Ο Δημήτρης Καρακίτσος (Βόλος, 1979) έχει εκδώσει τα βιβλία Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου (Το Ροδακιό 2012), Βένουςμπεργκ (αντίποδες 2015), Παλαιστές (Ποταμός 2016), Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε (Ποταμός 2016), Ζαχαρίας Σκριπ (Ποταμός 2019), Ιστορίες της Μάντσας (Θράκα 2020). Με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Ο Δον Υπαστυνόμος (αντίποδες 2020) του ζητήσαμε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ιδού τι μας απάντησε!
Πες μας δυο λόγια για τον Δον Υπαστυνόμο και τη διαδικασία γραφής.
Δεν θα κάνω περίληψη, με ενδιαφέρει να μιλήσω για πράγματα που ίσως να μην απασχόλησαν τους περισσότερους αναγνώστες. Στο βιβλίο ο ήρωας προσπαθεί να φτάσει στην αλήθεια από αντικρουόμενες και ανατρεπτικές μαρτυρίες (να το πούμε απλά, το κάθε πρόσωπο εκεί μέσα λέει ό,τι του καπνίσει), κι αυτό το έκανα προκειμένου να περιγράψω τη σύγχρονη συνθήκη: μια κοινωνία που έχει χάσει κάθε σημείο επαφής. Το κενό αυτό θα αποπειραθεί να το αναπληρώσει ο αφηγητής, που παρακολουθεί τα πάντα από τον Πολικό Αστέρα, και παίζει τον ρόλο του σταθερού σημείου. Στο τέλος μάλιστα, με το χάος έτοιμο να καταπιεί τα πάντα, είναι αυτός που θα δώσει τη λύση στο μυθιστόρημα.Ήθελα να κάνω διάφορα πράγματα εκείνη την εποχή (το βιβλίο το έγραψα το φθινόπωρο του 2015). Σκεφτόμουν ότι θα ήταν διασκεδαστικό να ανακατέψω μεταξύ τους διάφορα είδη. Πχ το λαϊκό παραμύθι με την πορνογραφία, το αστυνομικό νουάρ με τον σουρεαλισμό. Με κέρδισε ο δεύτερος συνδυασμός, το βασικό όμως πρόβλημα όταν γράφεις είναι (πάντα) η γλώσσα. Δηλαδή: ποια γλώσσα σε εξυπηρετήσει. Σε αυτό πρέπει να πω ότι δεν πήρα βοήθεια ούτε από τους δικούς μας ούτε από τους ξένους σουρεαλιστές λογοτέχνες. Αντίθετα, μια ταινία του Κοκτώ ήταν που με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα: το φιλμ Le sang di un poete. Με βοήθησε δηλαδή να καταλάβω ότι πρέπει να βασιστώ στο μάτι.
