Η Δημοτική Αγορά Χανίων αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τοπόσημα των Χανίων.
Η ιστορία του είναι συνυφασμένη με τις μνήμες και τις μικρές καθημερινές ιστορίες όλων των Χανιωτιών, ανδρών και γυναικών, μικρών και μεγάλων, τώρα και πάνω από έναν αιώνα.
Ένα μνημείο που, σε αντίθεση με πολλά άλλα, αρνείται να μπει στο… μουσείο. Αντίθετα, παραμένει για σχεδόν 110 χρόνια ένας χώρος ζωντανός, οικείος και χρήσιμος για τη ζωή της πόλης. Είτε για να καλύψει τις ανάγκες για το καθημερινό ή το εορταστικό τραπέζι των νοικοκυριών είτε για να στεγάσει λίγες στιγμές αναψυχής και χαλάρωσης, συνοδευόμενες από λαχταριστούς μεζέδες, σε κάποιο από τα μαγαζιά του.
Με αφορμή τις εργασίες ανακαίνισης της Δημοτικής Αγοράς, οι οποίες αναμένεται να ξεκινήσουν τις επόμενες ημέρες και σηματοδοτούν μια αλλαγή σελίδας για το μνημείο, οι “διαδρομές” γυρίζουν πίσω το ρολόι του χρόνου και ταξιδεύουν στην εποχή που χτίστηκε η “Νέα Αγορά Χανίων”, αλλά και στις αναμνήσεις ανθρώπων που ως επαγγελματίες η ζωή τους “δέθηκε” με το ιστορικό αυτό κτήριο.
Γεύσεις και αρώματα άλλων εποχών
Στη Δημοτική Αγορά μεγάλωσε ως παιδί ο κ. Σταύρος Μαρμαριτσάκης καθώς το 1928 ο πατέρας του Σταμάτης άνοιξε μαγειρείο με “αγνό πατσά” για τους ανθρώπους που τελείωναν από τη δουλειά τους τα ξημερώματα. Μέχρι πρόσφατα, λίγο πριν την ανακατασκευή της Αγοράς η ταβέρνα είχε επεκταθεί σε διπλανό χρόνο (από την μεριά των Ψαράδικων) και λειτουργούσε με επιτυχία από τον γιο του, Σταμάτη. Πλέον η επιχείρηση θα λειτουργεί σε νέο χώρο στην πόλη στην οδό Κ. Σφακιανάκη 4-6, έως ότου ολοκληρωθούν οι εργασίες της Αγοράς.
«Από 12 χρονών πηγαινοερχόμουν Αγορά – Αϊ Γιάννης και βοηθούσα τον πατέρα στη ταβέρνα ενώ δούλευα και σε άλλες δουλειές μέσα στην Αγορά. Ήμασταν πιτσιρίκια και θέλαμε λεφτά όποτε κάναμε και κανένα χαμαλίκι στην Αγορά π.χ. να γεμίσουμε τις βαρέλες νερό, να πουλάμε χαρτί για ψάρι. Τότε ο Σταθάκης είχε βγάλει ένα καΐκι το “Δώρα” και όλος ο κόσμος έμπαινε στην Αγορά για να ψωνίσει ψάρι και κάθε λογής τρόφιμα. Δεν είχε τότε σούπερ μάρκετ ή μεγάλα μαγαζιά έξω στην πόλη. Μέσα στην Αγορά υπήρχαν δύο μεγαλο-μπακάλικα όπως των Αδελφών Μαυρογένη και Αδελφών Σαββάκη. Θυμάμαι πως στις αρχές, το 1928 ήταν δύο έμποροι Οθωμανικής καταγωγής τα αδέλφια, Σαΐτης και Μεμέτης και δίνανε κρέατα στον πατέρα μου λέγοντάς του πως μπορούσε πρώτα να πουλήσει τις μερίδες το φαγητό και μετά να τους δώσει τα λεφτά, επειδή τον συμπαθούσαν ως άνθρωπο. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολα τα πράγματα. Έπειτα με τις ανταλλαγές φύγανε από τα Χανιά.
Έπειτα θυμάμαι το ’60 που πήγα φαντάρος και είχε αρρωστήσει ο σιτιάρχης, ο Διοικητής μου είχε αναθέσει να κάνω ψώνια για τον Λόχο από τη Δημοτική Αγορά, επειδή ήξερα τα μαγαζιά, και είχαμε πάρει κάθε λογής πράγματα από του Σαββάκη.
