Στο σημερινό κείμενο παρουσιάζονται επιλεγμένα σημεία της ποιητικής του συλλογής «Μάχη στην άκρη της Νύχτας» του Τάσου Λειβαδίτη1, τα οποίο βιαίως περικόπτω και ξαναενώνω -ως ένα παζλ- για να δείξω ακριβώς εκείνην την εικόνα που θα ήθελα. Ανάγκη ομολογουμένως περίεργη από ένα όμορφο δάσος να θέλω να δείχνω ένα όμορφο δέντρο ίσως και ένα όμορφο κλαδί.
Δεν φτάνει αυτό παρά δυσκολεύω και την ανάγνωση μια που άλλοτε βάνω το κλαδί δίπλα στη ρίζα και κάποια φορά τον κορμό στα φύλλα της κορφής. Γι’ αυτήν την αλλόκοτη επιμονή μου να περικόπτω πολύ σπουδαία κείμενα ή ποιήματα χωρίς όμως να φεύγω [ελπίζω] από το ζητούμενο του δημιουργού, ε, ας μου το συγχωρέσουν όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι…
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το βιβλίο «Μάχη στην άκρη της Νύχτας» δεν είναι πια διαθέσιμο, αλλά όμως αναπτύσσεται στα Απαντα του Λειβαδίτη από τις εκδόσεις Μετρονόμος2.
Η αναφορά του θέματος στην περίοδο της Μακρονήσου είναι άρρηκτη με την έντονη πολιτική δραστηριότητα που ανέπτυξε ο ποιητής στον χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951, στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 19513.
Ας ξεκινήσουμε αυτήν την επίπονη -εξ αιτίας μου- ανάγνωση:
«Κι αυτός ο δεκανέας της αλλαγής αργεί. Τι ώρα να ’ναι; Κρυώνω».
«Βαδίζουμε, τα πόδια χάνονται στη λάσπη, θες να συλλογιστείς και βουλιάζεις. Ο κόσμος απόψε ήτανε λάσπη, δώσε μου το χέρι σου.
Αρχίζει η βροχή, δώσε μου το χέρι σου.
Η λάσπη είναι τάφος σίγουρος, βαδίζουμε, ο ένας θυμάται ο άλλος φτύνει.
Δώσε μου το χέρι σου».
«Εξι φαντάροι με όπλα, ένας άνθρωπος που σκάβει. Αν τον ρωτήσετε τι έφταιξε δεν θα ξέρει ν’ απαντήσει. Κι όμως θα πρέπει απόψε να πεθάνει, να σκάψει μονάχος του τον τάφο του. Ετσι λέει η διαταγή…
Αν τον άφηναν, θα μπορούσε να σκάψει όλη τη γη!!
Ας τον άφηναν να κρατάει μια μικρή θέση, μια μικρή θέση κάπου σε μια γωνιά που να μην χωράει παρά μονάχα δύο πόδια έστω και γυμνά. Ας τον άφηναν μονάχα μια στιγμή όσο ακουμπήσει στην αξίνα του και να θυμηθεί…
Πιο καλά να βιαστείς απόψε σύντροφε. Οσο πάει και δυναμώνει ο άνεμος. Δεν έκαμε το σταυρό του. Τον σκέπασαν γρήγορα. Τι σημασία έχει το όνομα ενός νεκρού. Επρεπε να πεθάνει και πέθανε, η ζωή θα τον ξεχάσει.
Ομως αυτά τα έξι παιδιά πώς δέχθηκαν να πυροβολήσουν;».
«Η βροχή παίζει ταμπούρλο πάνω στις σκηνές. Εν’ αυλάκι νερό. Δεν καθρεπτίζει τίποτα. Στην πόρτα ο σκοπός κρυώνει. Τίποτα».
«Καθισμένοι στο χώμα περιμένουμε. Να μπορούσε κανείς να θυμηθεί τα πόδια του και να σηκωθεί έστω κι αν βαδίσει μέσα στη λάσπη, έστω κι αν χαθεί μέσα στη νύχτα, γιατί είναι νύχτα σύντροφε, παγωνιά σύντροφε. Για να ζήσουμε πρέπει ν’ αρνηθούμε πως είναι νύχτα. Καθισμένοι στο χώμα, περιμένουμε στο χώμα, περιμένουμε στη νύχτα, γιατί είναι νύχτα σύντροφε, παγωνιά σύντροφε…».
«Πέντε δίκοχα γύρω, ο λοχαγός δίχως όνομα, ένα παιδί γυμνό, κουρελιασμένο από τις βουρδουλιές. Ο λοχαγός τον ρωτάει. Τώρα πρέπει να μιλήσει για να σωθεί. Ο βούρδουλας κάνει αυλάκι. Τώρα πρέπει να μιλήσει για να σωθεί. Ο λοχαγός ανάβει τσιγάρο, τον ρωτάει, τον ξαναρωτάει.
Ο Λοχαγός λέει “Μίλησε!”, ο βούρδουλας λέει “Μίλησε!”, η νύχτα λέει “Μίλησε!”, μα η νύχτα είναι λίγη, σύντροφοι πολλοί κι έκοψε με τα δόντια τη γλώσσα του όπως θα κάνατε και εσείς…».