Τοποθετείς την ιστορία σου σ’ ένα χωριό της Μάντσας στη δεκαετία του ’40. Τι είναι εκείνο που σε οδήγησε ως εκεί; Γύρευες κάτι συγκεκριμένο;
Το είχα σκεφτεί κάποτε: να φέρω τους ήρωες εδώ, στην Ελλάδα, να τους δώσω ελληνικά ονόματα, να μεταφέρω τα τεκταινόμενα σε μια γωνιά της επαρχίας: στις Σέρρες ή στην Κόρινθο. Αλλά ο Δον υπαστυνόμος βασίστηκε στον μυθικό ήρωα του Θερβάντες. Πώς να το παρακάμψεις αυτό; Κατά τα άλλα, προτιμούσα να αποφύγω τα κινητά τηλέφωνα, τους υπολογιστές και τις μηχανές αναζήτησης (πόσο άχαρο είναι, νομίζω, να γράφεις αστυνομικά τη σήμερον ημέρα!) – και δεν είναι μόνο αυτό. Ο Δον υπαστυνόμος εκτυλίσσεται σε μια εποχή όπου το καθεστώς Φράνκο έχει εδραιωθεί και είναι παντοδύναμο. Οι ήρωες του βιβλίου φαίνεται να έχουν αποδεχτεί την πολιτική κατάσταση. Κι από αυτή την άποψη ίσως μοιάζουν με εμάς: έχουν συνάψει με τους κυβερνήτες τους το ίδιο ακριβώς κοινωνικό συμβόλαιο. Μας αφήνετε στο ιδιωτικό μας χάος, σας αφήνουμε να κυβερνάτε. Αδιαφορεί ο ένας για τον άλλον και πάμε παρακάτω. Αν λοιπόν θέλετε να μάθετε ποιος έδωσε λευκή επιταγή στις ελίτ να κυβερνούν όπως κυβερνούν, πάρτε την αλάνθαστη μέθοδο του Τζόυς στον Οδυσσέα του και εξετάστε ένα συνηθισμένο εικοσιτετράωρό σας.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί η -τουλάχιστον- ευφάνταστη ονοματοποιία των χαρακτήρων. Αναρωτιέμαι αν είναι καθαρά απόρροια έμπνευσης και μιας παιγνιώδους διάθεσης ή αν κρύβει και κάτι το σημειολογικό.
Αυτό που με κουράζει στα βιβλία των Ισπανών ή ισπανόφωνων συγγραφέων είναι τα Γκουτιέρες, Μάρκες, Γκονζάλες κ.ο.κ., δεν μπορώ να τα συγκρατήσω – μου φαίνονται ίδια. Η λογική λοιπόν ήταν να χρησιμοποίησω τραβηγμένα ονόματα. Όταν έφτασα πρώτη φορά ενώπιον του Ιαβέρη Κούγκατ Περφίντια έτυχε να ακούω το τραγούδι Perfidia από την ορχήστρα του Xavier Cougat. Το πληκτρολόγησα και είδα ότι καθόταν μια χαρά στο μάτι. Ο μάγειρας Γουαδαλκιβίρ πήρε το όνομά του από τον γνωστό ποταμό. Ο Κάντογκαν από τον ήρωα ενός αγγλικού αστυνομικού κυθιστορήματος που διάβαζα την εποχή που οι τράπεζες είχαν κατεβάσει ρολά. Όλα έχουν να κάνουν με το αυτί και με το μάτι: όσο πιο τραβηγμένα, τόσο πιο εύκολα χαράζονται στη μνήμη.
Ανάμεσα σ’ άλλα, εκείνο που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη είναι η πλούσια γλώσσα που χρησιμοποιείς, λέξεις εξεζητημένες και αναπάντεχες παρομοιώσεις, που δεν συνηθίζονται στην αστυνομική λογοτεχνία. Πετυχαίνεις μάλιστα τα στολίδια αυτά όχι μόνο να μη βαραίνουν το μυθιστόρημα αλλά να το αναδεικνύουν. Υπήρξαν ενδοιασμοί ως προς αυτό είτε κατά τη διάρκεια της συγγραφής είτε της επιμέλειας;
Γυρίζω στο φθινόπωρο του 2015, τι θυμάμαι από εκείνη την εποχή; Τη λιτότητα. Λέξη που άκουγες από τα χείλη όλων: από τους Ευρωπαίους εταίρους μας, από την κυβέρνηση, από τους δημοσιογράφους – όλοι την παπαγάλιζαν. Μου ήταν δυσάρεστο να την ακούω, όντας άνεργος εκείνη την εποχή. Άρα δεν υπήρχε καν ζητούμενο για μένα: θα έγραφα σε μια γλώσσα μπαρόκ, ένιωθα την ανάγκη να γυρίσω την πλάτη στη Σφίγγα της επικαιρότητας. Τη στιγμή βέβαια που το είπα αυτό, είδα αμέσως όραμα: δυο τρεις ανθρώπους να λένε ότι ο Δον Υπαστυνόμος είναι μόνο ύφος. Επειδή όμως οι συγγραφείς δεν γίνεται να γράφουν τα βιβλία τους κάτω από απειλές, υπαρκτές ή ανύπαρκτες, αδιαφόρησα και γύρισα στο έγγραφό μου: ζούσαμε στην Αταλάντη τότε, σε ένα σπίτι κοντά στην πλατεία. Όλο Κυριακές με βροχή θυμάμαι, και εμένα στο καθιστικό-κουζίνα, με τον υπολογιστή κι ένα φλιτζάνι καφέ.