Όταν τελείωσα από το Στρατό και το μαγαζί είχε δουλειά, ο πατέρας μου με ρώτησε εάν θα το αναλάβω. Και του απάντησα πως θα κάτσω. Γιατί όταν κάνεις μια δουλειά πρέπει να την αγαπάς. Κι εγώ ασφαλώς την αγαπούσα. Έπειτα έκανα οικογένεια και ο γιος μου ο Σταμάτης όταν έγινε 15 χρονών, ήθελε να το αναλάβει, κάναμε ανακαίνιση και σταδιακά επεκταθήκαμε δίπλα. Εκείνα τα χρόνια βγάζαμε 70-100 μερίδες. Ήταν πάρα πολλοί οι εργάτες. Ξυπνούσαμε 4 τα ξημερώματα και 7:30 το πρωί είχαμε βγάλει το μεροκάματο».
«Η Αγορά ήταν διαφορετικά τότε. Πώς είναι σήμερα γεμάτη κόσμο κάθε Καθαρά Δευτέρα; Έτσι ήταν τότε όλες τις ημέρες. Χωριστά τα χασάπικα, χωριστά τα ψαράδικα κ.λπ. Εκεί που βρισκόταν ο Δαμίγκος ήταν τότε 6-7 ψαράδικα. Και από την κάτω πλευρά της Αγοράς τα χασάπικα, περίπου 15-30. Ξεχωριστά τα μανάβικα και τα μπακάλικα. Έμπαινες μέσα στην Αγορά και έπαιρνες ό,τι ήθελες» μας διηγείται ο κ. Μαρμαριτσάκης ο οποίος κάνει αναφορά σε χανιώτικες φυσιογνωμίες που σύχναζαν στη Δημοτική Αγορά και δεν υπάρχουν πια, όπως οι Κοντογιάννης, Μάραθας, η Βασίλω κ.ά.».
«Όλοι οι μαγαζάτορες ήμασταν αγαπημένοι και κοιτάζαμε πώς θα βγει το μεροκάματο. Άμα έβγαινε ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι».
Το πρώτο εμπορικό κέντρο της πόλης
Μια αναδρομή στη δεκαετία του 1970 και στη ζωή που είχε τότε η Δημοτική Αγορά κάνουμε μέσα από τις διηγήσεις του κ. Γιώργου Τραχαλάκη, ο οποίος διετέλεσε επί 33 χρόνια πρόεδρος των Κρεοπωλών και 20 χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Καταστηματαρχών Δημοτικής Αγοράς.
«Ο πατέρας μου είχε τότε μαγαζί στην πλατεία Χορτατσών, δίπλα στην Αγορά και πουλούσε πάγο και ζωντανά κοτόπουλα. Όταν φύγαμε από εκεί, ανοίξαμε το κρεοπωλείο μέσα στη Δημοτική Αγορά. Τότε η Αγορά είχε 33 κρεοπωλεία, 22 μπακάλικα, περίπου 10 ψαράδικα, καφενεία, πατσατσίδικα και ουζερί. Και φυσικά σχεδόν όλα τα εμπορικά μαγαζιά λειτουργούσαν εδώ μέσα. Εδώ ήταν το πρώτο εμπορικό κέντρο της πόλης, την εποχή εκείνη. Όλες οι εμπορικές συναντήσεις – συναλλαγές γίνονταν εδώ. Το σημείο συνάντησης ήταν εδώ, γιατί η Αγορά ήταν μία.
Η αγορά των τροφίμων, το εμπόριο των Χανίων έσφυζε εδώ» μας λέει ο κ. Τραχαλάκης και προσθέτει:
«Όλοι οι μαγαζάτορες είχαμε πολύ σύμπνοια μεταξύ μας, ψώνιζε ο ένας από τον άλλον, υπήρχε δηλαδή αλληλοστήριξη και συνεργασία. Όταν δεν είχε ο ένας κάποιο τρόφιμο, σύστηνε στον πελάτη το δίπλα μαγαζί, ώστε να μην φύγει ο πελάτης μέσα από την Αγορά. Εκτός από το Πάσχα και τα Χριστούγεννα η Αγορά έσφυζε από ζωή σε όλες τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές του χρόνου π.χ. του Αγ. Ιωάννη, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγ. Αντωνίου, του Αγ. Γεωργίου, αφού όλοι έρχονταν εδώ για τις αγορές των εορτών τους. Όταν δεν είχαμε δουλειά βάζαμε στη μέση ένα τραπεζάκι με όλα τα καλούδια και κάναμε παρέα. Εδώ στην Αγορά είναι όλη μας η ζωή».
