Βρισκόμαστε στη δεκαετία 1950-1960.
Δύσκολα χρόνια, φτώχια, με το μεροκάματο από ανατολή μέχρι δύση και το παιδομάνι στις αλάνες αλιμπερτό. Όλο το βάρος στο δάσκαλο, με εποπτικό μέσο μια βέργα για να ρίχνει ξύλο που ήταν λέει άγιο κι είχε βγει από τον παράδεισο και άλλα τέτοια και που το ‘ξεραν και οι αρχαίοι που έλεγαν τη βέργα «ράβδο». Ο δάσκαλος παιδαγωγός, κριτής και τιμωρός. Ζόρικα πράγματα δηλαδή κι άμα δεις φωτογραφία παλιά και θες να δεις ποιος είναι ο δάσκαλος, αυτός που κρατά τη βέργα είναι σίγουρα και μην ψάχνεις γι’ άλλον τζάμπα.
Μα ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά κι ας δούμε πρώτα το μαθητή.
Ένα πρωτάκι ξεκινά για την πρώτη μέρα στο σχολείο με μια τσάντα (σάκα) σε σχήμα φακέλου, χιαστί στους ώμους του, φτιαγμένη από ύφασμα κάποιου παλιού φορέματος της μάνας του. Από το ίδιο υλικό και ο αορτήρας. Μέσα ο εξοπλισμός για το σχολείο σύμφωνα με τις οδηγίες. Κάποια πλουσιόπαιδα είχαν μάλιστα και τσάντες δερμάτινες με κλειδαριά παρακαλώ. Αλλά αυτό ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Μέσα στη σάκα η πλάκα για ζωγραφική και γραφή των πρώτων γραμμάτων. 20*15 ήταν περίπου από μαύρο επίπεδο σχιστόλιθο και περιμετρικά ντυμένη από ξύλο για να μη σπάει εύκολα. Από μια γωνία της ένα σπαγκάκι με κρεμασμένο ένα μικρό σφουγγαράκι, λίγο βρεγμένο, να σβήνεις ό,τι έγραφες πάνω της με το κονδύλι.
Το κονδύλι από σκληρό σχιστόλιθο σε σχήμα μολυβιού άφηνε άσπρο ίχνος πάνω στην πλάκα. Ένα 20φυλλο τετράδιο ριγωτό για την αντιγραφή, ένα για την καλλιγραφία και ένα τετράριγο για την αριθμητική.
Τα τετράδια έπρεπε να είναι ντυμένα με μπλε κόλλα και στο μέτωπο να έχουν ετικέτα με το όνομα του μαθητή. _
Ακόμα το αναγνωστικό της Α’ τάξεως και ο άβακας (αριθμητάρι) με 10 σειρές χάντρες διαφορετικού χρώματος η καθεμιά για τους λογαριασμούς, δηλαδή το κομπιουτεράκι της εποχής. Ξύστρα, μολύβι και γομολάστιχα.
Γύρω στην τρίτη τάξη στη ζωή του μαθητή έμπαινε η πένα, το μελάνι και ο κονδυλοφόρος. Κάθε θρανίο, που φιλοξενούσε δύο μαθητές, είχε μια τρύπα στη μέση στο πάνω μέρος του όπου έμπαινε ο κουρκουμάς (μελανοδοχείο) με το μελάνι. Βούταγες την πένα στο μελάνι και αφού έριχνες μια σταγόνα στο παντελόνι σου και μια στο τετράδιο σου προσπαθούσες να γράψεις με το καινούργιο αυτό εργαλείο.
Πίεζες την πένα περισσότερο; Άνοιγε η σχισμή που είχε και άφηνε πιο χοντρή γραμμή, δεν την πίεζες η γραμμή ήταν πιο λεπτή. Χέρια, ρούχα και τετράδια μια μουτζούρα μέχρι να συνηθίσει κανείς κι άντε να μαζεύεις το μελάνι με το στιπόχαρτο.