Ποια είναι αλήθεια η σχέση σου με τους επιμελητές; Τους θεωρείς εν δυνάμει φίλους ή εχθρούς;
Πριν εκδοθεί το βιβλίο, κάπου στη μέση ο υπηρέτης Κάντογκαν βγαίνει από το ταξί, δίνει πουρμπουάρ στον υπάλληλο που τον υποδέχεται, πιάνει κουβέντα μαζί του και, λίγο πριν περάσει στα λασπόλουτρα, κάνει κίνηση για να δώσει πουρμπουάρ. Δεν το είχα προσέξει αυτό, δεν το είχα δει. Ευτυχώς όμως το παρατήρησε ο Κώστας Σπαθαράκης. Το διορθώσαμε, και τώρα, ο μόνος που γκρινιάζει είναι ο υπάλληλος που έχασε το δεύτερο χαρτονόμισμα. Πάντα είναι χρήσιμη μια δεύτερη ματιά. Έχω εργαστεί ως επιμελητής και ξέρω πόσο άσχημο είναι να μην μπορείς να συνεννοηθείς με τον συγγραφέα. Γενικά μιλώντας, ο κόσμος της λογοτεχνίας είναι συναρπαστικός, δεν πλήττεις εύκολα.
Απέξω τουλάχιστον μοιάζει σαν να γράφεις διαρκώς, ισχύει κάτι τέτοιο; Όσο γράφεις, ζητάς τη γνώμη κάποιου ή κάποιων; Έχεις βρει τον ιδανικό σου αναγνώστη;
Μια πρόταση να γράψεις, εννοώ στην προσπάθειά σου να καταλάβεις τι είναι η λογοτεχνία, και μετά δεν μπορείς να σταματήσεις. Ξέρετε τι πιστεύω; Όπως με τα ξόρκια, έτσι και εδώ, φτάνει να βρεις τις σωστές λέξεις και να τις βάλεις στη σειρά. Κι αυτό προσπαθώ να κάνω. Μόνο που πρέπει να πιέζεις όσο μπορείς τη γλώσσα. Τη σύνταξη, τις προτάσεις, τους ήχους της, τα δομικά της στοιχεία.
Κάτι καλό που διάβασες τώρα τελευταία;
Αυτή την εποχή προσπαθώ να γράψω το επόμενο βιβλίο μου, έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, και η ανάγκη να το γράψω με έσπρωξε, ύστερα από ποικίλες αναγνωστικές διαδρομές, στο Σατυρικόν του Πετρωνίου, που είναι ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Το δίδυμο Ασκύλτος-Εγκόλπιος σε παίρνει από το χέρι και σε ξεναγεί σε έναν κόσμο που ούτε δικός τους είναι πια ούτε δικός μας. Άλλωστε η παλαβή και αλήτικη φιλία των δύο νέων (που δεν αργεί να γυρίσει σε έχθρα και ξανά σε φιλία) μοιάζει με πασπαρτού: το κοιτάς και λες θα το κλέψω και θα μπω σε όποιο δωμάτιο θέλω. Το ερώτημα τελικά είναι αν κερδίζεις κάτι από τα βιβλία – από τα βιβλία γενικώς. Η μόνη απάντηση που μπορώ να δώσω είναι: έναν άλλο τρόπο ζωής. Αλλά ας μην κρίνουμε τίποτα εκ των προτέρων.