Ο κ. Τραχαλάκης θυμάται ότι όλες οι προσωπικότητες που επισκέπτονταν τα Χανιά θα περνούσαν μια βόλτα από την Δημοτική Αγορά.
«Η Αγορά άνοιγε το πρωί στις 6 και έκλεινε στις 12 τα μεσάνυχτα, καθημερινές και Σάββατο. Θυμάμαι ένα βράδυ γύρω στις 9 είδα μια παρέα ατόμων που συνόδευαν κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Στην αρχή φοβήθηκα αλλά καθώς με πλησίασαν μου μίλησαν με σπαστά Ελληνικά πως απλά έκαναν μια βόλτα. Όπως έμαθα είχε έρθει ιγκόγνιτο στα Χανιά, ο πρόεδρος της Ανατολικής Γερμανίας Έρικ Χόνεκερ και λίγο πριν το ταξίδι του προς Ελούντα όπου θα συναντούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου, ήθελε να κάνει μια βόλτα στην πόλη και θέλησε να δει πρώτα τη Δημοτική Αγορά. Έπειτα όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και βουλευτές έχουν περάσει από εδώ: Πολυχρονίδης, Παπαδόπετρος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κώστας Σημίτης κ.ά.».
Ο παραδοσιακός χαρακτήρας της
Ιστορικά, η Αγορά συνέδεσε την παλιά πόλη με την νέα πόλη, την Τουρκοκρατία με την ελεύθερη Ελλάδα, την Κρητική Πολιτεία με την Ένωση με την μητέρα πατρίδα, δεν μπορεί να αποτελεί κάτι άλλο από έναν χώρο όπου παρουσιάζεται η ιστορία και η παράδοση της Κρήτης, μας λέει ο Παναγιώτης Κλειδαράς, πρόεδρος του Συλλόγου Καταστηματαρχών Δημοτικής Αγοράς και ιδιοκτήτης καταστήματος με κρητικά, παραδοσιακά προϊόντα από το 2008.
«Όταν πήρα το μαγαζί στη Δημοτική Αγορά τα πράγματα ήταν δύσκολα λόγω της ανάπτυξης των σούπερ μάρκετ. Όμως επειδή προσωπικά έχω μια… τρέλα με τα κρητικά παραδοσιακά προϊόντα και πιστεύω στις προοπτικές τους, επένδυσα σε αυτά. Το λάδι, τα βότανα, το μέλι της Κρήτης, το αρτοσκεύασμα και τόσα άλλα είναι προϊόντα μοναδικά. Πιστεύω ότι η Δημοτική Αγορά ξεχωρίζει για τον παραδοσιακό της χαρακτήρα, αυτό είδαν και πολλοί επαγγελματίες της νέας γενιάς που άνοιξαν εδώ τις επιχειρήσεις τους.
Η Αγορά πρέπει να συμβολίζει παράδοση. Και εάν συμβολίζει παράδοση, συμβολίζει και γεωγραφικό προσδιορισμό “Κρήτη”, δεν μπορεί να συμβολίζει τίποτε άλλο. Η Αγορά μπορεί να κάνει ένα “πάντρεμα” εστίασης, γαστρονομίας με παραδοσιακά προϊόντα, αποτελώντας έναν χώρο ελκυστικό για Έλληνες και ξένους, επισκέπτες.
Μια “κυρία” 109 ετών
Η “γέννηση” της Δημοτικής Αγοράς χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως πρόσφατα έγραψε στα “Χ.ν.” ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ Αντώνης Σκαμνάκης, η πρώτη απόφαση για τη δημιουργία Δημοτικής Αγοράς ελήφθη στις 22 Δεκεμβρίου του 1903 επί Δημαρχίας Νικολάου Σκαμνάκη.
Σε σχόλιό της επί της της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Χανιών, η εφημερίδα “Πατρίς”, στις 25 Δεκεμβρίου 1903, σημειώνει ότι αρχικώς αποφασίστηκε η κατασκευή λαχαναγοράς και ανατέθηκε «εις τον κ. Δήμαρχον την μελέτην του σχεδίου, τον καταρτισμόν του προϋπολογισμού και πάντων των σχετικών προς το έργον». Ο τότε δήμαρχος προχώρησε επίσης σε ζωτικές ενέργειες για την προώθηση του έργου και συγκεκριμένα στην απόκτηση δημοτικής περιουσίας προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές (στο πλαίσιο η δημοτική αρχή διεκδίκησε την παραχώρηση στον Δήμο Χανιών του νότιου μέρους των τειχών από τη σημερινή οδό Πειραιώς έως και την οδό Δασκαλογιάννη στη Σπλάντζια) και στην εξασφάλιση οικονομικών πόρων για την υλοποίηση των σχεδίων του.