Υπήρχαν τότε και τα στυλό με πένα που δεν χρειάζονταν να τα βουτάς στο μελανοδοχείο για να γράψεις αφού στο εσωτερικό τους είχαν μια επιμήκη φούσκα που όταν την πάταγες έβαζες την πένα στο μελάνι και όταν την άφηνες η υποπίεση τη γέμιζε με μελάνι με ποσότητα ικανή για συνεχή γραφή 5-6 ωρών. Κανείς μαθητής δεν είχε τέτοια στυλό που ήταν και πανάκριβα.
Να μην ξεχάσουμε ότι ήταν η εποχή της ψείρας, που πάει να πει, οι μαθητές κούρεμα με την ψιλή και κουρέας ποιος άλλος, ο δάσκαλος που επειδή δεν προλάβαινε να τους κουρέψει όλους έκανε ένα σταυρό στο κεφάλι από κούτελο μέχρι καφά και από το ένα αυτί μέχρι το άλλο και άντε να πα να κουρεύεσαι.
Κάθε πρωί στη γραμμή και προσευχή με τα χέρια μπροστά και τα κεφάλια σκυμμένα: «Σε σένα Πλάστη και Θεέ ετούτη τη στιγμή υψώνω με καρδιά και νου παράκληση θερμή Πατέρα ρίξε σπλαχνικά στα πλάσματα σου μια ματιά και φως σαν ουράνια χαραυγή σκόρπα απ’ το θρόνο σου στη γη.» Μετά σαν τραγούδι:
«Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς . Αμήν.»
«Καλημέρα», έλεγε μετά ο δάσκαλος. «Καλημέεεερααα σας», απαντούσαμε εμείς. «Για να δούμε τώρα αυτιά, λαιμό και χέρια» «Αμάν επιθεώρηση το λεν αυτό»
Ο δάσκαλος παραμέριζε τους γιακάδες και κοίταζε το λαιμό να δει αν είχε κασίδα. Μετά τα αυτιά και τα νύχια.
«Μαύρα νύχια; Άνοιξε το χέρι σου. Πάρε και τούτη, πάρε κι εκείνη.»
Πολλοί έφτυναν τις παλάμες τους και με το σάλιο τους έτριβαν τα χέρια να βγάλουν τις βρωμιές.
Άλλοι δάγκαναν με τα δόντια να κόψουν όπως-όπως τα νύχια τους.
Ο δάσκαλος συνέχιζε και χειροτονούσε μοιράζοντας ξύλο και τιμωρίες.
«Πενήντα φορές «η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά», εκατό φορές «θα κόβω τα νύχια μου και θα πλύνω τα αυτιά μου».»
Κι άντε τώρα εσύ να αναρωτιέσαι γιατί εκατό φορές αφού έχουμε μόνο δύο αυτιά. Δε φτάνανε δυο; Κάθε δυο-τρεις μέρες η ίδια δουλειά.
Το πρωί στο πρώτο διάλειμμα συσσίτιο της αμερικανικής βοήθειας, γάλα σκόνη, ένα κομμάτι κίτρινο τυρί και κίτρινο βούτυρο σε μια φέτα ψωμί. Κι όπως οι μισοί δεν φόραγαν παπούτσια και ήταν κουρεμένοι γουλί και στη γραμμή μάλλον Νταχάου θύμιζαν παρά σχολείο.
Στους τοίχους των τάξεων επιγραφές όπως: Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Αργία μήτηρ πάσης κακίας Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο Η καθαριότης είναι μισή αρχοντιά
Το κάπνισμα στους παίδας είναι απρεπές. Δεν πρέπει να καπνίζει κάθε χριστοήθης παις.
Ακόμα εικόνες ηρώων του ’21 και της τοπικής ιστορίας και φυσικά δεν έλειπε ο Μέγας Αλέξανδρος
και οι ήρωες του Κυπριακού αγώνα Καραολής, Δημητρίου και Αυξεντίου.
Στα διαλείμματα μπάλα με κανένα τόπι φτιαγμένο από κουρέλια ή με καμιά κουκουνάρα και πολύ κυνηγητό.
Γυμναστική στο προαύλιο κατά το σουηδικό σύστημα με στατικές ασκήσεις: Προσοχή, ακροστασία, πρόταση των χειρών, έκτασις, βαθύ κάθισμα, σύμπτιξις, μεσολαβή κλπ.
