Ηταν δύο άνθρωποι μονάχοι.
Κόντευε το Πάσχα· κάποιος τους είπε ότι σήμερα ήταν το Μέγα Σάββατο.
Είπανε να κάτσουνε να το σκεφτούνε -μια φορά μετά από πολλά χρόνια- τι να ‘ναι το Πάσχα, πώς θα πιαστούνε και αυτοί, μέσα στη μεγάλη χαρά;
Ενας κοίταξε τον δρόμο· λέει στον άλλο: «Αδειος είναι…»
– Εγώ να πεις, είχα ακούσει πως Πάσχα πάει να πει “διάβαση”.
– Λες να κάνουμε μια προσπάθεια να περάσουμε απέναντι;
Και ήτανε άδειος ο δρόμος και πού και πού ένας θόρυβος ανεξήγητος, ερχότανε από μακριά και μετά χανότανε.
Εκεί, σταματημένοι οι δυο άνθρωποι.
Δεν περνούσαν απέναντι.
Μια και δυο λέει ο ένας: «Να με κρατάς από το χέρι, να περάσουμε απέναντι».
Λέει ο άλλος: «Δεν υπάρχει κίνδυνος, δεν υπάρχει ψυχή».
Κάτι κουνήθηκε στα 100 μέτρα μακριά.
«Να πάμε προς τα εκεί, προς τα εκεί που διαθλάται η εικόνα».
Κι ύστερις δεν υπήρχε κίντυνος, έπρεπε να πάνε.
Στα 100 μέτρα -μέσα σ’ αυτήν την αποκοτιά- είδαν ένα νέο παιδί που κρατούσε σε ένα κομμάτι ξύλο μια εικόνα.
Το παιδί στάθηκε, κοίταξε ψηλά και τους περίμενε να σιμώσουν.
Κι ύστερα, μέσα στην τσίκνα του Ηλιου, ο ένας άνθρωπος φίλησε την εικόνα.
Λέει ο άλλος: «Μέγα Σάββατο θα ‘ναι, καλά το κατάλαβα».
Και λέει το παιδί: «Εδώ πιο κάτω υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι, έχουν στήσει τάβλα και γελούν κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Και το βρισκούμενο απάνω στο τραπέζι είναι».
Αφού υπάρχουν άνθρωποι, στα σίγουρα θα κάνουμε Πάσχα.
Και ύστερα ήλθαν και άλλοι άνθρωποι.
Ο καθένας και κάτι κρατούσε.
Να στυλωθούν τα μάτια τους.
Κάτσανε στο τραπέζι και ακούγανε μιλιές. Πού ν’ απλώσεις χέρι…
Ενας τον χτύπησε τον άνθρωπο στην πλάτη.
Σίγουρα, μωρέ, είναι Πάσχα…