«Η εξαθλίωση της Ανατολής είναι διαλεκτικά ισοδύναμη με την εξαθλίωση της Δύσης» μας έλεγε ο Δημήτρης Αποστολάκης των Χαϊνηδων, λίγα εικοσιτετράωρα πριν την επίθεση στο Παρίσι, επιβεβαιώνοντας τήν, συχνά, προφητική ικανότητα του καλλιτέχνη. Έχει μιλήσει εξάλλου πολλές φορές, μέσα από τα τραγούδια του, για πράγματα, που συνέβησαν καιρό μετά. Από τις αρχές του ’90 που μας πρωτοσυστήθηκαν οι Χαΐνηδες ήταν κριτικοί απέναντι στις κοινωνίες της αφθονίας και των θεαμάτων. Πικρή δικαίωση, για τον ίδιο, ομολογεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του, με τον λυτρωτικό τίτλο «Φτου Ξελευτερία Για Ολους», που παρουσιάζεται το απόγευμα της Τετάρτης 18/11, στο Καφέ Αλικο στου Ψυρρή.
Συγγραφέας για πρώτη φορά ο Χαΐνης. Με χαρακτηριστικά ανθρώπου της Αναγέννησης, φυσικός και μουσικός, γνωστός από τα τραγούδια του, τις παραστάσεις του, τις αφηγήσεις του, το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του. Και το βιβλίο του δεν θα μπορούσε νάναι λιγότερο απρόβλεπτο από τον ίδιο… Με τα γεγονότα να τρέχουν, όπως θα λέγανε και στις ειδήσεις, ξαφνιάζοντας συνεχώς τον αναγνώστη.
Ένα γέλιο θα σας θάψει, έλεγε ένα σύνθημα, παλιά. Κι είναι πραγματικά το γέλιο, αντίσταση κι αντίβαρο στο κλίμα που επιβάλλουν οι καιροί, και καλοδεχούμενες οι ιστορίες που στο προσφέρουν απλόχερα. Και είναι τέτοιες οι ιστορίες του Αποστολάκη. Δεινός αφηγητής ο ίδιος, σου μεταφέρει το συναίσθημά του, μέσα από μνήμες συλλογικές. Μέσα από μια γραφή ρυθμική, κινηματογραφική πολλές φορές…Από τις απαρχές του Σύμπαντος στη μετακβαντική εποχή ( ο επιστήμονας που λέγαμε), με ενδιάμεσες στάσεις σε καλούς καιρούς κι όμορφες, μέσα στο ζόρι τους, μέρες, εστιάζοντας πάντα «στον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων», που θάλεγε κι ο Καρυωτάκης.
Κι ακριβώς επειδή έχει ικανότητα να αναλύει τα πράγματα σε βάθος, μπορεί να μεταδώσει αυτά που έμαθε χωρίς νάναι διδακτικός, χωρίς να σου κουνά το δάχτυλο. Εξάλλου, οι πιο μεγάλες αλήθειες λέγονται με λόγια απλά, ή απλώς προκύπτουν, μέσα από καλά ειπωμένες ιστορίες…
Ο ίδιος θεωρεί ότι «πρέπει να σ’αλλάζει ένα έργο». «Για να κατανοήσουμε την ύπαρξη πρέπει να φεύγουμε από τη βάση στήριξής μας. Να ξεκουνηθούμε από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως καλό ή λειτουργικό» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ενώ χωρίς καμιά διάθεση να ωραιοποιήσει το παρελθόν αναφέρει: «Παλιά στα καφενεία, στα χωριά, υπήρχε ένα πλέγμα αλληλεπιδράσεων. Έπρεπε να παίρνουν αποφάσεις και να κάνουν πράγματα. Η προπόνηση του γέλιου κάθε μέρα ήταν ασυνείδητη για να φτιάξει μοναδικές ατομικότητες που μπορούν μέσα από την αυτοσκηνοθεσία τους κινητική και λεκτική, γιατί ο άνθρωπος είναι σκηνοθέτης του εαυτού του, σεναριογράφος, ηθοποιός και κινησιολόγος μαζί, να παράξουν ενδιαφέροντα. Να παράξουν γεγονότα… Η επαρχία μαστίζεται από αυτό ακριβώς, τώρα πια. Την ανυπαρξία γεγονότων. Αυτός είναι ο λόγος που ερημώθηκε και όχι η έλλειψη χρημάτων ή τροφής».