««Λ» και «ο» Λο, «λ» και «α» λα. Όλο μαζί Λόλα». «Μήλα, Μίμη. Έλα, Μίμη, έλα. Έλα, μήλα μέλι».
Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα μαθήματα στο σχολειό.
Γκρίζα και μουντά χρώματα βασίλευαν στο σχολειό, σχισμένα και μπαλωμένα ρούχα και πολλά παιδιά ήταν ξυπόλυτα και κοίταζαν με ζήλια που εγώ φορούσα παπούτσια, μα δεν ήξεραν πως κι εγώ ζήλευα που αυτά ήταν ξυπόλητα κι η μάνα μου πάθαινε ντελίριο άμα της έλεγα πως ήθελα να πάω στο σχολειό ξυπόλητος και νόμιζε πως είχα τρελαθεί.
Κλίκες κάναμε στο σχολειό και καθένας είχε την παρέα του, τους κολλητούς του και τον πιο κολλητό του και ανταγωνισμός, πείσματα και ζήλιες ήταν στην ημερήσια διάταξη από την αρχή.
«Εμείς οι δυο φίλοι που τρώμε το σταφύλι κι οι άλλοι δυο κουμπάροι που τρώνε το σφουγγάρι.»
«Αντώνη, Αντώνη ο κώλος σου ξεντώνει» «Γιάννη, Γιάννη Καραγιάννη, τ’ άντερα σου στο τηγάνι να τα τρώνε οι ατσιγγάνοι»«Κύριε, κύριε, αυτός με κοροϊδεύει.» «Και τι σου λέει;» «Μου λέει «Γιώργο, Γιώργο, πατημένο σκόρδο!»»
Και το ‘φερε βαρέως ο Γιώργος που ήταν πατημένο σκόρδο προς χάριν της ομοιοκαταληξίας κι έβγαζε αφρούς ο Γιάννης να του λένε πως τ’ άντερα του θα τα φάνε οι ατσίγγανοι για τον ίδιο λόγο.
«ΤΑ ΖΩΑ» «Ποτέ δεν θα πειράξω τα ζώα τα καημένα μην τάχα, σαν εμένα, κι εκείνα δεν πονούν;
Θα τα χαϊδεύω πάντα, προστάτης τους θα γίνω. Ποτέ δε θα τ’ αφήνω στους δρόμους να πεινούν.
Και προσπαθούσε το σχολειό με κάτι ποιηματάκια σαν κι αυτό να μας κάνει να αγαπήσουμε τα ζώα γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που με τα λάστιχα βάζαμε σημάδι τις καημένες τις γάτες. Φυλλάδια επιτρεπόμενα “Η ζωή του παιδιού1, “Ο Ερυθρός Σταυρός νεότητος” και “Διάπλασις των παίδων”.
Μα δικά μας πρότυπα ηρώων ήταν ο Ταρζάν, ο Ζορό, ο Μικρός Ήρως και ο Ρομπέν των Δασών και σημασία καμιά δε δίναμε σε Κολοκοτρώνηδες, Μπουμπουλίνες και τα ρέστα που τα κατορθώματα τους αρχικώς μας άφηναν αδιάφορους.
Πόδια ξυπόλυτα, κεφάλια κουρεμένα με την ψιλή και συχνές επιθεωρήσεις καθαριότητας.
Πολυδιάστατη ήταν η εκπαίδευση με μαθήματα όπως: ιχνογραφία, γεωγραφία, καλλιγραφία, γραμματική, γυμναστική, αριθμητική, ωδική, θρησκευτικά, ανάγνωση, αντιγραφή, έκθεση, φυτολογία, πατριδογνωσία, φυσική ιστορία και άλλα όπως χειροτεχνία, ξυλογλυπτική, ζωγραφική. Ακόμα κηπουρική και δενδροκομία. Πώς να φυτεύουμε ένα δένδρο, πώς να το μπολιάζουμε.
Ιδιαίτερη βαρύτητα στην αγάπη για την πατρίδα και τιμή στη σημαία με τραγούδια όπως: “Σε θωρώ κι αναθαρεύω και τα χέρια μου χτυπώ, σαν Αγία σε λατρεύω σα μητέρα σ’ αγαπώ.