Ειδικότερα, για το θέμα του δανείου η τότε δημοτική αρχή έλαβε την απόφαση για τη λήψη δανείου από την Τράπεζα Κρήτης, ποσού 456.000 δραχμών, από το οποίο το μεγαλύτερο μέρος θα αφορούσε στην κατασκευή του υδραγωγείου και τα υπόλοιπα θα διοχετευόνταν για την κατασκευή δημοτικής αγοράς και δημοτικού καταστήματος.
Ο σχεδιασμός κατασκευής της Δημοτικής Αγοράς επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο του 1908.
«Στις 13/6/1908 συζητήθηκε σε ολομέλεια του Δημοτικού Συμβουλίου το θέμα ανέγερσης Δημοτικής Αγοράς. Το Δημοτικό Συμβούλιο ψήφισε την πρόταση, που ήταν σε άμεση συνάρτηση και με άλλα έργα ανάπλασης και εξωραϊσμού της πόλης και στις 8/8/1908 η αρμόδια για την Αγορά Επιτροπή ανακοίνωσε στο Συμβούλιο το οριστικό σχέδιο του κτηρίου, τις προτάσεις για σχετικές εργασίες (κατεδάφιση προμαχώνα Piatta Forma, επιχωμάτωση της τάφρου, αποζημίωση ιδιοκτητών, κατασκευή υποστέγων, κλπ.) καθώς και τον προϋπολογισμό εξόδων του έργου που ανέρχονταν σε 320.000 δρχ», αναφέρει η ειδική συνεργάτιδα των Γενικών Αρχείων του Κράτους Ζαχαρένια Σημανδηράκη η οποία στο βιβλίο της “Δημοτική Αγορά Χανίων – 80 χρόνια (1913-1993)” περιγράφει με λεπτομέρειες το χρονικό ύπαρξης και λειτουργίας του μνημείου μέχρι τις μέρες μας.
«Τον Φεβρουάριο του 1909 ο μηχανικός Κ. Δρανδάκης τελειοποίησε τα σχέδια της Αγοράς και συμπληρώθηκε έτσι ο σχετικός φάκελος που είχε αρχίσει να καταρτίζει παλαιότερα ο μηχανικός Μιχ. Σαββάκης. Στις 7/12/1910 η Τράπεζα Κρήτης εγκρίνει την παροχή δανείου 300.000 δρχ με υποθήκη το ίδιο το κτίσμα και τα μελλοντικά ενοίκια των καταστημάτων και στις 23/12/1910 γίνεται δημοπρασία για την εκτέλεση του έργου», αναφέρει η κα Σημανδηράκη.
Η αντίστροφη μέτρηση για την ανέγερση του εντυπωσιακού κτηρίου είχε ξεκινήσει και η θεμελίωση πραγματοποιήθηκε από τον δήμαρχο Εμμ. Μουντάκη την 14/8/1911.
«Το έργο ξεκίνησε και αν και στην πορεία προέκυψαν διάφορες δυσκολίες, ευτυχώς αυτές ξεπεράστηκαν», τονίζει η κα Σημανδηράκη ενώ επισημαίνει μια σημαντική παράμετρο της κατασκευής, ό,τι δηλαδή μετά την κατεδάφιση του προμαχώνα, τα υλικά του χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση της Αγοράς.
Το δεύτερο εξάμηνο του 1913 αποπερατώθηκε το κυρίως έργο και η Αγορά άρχισε ανεπίσημα να λειτουργεί από την 1/11/1913, ενώ τα επίσημα εγκαίνιά της έγιναν από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, τρεις ημέρες μετά την επίσημη τελετή της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
«Αμέσως καταρτίστηκε ο Κανονισμός λειτουργίας της Αγοράς, συγκροτήθηκε ο Σύλλογος “Νέα Αγορά Χανίων” από τους καταστηματάρχες, οι χώροι εξωτερικά απαλλοτριώθηκαν επίσης και διαμορφώθηκαν διαφορετικά, ενώ έγιναν κι άλλα παραπλήσια έργα. Κατά κύριο λόγο στο ανατολικό και δυτικό τμήμα στεγάζονταν κρεοπωλεία, στο άκρο της δυτικής στοάς τα ιχθυοπωλεία και στο βόρειο και νότιο τα οπωρολαχανοπωλεία. Το πρώτο κατάστημα από την κεντρική (νότια) είσοδο δεξιά ήταν αστυνομικός σταθμός και στο κέντρο της Αγοράς υπήρχε ο δημοτικός ζυγός», σημειώνει η κα Σημανδηράκη.
