Το παρακάτω κείμενο ας αποτελέσει ελάχιστο Αντίδωρο στη μνήμη του Ελευθερίου Εμμ. Γεωργουδάκη, του αξέχαστου φίλου, που πρόσφατα αναχώρησε για το άλλο ημισφαίριο της ζωής, του ανθρώπου που αγάπησε παθητικά τον τόπο του και κατάφερε να γίνει η “φωνή” του.
(Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω το γραφτό όπως μου το παρέδωσε στις 17-7-2015, ημέρα Παρασκευή).
«Είπα να πάρω ανάτριχα τον ποταμό τση Ζωής και να πάω πίσω ώστε να βρω καθαρό νερό να πιω, γιατί επαέ που βρίστομαι τα νερά του ποταμού πολλά θολά και βρωμεσμένα. Στέκομαι στα 1921 του ποταμού στην Μικράν Ασία στο Καρά Μπουγιού Νταγ -πρώτη του Δευτερογούλη!.. Ο Συνταγματάρχης… δούδει το σκέδιο για τη Μάχη στους Λοχαγούς του για να το κριτικάρουνε και να το εφαρμόσουνε ύστερα από λίγες ώρες. Ο τριαντατετράχρονος λοχαγός διαφωνεί για την κατακούτελη επίθεση, γιατί ο τόπος δεν βοηθά και οι σκοτωμοί θα ’ναι πολλοί κι αν υπάρξει Νίκη θα ’ναι Πύρρειος. Ομως το σκέδιο – σκέδιο και η εκτέλεσή του – Διαταγή Συνταγματάρχη.
Ήρθε η ώρα! Η επίθεση αρχινά, ο λοχαγός Δ.Ι.Μ. ομπρός προχωρούν… Απώλειες πολλές. Ο Λοχαγός μετακουνεί, προχωρά ακόμη ομπρός -με ένα μπήδο- και η τουρκική μπάλα τον εβρίστει στον ζερβό (Ν) ώμο, περνά τον πατσό (πνεύμονα) και σφηνώνεται στη ραχοκοκκαλιά (2ο σπόνδυλο).
Τον είδαν οι στρατιώτες του πως εβαρήσθη, τσιριτά ένας, πάει να τον βολοσύρει σ’ ένα ρυακοφάωμα και σκοτώνεται. Πάει δεύτερος και τρώει την μπάλα στη χέρα. Πάει και ο τρίτος και τον αποβολοσέρνει το ρυακοφάωμα και γλυτώνουνε και οι δυο.
Κι από κειά τον αποκολώσανε στο Νοσοκομείο. Τον είχανε ούλοι για σκοτωμένο.
Ένας λοχίας τον εξαρμάτωσε. Του παίρνει τα κιάλια και το περίστροφο που τα ‘χε παρμένα από έναν Τούρκο λοχαγό που τον απάλεψε αμοναχός του και τον κατάλυσε και του τα πήρε. Τονε πάνε στο χειρουργείο, του βγάνει την πάλα ο γιατρός Κορύλος και τον χειρουργεί ο γιατρός Γερουλάνος.
Πρώτη κουβέντα του τραυματία λοχαγού: “Πού είναι τα κιάλια και το (μ)πιστόλι μου;” τον καθησυχάζουν και ύστερα από ώρες έρχεται ο λοχίας… και του τα παραδούδει.
Και ο λοχαγός του λέει: “Α δε σε χρειγιαζούντουνε η πατρίδα, θα σε σκότωνα”.
Στον ίδιο θάλαμο βαριά τραυματίες ο Στρατηγός Παπαϊωάννου και ο άτυχος, αλλά ένδοξος, Υπίλαρχος Μανώλης Φρ. Σαρτζέτης από τον Πρινέ του Σελίνου. Αυτός ετραυματίστηκε εις την μάχη του Ους Σεράι κοντά στην Κιουτάχεια στσι 5 του Δευτερογούλη του 1921. Ο Λοχαγός του δούδει κουράγιο και του λέει: “Κουράγιο, θα γενούμε καλά και θα πάμε και στην Κρήτη”.