Κι απ’ τα στήθη μου ανεβαίνει μια χαρούμενη φωνή να ‘σαι πάντα δοξασμένη ω, σημαία γαλανή.”
“Διαβαίνει η γαλανόλευκη λεβέντες σκύφτε αράδα να προσκυνήστε τη Θεά την ένδοξη Ελλάδα.”
Ποικιλία στην εκπαίδευση στο Δημοτικό και άξιος και σημαντικότατος ο ρόλος των δασκάλων τότε. Γράμματα, ωδική, χειροτεχνία, γυμναστική και καλλιγραφία. Ο δάσκαλος με την κιμωλία στο μαυροπίνακα σχημάτιζε έντεχνα άλλοτε με το πλάι της και άλλοτε με το άκρο της ένα γράμμα και οι μαθητές με τον κονδυλοφόρο στο τετράδιο προσπαθούσαν και αυτοί άλλοτε πατώντας την πένα περισσότερο και άλλοτε λιγότερο να τον μιμηθούν.
Ορνιθοσκαλίσματα έκαναν οι περισσότεροι μα μέσα από το πλήθος των μαθητών ξεπετιόταν που και που και κάποιο ταλέντο που άφηνε άφωνους όλους με τη γραφή του.
Στη σημερινή εποχή η καλλιγραφία έχει πάει περίπατο κι ίσως μόνο σε κάποια μοναστήρια κάποιοι καλόγεροι να την καλλιεργούν.
Το 1958 ένας γιατρός παρατηρούσε κάτι παιδιά που έπαιζαν βόλους σε ένα χωματόδρομο. Μια μπίλια περνώντας από μια λακούβα με νερό συνέχισε την πορεία της αφήνοντας ίχνος μιας βρεγμένης γραμμής πάνω στο χώμα. Τότε ακριβώς συνέλαβε και την ιδέα να κατασκευάσει το στυλό διαρκείας (bic) που όμως ρητώς απαγορευόταν για κάποια χρόνια στους μαθητές οι οποίοι έπρεπε να βασανίζονται με τους κονδυλοφόρους και τις πένες.
Οι δάσκαλοι τον καιρό εκείνο διδάσκοντο προαιρετικά και ένα μουσικό όργανο της επιλογής τους. Το μαντολίνο σαν πιο εύκολο ήταν το επικρατέστερο όργανο στην επιλογή των δασκάλων και πλαισίωνε μουσικά τα πρώτα βήματα των χορωδιών. Μεγάλη τιμή ήταν η επιλογή κάποιου μαθητή από το δάσκαλο για να πλαισιώσει τη χορωδία.
Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, το τρίπτυχο της εκπαίδευσης και εκτελεστής ο δάσκαλος. Αυτός διευθυντής, γυμναστής, μαέστρος στη χορωδία και ενορχηστρωτής όλου του συστήματος με μπακέτα τη βέργα.
Ναι, έπεφτε πολύ ξύλο στο δημοτικό, με την άδεια και την παρότρυνση των γονέων, μα αυτό απαιτούσαν οι καιροί τότε. Σαν τιμωρία, που γινόταν πάντα παρουσία όλης της τάξης, άπλωνες το χέρι προς το δάσκαλο με την παλάμη τεντωμένη και αυτός κατέβαζε τη βέργα με δύναμη μια στο ένα χέρι, μια στο άλλο, εναλλάξ και ανάλογα με το παράπτωμα δυο και τρεις φορές. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος αλλά σφίγγαμε τα δόντια να αντέξουμε, να μη φωνάξουμε, να δείξουμε πως είμαστε άντρες και χαμογελούσαμε κιόλας, μα για πολλή ώρα δεν αισθανόμασταν τα χέρια μας. Κάναμε και διάφορα μαγικά και βάζαμε στην παλάμη μας με σάλιο μια τρίχα από τα μαλλιά μας και μια τρίχα από τα φρύδια μας, μαγικό που θα ‘σπαγε, λέει, τη βέργα του δασκάλου.
Μα πού τέτοια τύχη!
Στο τέλος του χρόνου γυμναστικές επιδείξεις. Μπλε παντελόνι, άσπρη φανέλα και άσπρα πάνινα παπούτσια, καλά βαμμένα με στουπέτσι.