Η ύπαρξη της Δημοτικής Αγοράς, λόγω της μοναδικότητάς της ως κτίσμα αλλά και λόγω του σημείου στο οποίο βρίσκεται, δεν θα μπορούσε να μην διασταυρωθεί με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Έτσι «ελάχιστες ημέρες πριν από τη Μάχη της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, αποπερατώθηκε το αντιαεροπορικό καταφύγιο στην νοτιοανατολική πλευρά της Αγοράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και παρά τη δυναμική αντίδραση του τότε δημάρχου Μ. Σκουλά, οι Γερμανοί κατέλαβαν όλη την εγκάρσια στοά, την απομόνωσαν και τη χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες του στρατού κατοχής».
Ξεχωριστό σταθμό στην μακρά πορεία της μέσα στον χρόνο αποτελεί ασφαλώς και η ανακήρυξή της το 1980 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Το περίπτερο της Αγοράς
Στο κέντρο της Δημοτικής Αγοράς, υπήρχε η Δημοτική Ζυγαριά που την χρησιμοποιούσαν όλοι οι καταστηματάρχες. Με τα χρόνια όμως, και καθώς δεν ήταν απαραίτητη, απομακρύνθηκε και στη θέση της ανεγέρθηκε ένα μεγάλο περίπτερο.
Η δυτική πλευρά έγινε σημείο πώλησης εφημερίδων και περιοδικών. Στεγάστηκαν επίσης δύο καπνοπώλες στη νότια και βόρεια πλευρά, που πωλούσαν επίσης διάφορα ψιλικά.
Πρώτος εφημεριδοπώλης ήταν ο Κώστας Σπετσάκης. Διαλαλούσε τις εφημερίδες που τότε ερχόταν με το καράβι αρκετά καθυστερημένα. Μεγάλη του χαρά ήταν όταν το 1948 κυκλοφόρησε η σατιρική εφημερίδα “Κόπανος” να φωνάζει “Κόπανος που κοπανίζει και κανενός δεν τη χαρίζει”.
Ο Σπετσάκης είχε ένα γιο τον Μανώλη ο οποίος μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε το περίπτερο.
Φορτωνόταν ολόκληρο τον μπόγο τις εφημερίδες και τις πωλούσε στους γειτονικούς δρόμους.
Αργότερα, το περίπτερο πωλήθηκε στον Αλέκο Ορφανουδάκη, ο οποίος είχε κρεοπωλείο στη δυτική πλευρά της Αγοράς.
Οταν το περίπτερο κατεδαφίστηκε, μετέφερε τις εφημερίδες και τα περιοδικά στο παλιό κρεοπωλείο του, που είχε κλείσει όταν έγινε εφημεριδοπώλης.
Οι “διαδρομές”αναζητώντας θύμισες από την εποχή του περιπτέρου, μίλησαν με την κόρη του Μανώλη Σπετσάκη, Ρούλα, η οποία είχε ασχοληθεί και στο περίπτερο. Οπως μας λέει:
«Το περίπτερο το άνοιξε ο παππούς μου, Κώστας, όταν ήρθε από το Ηράκλειο. Πωλούσε εφημερίδες, περιοδικά και λαχεία. Αργότερα, παραχώρησε πρώτα μέρος στον κουμπάρο του, τον Νίκο Κατερινάκη και μετά στον Χρήστο Πιπεράκη, που πουλούσαν τσιγάρα, σοκολάτες κ.λ.π.
Τις Κυριακές, τις πωλούσε έξω από την Αγορά.
Επιστροφές στα λαχεία δεν γίνονταν. Κάποια στιγμή, το χρονικό διάστημα του 1965 με 1966 του είχαν μείνει πολλά λαχεία απούλητα. Τα κρατάει και ένα από αυτά κέρδισε 150.000 δραχμές, πολλά λεφτά για εκείνη την εποχή. Θυμάμαι ακόμα ότι, ως φανατικός Ολυμπιακός, όταν κέρδιζε η ομάδα του, έντυνε το περίπτερο με κόκκινες σημαίες».
Το περίπτερο απομακρύνθηκε γύρω στο 1997.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Αρχείο της κ. Ζαχαρένιας Σημανδηράκη και των “Χανιώτικων νέων”