» Claudia Piñeiro (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)
Το Η Ελένα ξέρει ήταν μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη, ένα από τα βιβλία εκείνα που υπερνικούν τη λήθη και αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους και ας μην ανήκει στο κυρίως σώμα της υψηλής λογοτεχνίας. Στο σχετικά μικρό αυτό μυθιστόρημα, η Πινιέιρο πέτυχε να καθηλώσει τον αναγνώστη, κυρίως με τον άκρως ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο απέδωσε γλωσσικά και υφολογικά την κάθε στιγμή της Ελένα, τον τρόπο με τον οποίο εκείνη βίωνε τη νόσο του Πάρκινσον, την έντονη αντίθεση μεταξύ της ταχύτητας με την οποία σκεπτόταν και ενεργούσε, τον εγκλωβισμό ενός άκρως λειτουργικού μυαλού, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, τις δικές του προσλαμβάνουσες, τα δικά του βιώματα, σ’ ένα σώμα ολοένα και λιγότερο υπάκουο. Η σκιαγράφηση και της παραμικρότερης λεπτομέρειας, η ακρίβεια των λέξεων, η αποτύπωση της κινητικής και ψυχολογικής κατάστασης της Ελένα υπήρξαν εντυπωσιακές. Η Πινιέιρο ενσωμάτωσε τον αναγνώστη στην Ελένα, αναγκάζοντάς τον να κινηθεί μαζί της, να κοιτάξει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, να νιώσει τον τρόμο της αδυναμίας σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη, άμαθος όπως είναι. Η κυκλοφορία, δύο χρόνια μετά, ενός ακόμα βιβλίου της πολυβραβευμένης και εκτενώς μεταφρασμένης συγγραφέως, πάντοτε από τις εκδόσεις Carnívora και σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, αναπροσάρμοσε, αναπόφευκτα, τη στοίβα με τα προσεχώς.
Ένα τόσο καλό βιβλίο, όπως στην προκειμένη περίπτωση το Η Ελένα ξέρει, αποτελεί ευχή και κατάρα για τον κάθε συγγραφέα. Ευχή γιατί ο αναγνώστης θα σπεύσει να αναζητήσει κάθε επόμενο βιβλίο του με την κυκλοφορία του, κατάρα γιατί θα συγκρίνεται και θα αξιολογείται, αναπόφευκτα, με τις προσδοκίες και τον πήχη που εκείνο όρισε στην αναγνωστική συνείδηση. Το Δική σου για πάντα, πρωτοκυκλοφόρησε το 2006, ένα χρόνο πριν από το Η Ελένα ξέρει. Η Ινές, που δεν χρειάστηκε να δουλέψει, ασχολείται με την ανατροφή της, έφηβης πια, κόρης της και τις δουλειές του σπιτιού. Ο άντρας της δουλεύει σε θέση ευθύνης και είναι εκείνος που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι. Μια μέρα, μάλλον τυχαία, η Ινές θα ανακαλύψει τεκμήρια που συνηγορούν πως εκείνος την απατά, κάτι το οποίο εξηγεί την απόσταση των σωμάτων τα τελευταία χρόνια. Στο ερωτικό ραβασάκι εκείνη υπογράφει ως Δική σου για πάντα. Η Ινές θα ακολουθήσει τον άντρα της ένα βράδυ που εκείνος, ύστερα από ένα παράξενο, αργά τη νύχτα, τηλεφώνημα, προφασίστηκε προβλήματα στη δουλειά. Θα γίνει μάρτυρας ενός μοιραίου ατυχήματος. Η απόφασή της είναι ξεκάθαρη, οφείλει να προστατέψει τον γάμο της και γι’ αυτό είναι διατεθειμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να βοηθήσει τον άντρα της να μείνει μακριά από τις έρευνες της αστυνομίας. Παράλληλα, η κόρη της, που ετοιμάζεται για μια πολυήμερη εκδρομή με το σχολείο, ζει το δικό της δράμα, το οποίο, κρυμμένο πίσω από τις εφηβικές συναισθηματικές αναστατώσεις και τις αλληλοκατηγορίες των γονέων σχετικά με την ευθύνη, θα διαφύγει της προσοχής τους.
Με όχημα μια νουάρ κατασκευή, η Πινιέιρο θα στρέψει την προσοχή της στο συχνά νοσηρό περιβάλλον της (μεγαλοαστικής) οικογένειας, θα επιτρέψει να αναδυθούν από τον βάλτο οι παθογένειες του φαίνεσθαι, την ώρα που τα συναισθήματα βυθίζονται σε σκοτεινά, λασπώδη ύδατα. Αντίθετα με την Ελένα, την οποία η Πινιέιρο αγκάλιασε με αγάπη, σεβασμό και προσοχή, η αντιμετώπιση της Ινές διαθέτει μια έντονη και διάχυτη ειρωνεία, στο όριο της πρόκλησης. Η συγγραφέας δεν τη συμπονεί, δεν τη δικαιολογεί, δεν την οπλίζει με επιχειρήματα, αλλά την αφήνει να τα βγάλει πέρα μόνη της, να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη των πράξεών της. Και αυτή η επιλογή της Πινιέιρο καθιστά ξεχωριστή μια ιστορία γνώριμη και αρκετά φορεμένη, που έχει να κάνει με ένα ερωτικό τρίγωνο και έχει ως βασικό σημείο πυροδότησης ένα θανατηφόρο ατύχημα. Ένα οικογενειακό δράμα αρκετά τυπικό ως προς την κατασκευή του, στο οποίο η συγγραφέας προσθέτει το απαραίτητο αλατοπίπερο.