«Υπάρχει μια περιρρέουσα κατάθλιψη» συνεχίζει, αναφερόμενος στη σημερινή κατάσταση. «Σαν μια βαριά ομίχλη. Οι άνθρωποι βιώνουν μια ματαίωση. Μια ζωή περιμένουν σωτήρες και μάγους. Πρέπει να καταλάβουν ότι οι μάγοι είναι οι σχέσεις που θα φτιάξουμε εμείς από τα κάτω. Η καθημερινή ποιητική αλληλεπίδραση όλων των μελών της κοινότητας και η ανταλλαγή συναισθημάτων και γνώσεων. Τα μονοπάτια της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας. Η μόνη δυνατή λύση μιας παγκόσμιας κοινότητας που αλληλεπιδρά τώρα πια με την κινητή τηλεφωνία, το διαδίκτυο, είναι να φτιάξει μικρές ευέλικτες αυτοθεσμιζόμενες κοινότητες οι οποίες θα είναι σε συνεχή αλληλεπίδραση με όλες τις υπόλοιπες».
«Ούρλιαζαν ο Αντόρνο, το ’30, ο Μαρκούζε, ο Βέμπερ… Είναι μια εποχή που δεν μπορεί η ανθρωπότητα να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της και τίθεται το εξής ερώτημα: Γιατί οι άνθρωποι δεν επαναστατούν; Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή» υποστηρίζει ο Χαΐνης. «Αυτή τη στιγμή η εξουσία έχει δύο πραίτωρες: πρώτον το μονοσήμαντο της ερμηνείας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αν πραγματικά θέλουμε καταστάσεις γόνιμες, δημιουργικές και χαρούμενες τότε πάμε σε καταστάσεις που είναι γεννήτορες πολλαπλών ερμηνειών. Και δεύτερον την διασκέδαση. Αν κλείσεις την στρόφιγγα, ας πούμε στην Ελλάδα, που ο άλλος ξεχνιέται, αποχαυνώνεται με το ναρκωτικό της τηλεόρασης ή του σκυλάδικου ή του έντεχνου- γιατί αν το σκυλάδικο είναι η κόκα κόλα, το έντεχνο είναι η κόκα κόλα λάιτ- τα πράγματα θα κυλήσουν αλλιώς. Φταίμε όλοι γι αυτή την κατάσταση . Φταίει ότι δεν υπάρχει ένα υψηλό επίπεδο διάχυσης πολιτισμικού κεφαλαίου από την παγκόσμια παράδοση μέχρι την λαϊκή μας κουλτούρα.Γι’αυτό είναι αβάσταχτα πια τα πανηγύρια σήμερα. Στην ουσία το πανηγύρι είναι η έγερση του παντός. Κάποιος που πανηγυρίζει έχει προπληρώσει το αντίτιμο της θυσίας και μετά το πανηγύρι δεν είναι ποτέ ο ίδιος» όπως παρατηρεί.