Ο Υπίλαρχος δεν εμπόριε να βγάλει άχνα. Εγραψε όμως εις το τσιγαροκούτι: “Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν, δεν έχω ελπίδα”. Και πραγματικά την ίδια νύχτα απόθανε. Υστερότερα το 1923 έγινε ένα μνημόσυνο στην Αλεξανδρούπολη για τους σκοτωμένους του Ιππικού… Στο μνημόσυνο αυτό θυμάται ο Δεκανέας του Ιππικού Ε.Μ.Γ. τους λόγους και την αναφορά για τον Σαρτζέτη: “Έπεσε μαχόμενος ως Λέων” και σημειώνει ο Ε.Μ.Γ.: “Κι εγώ σαν Κρητικός αισθάνθηκα περηφάνια και ρώτηξα άλλους ιππείς παλαιότερους και γνωστούς μου και μου είπαν ότι πρώτα επληγώθηκε στη χέρα, μετά έπιασε το χαλινάρι του αλόγου με τα δόντια και η δεύτερη μπάλα του βρήστει στο λαιμό και πέφτει…”
Αλλά ας ξαναγυρίσω στον Λοχαγό. Ο λοχαγός γύρισε στο χωριό του αργότερα. Δεκάδες γράμματα από τους συμπολεμιστές του, τού βαστούσε ο ταχυδρόμος κάθε φορά. Ένας δε από τη μάχη του Καρά Μπουγιού Νταγ που επέζησε του ‘γραφε ότι από τη μάχη αυτή γλυτώσαν μόνο (17) δεκαεφτά. Στο διάβασμα του γράμματος ήταν και ο Ε.Μ.Γ., πρώην Δεκανέας του Ιππικού Εμμ. Μιχ. Γεωργουδάκης -αργότερα παπά Δάσκαλος και ο Λοχαγός -τότε συγχωριανός του Δημητρός Ιωσ. Μιχελογιάννης. Ο παπαδάσκαλος τα κατέγραψε για να μην χαθούνε και να παίρνουνε ξόμπλια κι ορμηνειές, κατά που λέει και ο Ρωτόκριτος, οι απόγονοι και Έλληνες.
Να πως περιγράφει ο παπαδάσκαλος τον Δημητρ: 1877 – 1980, 93 ετών. Τραυματίας πολέμου δις, δικηγόρος, δεν εξάσκησε το επάγγελμα. Μεγίστη προσωπικότητα, ευπαίδευτος, σοβαρός, σώφρων, κοινωνικός, αγαθός, φιλόπατρις, ταπεινός, εξετιμάτο υπό πάντων ως ανωτάτη προσωπικότητα, είχε όλες τις αρετές του τελείου ανθρώπου. Είχε μεγάλη φήμη σε όλο τον Νομό και όσοι τον εγνώρισαν στο στρατιωτικό. Φιλόπατρις, χριστιανός, οικογενειάρχης, ευτύχησε να έχει σύζυγον την Μαρία Ι. Βασμούλη, εξαίρετη αρχόντισσα. Επολέμησε στην Ήπειρο εις την κατάληψη του Μπιζανίου, εις την Μακεδονίαν και εις την Μικράν Ασίαν, όπου ετραυματίσθη θανάσιμα. Όταν του λέγαμε να μας πει κάποια ιστορία, δεν μας έλεγε από μετριοφροσύνη. Ενώ ξέραμε τις ανδραγαθίες του. Πολλές φορές του είπα να γράψομε την δράση του, διότι είναι κρίμα να χαθεί το υλικό αυτό, όλο μου έλεγε: “Άλλη φορά”. Μια φορά του ζήτησα να μας πει πώς εξόντωσε μια περίπολο εφτά, εθύμωσε και μου είπε “αυτά δεν λέγονται”.
Σαν κυνηγός άριστος. Ουδέποτε τουφέκισε πουλί να κάθεται Το θεωρούσε υποτιμητικό. Γιατί; και απαντούσε: “Θα του δώσω την ευκαιρία να πετάξει κι αν είναι πιο γρήγορο από μένα… χαλάλι του”.
Εις την εκκλησία, κατά τη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας στεκόταν “άκουνα” ακίνητος από ευσέβεια…
Ράμνος Ραμνιώτης
Ας είναι αιωνία η μνήμη του».