Η στάση της συγγραφέως απέναντι στον κεντρικό χαρακτήρα της καθορίζει εν πολλοίς και το ύφος της αφήγησης, την επιλογή ένα μέρος της ιστορίας να το αφηγηθεί η ίδια η Ινές σε πρώτο πρόσωπο, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις διεργασίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Ινές και, με βάση αυτά, να οικοδομηθεί η σχέση ανάμεσα σε εκείνον και την κεντρική ηρωίδα, ενώ ταυτόχρονα, μέσω της ματιάς της, έρχεται σε επαφή με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Η ιστορία της κόρης, παράλληλη αλλά εξαρτημένη από την κεντρική ιστορία, λειτουργεί ικανοποιητικά, αφού καθαρίζει την εικόνα για τη γενικότερη λειτουργία της οικογένειας, για τη συναισθηματική απόσταση που ολοένα και μεγαλώνει, καθώς καθένα από τα μέλη της παίρνει έναν δρόμο πιο μοναχικό, πιο εγωιστικό.
Η Πινιέιρο, ευρηματικά, επιλέγει μια αφηγηματική ποικιλομορφία, χωρίς να στοχεύει στον εντυπωσιασμό αλλά στη λειτουργικότητα της επιλογής. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτουν τα επεισόδια από τη ζωή της κόρης, γραμμένα σε μορφή διαλόγων, αλλά και αφηγηματικά μέρη που προσομοιάζουν σε αστυνομικές εκθέσεις ή ρεπορτάζ εφημερίδων. Το αφηγηματικό αυτό εύρημα μπορεί να μη διέπεται από πρωτοτυπία, αλλά αποδεικνύεται καθοριστικά σημαντικό για την προώθηση τόσο της κυρίως πλοκής, όσο και της δευτερεύουσας, που έχει να κάνει με την κόρη. Το Δικιά σου για πάντα είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται με έντονους ρυθμούς, όχι αποκλειστικά και μόνο λόγω του ολιγοσέλιδου μεγέθους του, αλλά του τρόπου με τον οποίο η Πινιέιρο οικοδομεί, με αργά και σταθερά βήματα, την ιστορία, την ίδια στιγμή που η στάση της Ινές εγείρει την ενόχληση του αναγνώστη που επιθυμεί να την ταρακουνήσει, ενώ προσμένει πως στην επόμενη σελίδα κάτι θα αλλάξει, πως η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι δεν θα αργήσει να εμφανιστεί.
Πρόσφατα διάβασα το δεύτερο βιβλίο της Μεξικανής Φερνάντα Μελτσόρ, Παραντάις, του οποίου είχε προηγηθεί το αριστοτεχνικά καθηλωτικό Η εποχή των τυφώνων, και η ανάγνωση του Δική σου για πάντα μου το έφερε στο νου, όχι μόνο λόγω της αναπόφευκτης σύγκρισης των δύο βιβλίων με τα προηγούμενα των συγγραφέων τους, αλλά και για τη συναισθηματική διαχείριση των κεντρικών γυναικείων χαρακτήρων, την άρνηση των συγγραφέων να τις μακιγιάρουν πριν τη συνάντηση με τον αναγνώστη. Κοινό γνώρισμα και των δύο βιβλίων είναι ο έκκεντρος τρόπος με τον οποίο ισορροπούν ανάμεσα στην κακή και την καλή λογοτεχνία, ο υπονομευτικός ειδολογικός τους χαρακτήρας, η χρήση του νουάρ ως όχημα, ο τρόπος με τον οποίο εγκιβωτίζουν τις ιστορίες τους σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα και ο παράδοξος τρόπος να μιλήσουν για τις εν γένει παθογένειες των κοινωνιών που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τον μηχανισμό δράσης των υποκειμένων.
Η Πινιέιρο, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές, εφοδιάζει την κατασκευή με τις απαραίτητες ανατροπές και τις ανάλογες κορυφώσεις, ενώ σπάει τις νουάρ αποχρώσεις με μια διάχυτη και παιχνιδιάρικη ειρωνεία, που αποτρέπει τον συναισθηματικό εκβιασμό και τη, χωρίς δεύτερη σκέψη, διάκριση των προσώπων σε καλούς και κακούς, επιτρέποντας στο μυθιστόρημά της να λειτουργήσει και να υπηρετήσει τις συγγραφικές επιδιώξεις αλλά και να ικανοποιήσει τις αναγνωστικές προσδοκίες.