«Τώρα» συνεχίζει ο Αποστολάκης «το πανηγύρι είναι επίδειξη πολλών νεόκοπων αρχετύπων. Ειδικά τα καλοκαιρινά πανηγύρια είναι εντελώς τουριστικοποιήμενα. Οι νεοέλληνες που τρέχουν στο νησάκι να βρουν το πανηγύρι του ‘Αη Λια σαν απόδραση από την καταπίεση πούχουν βιώσει τον χειμώνα, δεν μπορούν να αφεθούν. Πώς ν’αφεθεί και να χαρεί ο προσωρινά δραπέτης, αφού ξέρει ότι θα επιστρέψει στην φυλακή του; Είναι σκληρό ναρκωτικό η διασκέδαση. Προτιμώ, όπως ακριβώς το λέγανε στην Σχολή της Φραγκφούρτης, να περάσουν βομβαρδιστικά αεροπλάνα από πάνω μου παρά να διασκεδάζω. Είναι ξεκάθαρο ότι όποιος διασκεδάζει δηλώνει συνειδητά ή ασυνείδητα ότι είναι υποταγμένος. Είναι άλλο πράγμα η ψυχαγωγία. Πάνω και πέρα από όλα. Υψηλού επιπέδου έκσταση. Είναι μακρύς ο δρόμος για να γιορτάσουμε, να ψυχαγωγηθούμε. Πρέπει να εφευρεθεί καινούρια εθιμοτυπία. Πρέπει να βρούμε ομάδες, κοινότητες που να μπορούν να γιορτάσουν όλες μαζί μικρά κατορθώματα, μικρές προσμονές ή μεγάλες προσμονές μικρά η μεγάλα δημιουργήματα – συμπλεύσεις με την φύση ακολουθώντας τους αιώνιους κύκλους της. Και τότε οι γιορτές, η ψυχαγωγία και όχι η διασκέδαση θάρθουν αβίαστα».
Ο ίδιος ζει λιτά, δεν πολυβγαίνει παρά, όπως ο Ρίλκε όταν «είναι να βρεθεί με κάποιον που ξέρει να του πει ένα μυστικό». Παρέα του οι δικοί του σύντροφοι: ο Ντοστογιέφσκι, ο Ρεμπό, ο Ταρκόφσκι, ο Χέγκελ ή ο Πλάτωνας. Ο Τσιτσάνης ή ο Σκορδαλός, ο Μπαχ ή ο Γκίζι Ντιλέσπι…
Είναι βαθιά πεπεισμένος ότι τα πιο ουσιαστικά πράγματα στη ζωή δεν μετριούνται. «Όπως η αγάπη της μάνας, η γεύση του καφέ, το γέλιο, το όνειρο». Και βαθιά αισιόδοξος ότι «θα υπάρξει μια γενιά που θα αμφισβητήσει τη μοναχικότητα, που της έχει επιβληθεί. Θα αμφισβητήσει τον ατομικισμό με τον δικό της τρόπο».
Και είναι στ’αλήθεια πολύ πειστικός όταν περιγράφει πως θα γίνει η ουτοπία πραγματικότητα, τελειώνοντας μια και καλή με κάθε είδους κρίση…
«Θέλουμε έναν καινούριο τύπο ανθρώπου, ο οποίος κυοφορείται από τον πλανήτη εδώ και κάτι αιώνες. Τόχουν διαπιστώσει φιλόσοφοι και ποιητές. Γιατί μόνο αυτός μπορεί να εξελιχθεί και να επιβιώσει στα νέα δεδομένα, που έχουν μια ισχυρή απαίτηση από εμάς. Απέναντι στην δίψα για εξουσία και για χρήμα και για κατασπατάληση των φυσικών πόρων πρέπει να υπάρξει ένας καινούργιος Homo universalis. Απέναντι στο παγκοσμιοπιημένο εμπόριο να υπάρξει το οικουμενοποιημένο συναίσθημα και η διεθνοποιημένη γνώση. Απέναντι στην παγκοσμιοποίηση των αγορών τοποθετείς κάτι που είναι πιο δυνατό και που μπορεί να γοητεύσει. Θα το κουβαλήσουν αυτό στους ώμους τους, όπως γινόταν πάντα, οι “ιερές” μειοψηφίες. Αυτοί που μπορεί να είναι λίγοι, αλλά είναι γεροί κουβαλητές. Και θα δώσουν και στους άλλους, κάποια στιγμή, να καταλάβουν ότι οι λαοί, όπως και οι άνθρωποι, δεν είναι αυτό που έχουν, αλλά αυτό που δίνουν».