια τον πήγαιναν στο Σχιστό μια στο Γουδί. Πηγαινοφέρνανε και τις σορούς εκτός ψυγείου; “ Δώστε τον μας, να τον θάψουμε” τους λέγανε. Μας απαντούσαν ότι χρειάζεται ταυτοποίηση. Μα εμείς τον παραδώσαμε. Ο αδελφός μου έδωσε DNA».
Η μάρτυρας τόνισε: «Εκείνη την ημέρα δεν δούλεψε τίποτα. Όλοι όσοι είχαν το συντονισμό δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στη κρίση σας».
Η σύζυγος του Βίκτωρα Τσέκου, Μαρία Τσέκου, περιέγραψε το χαμό του συζύγου της ο οποίος μετά από είκοσι ημέρες νοσηλείας εξέπνευσε στον «Ευαγγελισμό» με εγκαύματα 85% εξωτερικά και 25% εσωτερικά.
«Αποφασίσαμε να φύγουμε, λόγω της κάπνας με το σύζυγό μου. Να συναντηθούμε στη Ραφήνα. Εγώ με την κόρη μας και πίσω μας έρχονταν ο σύζυγος. Στη διαδρομή τον παίρναμε τηλέφωνο αλλά δεν απαντούσε. Μάθαμε ότι τον πήγαν στον “ Ευαγγελισμό”. Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 25% εσωτερικά. Πήγαμε. Τι να σας πω τώρα; Ήταν καμένος. Μάθαμε από μια γειτόνισσα ότι είχε βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονά μας και τη γυναίκα του. Είκοσι ημέρες νοσηλεύτηκε. Δεν μπορώ αυτή την ημέρα να την ξεχάσω όσο ζω» ανέφερε η μάρτυρας.
Τα παιδιά του θύματος Χρυσάνθη και Γιώργος τόνισαν στις καταθέσεις τους πως ακόμη δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί αφέθηκε ο κόσμος να καεί. «Ο προβληματισμός μου είναι ότι την ίδια μέρα, τον ίδιο χρόνο με ίδιες συνθήκες με την Κινέττα και εκεί λειτούργησαν τόσο καλά. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη όντως με τον αέρα. Αλλά σε μια περιοχή δίπλα στην Αθήνα δεν πέρασε κάποιος να ενημερώσει;» είπε ο Γ. Τσέκος.
Για την απώλεια της μητέρα του κατέθεσε ο Εμμανουήλ Πατελάρος, λέγοντας ότι αυτό συνέβη δύο δρόμους μακριά από το σπίτι της το οποίο άφησε προσπαθώντας να σωθεί. «Κατά τις 5.00 και πήρα τη μητέρα μου και μου λέει γεμάτη αγωνία ότι “ έχει πολύ καπνό και δεν ξέρω τι να κάνω”. Της είπα να κατέβει υπόγειο. Στις 6.00 ξαναπήρα δεν απαντούσε. Θυμάμαι την είχα ρωτήσει αν ακούει κάτι, σειρήνες, περιπολικά. Όχι, μου απάντησε. Ψάχναμε να τη βρούμε. Δώσαμε DNA και ταυτοποιήθηκε. Η σορός της είχε βρεθεί απανθρακωμένη δυο δρόμους πιο πέρα».
Και η Κασσιανή Πολίτου, έχασε την μητέρα της στις φλόγες: «Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Η μητέρα μου δεν πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είδε κάποιο πυροσβέστη. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα. Ώρες μετά βρέθηκε στο Σισμανόγλειο. Στις 11.00 το βράδυ το έμαθα. Στις 7.00 το απόγευμα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πως έγινε όλο αυτό» . Ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στη μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω τι έγινε». Η γυναίκα του απάντησε πως δεν επιθυμεί να το συζητήσει.
Την απώλεια της μητέρας της περιέγραψε και η Ιλόνα Σαρίεβα: «Είχε πάει στο Κόκκινο Λιμανάκι για μπάνιο. Δεν έμενε εκεί. Μια φίλη της είχε εξοχικό εκεί. Πήρε το αμάξι για να φύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το άφησε. Πήγε προς τη θάλασσα. Μια γειτόνισσα μου είπε ότι “ μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια”» είπε.
Ο Μιχαήλ Σκαραμαγκάς έχασε και τους δυο γονείς του στη φωτιά και στην κατάθεσή του, ιδιαίτερα φορτισμένος αναφέρθηκε και αυτός στο θέμα των «καταπατητών» λέγοντας πως το σπίτι του δεν ήταν σε κανένα ρέμα και σε κανένα στενάκι:
«Βρέθηκα σε έναν πόλεμο. Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου, το σπίτι μου και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν σε κανένα ρέμα, σε στενάκι. Οι γονείς μου ήταν δημότες εκεί. Εκεί μεγάλωσα. Δεν φταίγανε. Μέχρι και το τελευταίο κεραμιδάκι είχε φωνάξει μηχανικό ο πατέρας μου και το είχε δηλώσει για να είναι σωστός πολίτης» ανέφερε.
Ο μάρτυρας είπε πως είδε μία άκρη από ύφασμα που δεν κάηκε στη σορό μίας γυναίκας: «Κάτι τέτοια φόραγε και η μάνα μου σκέφτηκα. Μας κρύψανε πολλά. Έμαθα ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα και όταν τους ανασύρανε… Μένανε κόκαλα. Ο πατέρας μου ήταν 2 μέτρα και η σακούλα που τον βάλανε ήταν πολύ μικρή, η άλλη ήταν άδεια… Τι κηδεία να κάνω; Εγώ με τον αδελφό μου ήμασταν. Ακόμη δεν είμαι καλά».