Τα διαδοχικά κύματα ακρίβειας είναι η νέα πραγματικότητα που πλήττει
την παγκόσμια οικονομία τους τελευταίους μήνες. Η αύξηση του κόστους μεταφορών μέσα στην πανδημία και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησαν στην αύξηση τιμών, ειδικά στην ενέργεια. Τα δημόσια οικονομικά δοκιμάζονται και τα εισοδήματα των πολιτών -ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων οικονομικά- πιέζονται από τις νέες συνθήκες.
Στην Ελλάδα ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο η κυβέρνηση έλαβε τα πρώτα μέτρα με τις επιδοτήσεις ενέργειας, οι οποίες κλιμακώθηκαν στη συνέχεια με μέτρα που λήφθηκαν και για τα καύσιμα. Επιπρόσθετα, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες ότι από την 1η Μαΐου θα δοθεί και η δεύτερη δόση γενναίας αύξησης στον κατώτατο μισθό, με τις πληροφορίες να την τοποθετούν πάνω από το ύψος του πληθωρισμού. Παράλληλα ανακοίνωσε και μια σειρά από μέτρα κοινωνικής στήριξης, π.χ. στο πεδίο της κοινωνικής κατοικίας, ενώ ο Υπουργός Εργασίας προανήγγειλε και αυξήσεις στις συντάξεις. Συνολικά η κυβέρνηση έχει ήδη διαθέσει 4 δισ. ευρώ σε μέτρα στήριξης και έχουν ήδη προβλεφθεί επιπλέον πόροι για το επόμενο διάστημα.
Το κλειδί, ωστόσο, βρίσκεται στην αντίδραση και στα μέτρα που είναι διατεθειμένη να πάρει κεντρικά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί η Ελλάδα έχει σχέδιο και προτάσεις, τις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εκθέσει με σαφήνεια. Μίλησε για την ανάγκη επιβολής πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου αλλά και για την αξιοποίηση των 230 δισ. ευρώ που έχουν παραμείνει αδιάθετα στο Ταμείο Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Αυτά θα διεκδικήσει η χώρα μας μαζί με άλλες κυβερνήσεις στο επόμενο Συμβούλιο Κορυφής. Την ίδια στιγμή ο Πρωθυπουργός έχει καταστήσει σαφές ότι αν δεν επιτευχθεί συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν οι επιλογές λήψης εθνικών μέτρων και της φορολόγησης των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας.
Όλα αυτά συνθέτουν μια μεθοδική και αποτελεσματική προσπάθεια αντιμετώπισης της ακρίβειας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα των όσων ακούγονται από την αντιπολίτευση και ιδιαίτερα την αξιωματική. Μιλώντας την περασμένη Πέμπτη στο συνέδριο του κόμματός του ο Αλέξης Τσίπρας εξήγγειλε με χαρακτηριστική άνεση πολλά, σαν να μην πέρασε μια ημέρα από το 2014. Σαν να μην κυβέρνησε ποτέ μαζί με τον Πάνο Καμμένο. Σαν να μην διαχειρίστηκε ποτέ εθνικούς προϋπολογισμούς και δημόσιο χρήμα.
Μετά από μια δεκαετία μνημονίων, που χαρακτηρίστηκε από ύφεση και λιτότητα, ήρθε η πανδημία και τώρα η ρωσική εισβολή να θέσουν και πάλι την εθνική οικονομία και τους πολίτες σε δοκιμασία. Ανήκω σε μια γενιά η οποία κοινωνικά και επαγγελματικά μεγάλωσε σε αυτές τις συνθήκες και έχει πληρώσει αυτές τις δυσκολίες. Την ίδια στιγμή, όμως, έχουμε αποκτήσει συναίσθηση ευθύνης και αντίληψη ρεαλισμού για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Δεν θέλουμε να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, εκείνα που οδήγησαν στον εκτροχιασμό της εθνικής οικονομίας και στην υποθήκευση του δικού μας μέλλοντος. Η δημοσιονομική υπευθυνότητα και η στήριξη των πολιτών με σαφή κριτήρια, ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα, είναι οι μόνες κινήσεις που δίνουν στη γενιά μου τη βεβαιότητα ότι δεν θα ξαναζήσουμε μνημόνια.
Αυτός είναι και ο δρόμος που έχει επιλέξει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν σαφής το περασμένο Σάββατο μιλώντας στο Ηράκλειο. Απέναντι στην ανεύθυνη δημοσιονομική πλειοδοσία της αντιπολίτευσης, ο Πρωθυπουργός προέταξε ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο πρόγραμμα παρεμβάσεων του κράτους υπέρ των εισοδημάτων των πολιτών.
Με μέτρα υπολογισμένα και στοχευμένα που θα στηρίξουν τους πολίτες, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά, επαναφέροντας τους εφιάλτες του πρόσφατου παρελθόντος. Γιατί η κοινωνική προστασία χωρίς δημοσιονομική υπευθυνότητα είναι κενό γράμμα.