Απαραιτήτως αθλητικοί αγώνες που περιλάμβαναν άλμα εις μήκος, άλμα εις ύψος, διελκυνστίδα, σακουλοδρομία και σκυταλοδρομία. Μετά εθνικοί χοροί και θεατρική παράσταση, απαγγελίες ποιημάτων κλπ. Τίποτα δεν έλειπε από το τρελό αυτό πανηγύρι που με λαχτάρα όλοι περιμέναμε. Λίγο πριν τελειώσει ο χρόνος η μεγάλη ημερήσια εκδρομή, με λεωφορείο παρακαλώ, γεγονός πολύ σημαντικό αφού για πολλούς μαθητές θα ήταν η πρώτη φορά που έμπαιναν σε αυτοκίνητο. Ενθουσιασμός και τραγούδι σε όλη τη διαδρομή και το ρεπερτόριο πάντα το ίδιο: “Βάλε φόρα οδηγέ
να τους ξεπεράσουμε
και θα σε κεράσουμε”
“Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ”
“Η γερακίνα”
“Τα χριστιανόπουλα”
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρναγε ο χρόνος και να τα αποτελέσματα, ποιοι πέρασαν και ποιοι βάρεσαν κανόνι. Οι απορριφθέντες με σκυμμένο το κεφάλι έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι ενώ με μια ανεξήγητη κακία οι συμμαθητές τους ακολουθούσαν από πίσω και τους διαπόμπευαν χτυπώντας τενεκέδες ρυθμικά και φωνάζοντας: “Μπουμ κανόνα, μπουμ κανόνα, μπουμ κανόνα, μπουμ”.
Θα περνούσαν 6 χρόνια και πότε με το καλό, πότε με τη βέργα μαθαίναμε πια να σεβόμαστε τους δασκάλους μας σαν κάτι το ιερό, να αγαπάμε την πατρίδα μας, τη θρησκεία μας και να τιμάμε τη σημαία μας.
Έτοιμοι λοιπόν για το Γυμνάσιο κι ας είν’ καλά οι δάσκαλοι μας, εξοπλισμένοι από όλες τις μπάντες με ατσάλινη πανοπλία.
Γίγαντες θα μας φαίνονταν οι ογδοήτες του Γυμνασίου που σε κάθε ευκαιρία μας καρπάζωναν. Μα κούνια που τους κούναγε. Για ξυλο δε μας καιγόταν καρφί, από φοβέρες δεν χαμπαριάζαμε, τις αλάνες τις είχαμε φάει με το κουτάλι και η πονηριά μας ήταν αναπτυγμένη μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Ούτε μήνας δεν θα πέρναγε και θα ξεψαρώναμε τελείως.
Σα χαμαιλέοντες θα προσαρμοζόμασταν και θα γινόμασταν ένα με το νέο σύστημα εκπαίδευσης που δεν είχε βέργες σα τιμωρία αλλά μόνο αποβολές που στο κάτω-κάτω της γραφής σαν εκδρομές ήταν και καμιά φορά τις προκαλούσαμε και επίτηδες.
Σήμερα μπορούμε να δικαιολογήσουμε απόλυτα τη σκληρότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και όποια αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά των δασκάλων μας. Αυτό ήθελε η εποχή εκείνη. Οι δάσκαλοι μας ήταν πραγματικοί ήρωες και έκαναν τόσα πολλά για μας που σήμερα μέσα μας βαθιά νοιώθουμε απέραντο σεβασμό και ευγνωμοσύνη για το έργο τους και τους θυμόμαστε πάντα με αγάπη και νοσταλγία.
Για μένα οι δάσκαλοι αυτοί είχαν σαδισμό. Το λέω αυτό διότι δεν υπολόγιζαν ότι πολλοί μαθητές , μπορεί να ήταν ακάθαρτοι λόγω συνθηκών. η αδιάβαστοι λόγω προβλημάτων της οράσεως τους. Αλλά αυτοί που ήταν τελείως απαράδεκτοι ήταν οι πατεράδες που έδιναν έγκριση σε αυτό το έγκλημα.