«Μην κοιμηθείς απόψε σύντροφε, ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδωθούμε. Αγιο μίσος δώσε μου το χέρι σου…».
«Τότε ένα σφύριγμα και ξαφνικά ακούστηκαν τα πολυβόλα. Τα – τα – τα, μια κραυγή, μα τα πολυβόλα δεν ακούνε. Τα – τα – τα, οι σφαίρες καρφώνουν το σκοτάδι. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει, ο άλλος κουλουριάζεται γίνεται ένα μικρό κουβάρι, να σωθεί. Οταν δεν θέλεις να πεθάνεις ξέρεις τι θα πει ζωή. Τα – τα – τα, τα πολυβόλα δεν ξέρουν ότι έχουμε μάνα. Τα – τα – τα, ένας ουρλιάζει. Ξέρετε τι θα πει ζωή…».
[ΑΥΤΟΙ] «Πρόσωπα με κράνη, χτυπάνε τις αρβύλες τους να μην ακούν την καρδιά τους. Τους έδωσαν ένα αυτόματο για να φοβούνται να πεθάνουν».
[ΚΑΙ ΤΟΥΤΟΙ] «Οι άλλοι, σας κάναν να ξεχάσετε πως τα δάκρυα μοιάζουν σε όλους, πως ο κόσμος φτάνει για όλους. Για σας μιλάμε, δήμιοι του ήλιου, εχθροί του ψωμιού, δεν σας σώζει τίποτα, μια μέρα οι αρβύλες μας θα συντρίψουν τα κόκκαλά σας».
[ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ] «Μα εσείς, εσείς που μπορείτε ακόμα να κοιτάτε τον ουρανό, εσείς που τρέμετε όταν πυροβολείτε να, εδώ είναι το χέρι μας…».
«Ενα χαρτί λένε και θα μπορείς να ζήσεις. Μα πώς θα ζήσουν χιλιάδες παιδιά χωρίς ψωμί, χιλιάδες παιδιά δίχως όνειρο;».
«Ο αξιωματικός εφόδου θ’ αργήσει, ο αξιωματικός εφόδου δεν θα ’ρθει. Εκανε να θυμηθεί τη μάνα του, μα δεν μπορούσε. Ενιωσε να κρυώνει και κρεμάστηκε μήπως ζεσταθεί. Τι ώρα να ’ναι;».
«Μυρίζει τ’ αναμμένο μέταλλο. Ο ένας σέρνεται, ο άλλος παίζει τυφλόμυγα. Ο ένας δύο τρύπες στο κεφάλι, ο άλλος τα πόδια αλλού. Πεταγμένοι σαν μπόγοι που λυθήκανε. Ζούσαν κάποτε. Κοιτάζανε τον ήλιο, ονειρευόντουσαν έναν κόσμο άλλον. Θα τους θάψουν σε λίγο. Να μπορούσε να βαδίζει κανείς μες στη λάσπη, να περιμένει όλη τη νύχτα μες τη βροχή, μα όχι να ’ναι νεκρός. Μα όχι να ’ναι νεκρός…».
«Ποιος τρελός, λοιπόν, σαλπίζει μες τη νύχτα; Ο σαλπιχτής κύριε λοχαγέ!! Τον τρόμαξαν τα πολυβόλα κύριε λοχαγέ!! Κάπου έχει κρυφτεί κύριε λοχαγέ!!
Τον βρήκαμε κύριε λοχαγέ, ένας σαλπιχτής πεθαίνει εύκολα, τα μάτια του έμειναν ανοιχτά… Μα ακούστε, δε σταματάει, δε σταματάει η σάλπιγγα κύριε λοχαγέ!!».
«Ενας τοίχος τη νύχτα χωρίζει δύο κελιά, χωρίζει δύο ανθρώπους. Δεν ξέρει ο ένας τον άλλον, μα γνωρίζονται καθώς ο δήμιος σήκωνε το χέρι του και βγάλαν την ίδια κραυγή. Τα πόδια τους σπασμένα, στριμμένα τα χέρια τους. Σέρνονται. Ακόμα λίγο, ο τοίχος είναι δίπλα. Σύντροφε μ’ ακούς, είπε χτυπώντας. Ο άλλος χαμογελάει πίσω από τον τοίχο. Ενα βασανισμένο χαμόγελο. Σε λίγο δεν θα υπάρχουν.
Χαμηλώστε, βάλτε τ’ αυτιά στον τοίχο, σ’ όλους τους τοίχους του κόσμου, ν’ ακούσετε αυτά τα χτυπήματα…».
Υ.Γ. Στη φωτογραφία του άρθρου ο Τάσος Λειβαδίτης με τον Γιάννη Ρίτσο στον Αϊ Στράτη…
*οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
E-mail: eurohania@yahoo.gr
1. Ο Αναστάσιος – Παντελεήμων Λειβαδίτης (20/4/1922 – 30/10/1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα της Αρκαδίας.
2. Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση Τόμος 1 (1950 – 1966)
3. https://el.wikipedia.org/wiki/Τάσος_Λειβαδίτης