Την Κυριακή των Μυροφόρων (μεθαύριο 26/4), στον Μητροπολιτικό Ναό Καστελίου – Κισάμου, τελείται πάνδημο το 2ετές αρχιερατικό μνημόσυνο του μακαριστού ιεράρχη γέροντα μητροπολίτη Ειρηναίου Γ. Γαλανάκη, «δούλου και επισκόπου του Χριστού» καθώς ο μακαριστός μας ποιμενάρχης έλεγε! – Δεν ξεχνούμε πως έφυγε για την Ανω Ιερουσαλήμ το πρωινό της Μεγάλης Τρίτης (30/4/2013) ήρεμα· και μέσα στη θαλπωρή των οικείων του, εκεί στο ταπεινό σπιτάκι του, της οδού Δρομονέρου, στη Χαλέπα! – Από τότε γράφτηκαν πολλά για τη ζωή και το έργο του· κι ειπώθηκαν περισσότερα. Κι ετοιμάζονται αρκετά· και διαβάζονται τα έργα του, από κόσμο… – Εμείς στο φετινό ιερό μνημόσυνό του, θα σταθούμε σε κάποιες αξέχαστες στιγμές, αναμνήσεις βιώματα, που ζήσαμε -ευλογία Θεού- δίπλα του και που θαρρούμε πως λένε πολλά… Τ’ αφήνομε στην κρίση σας! Κι αρχίζουμε:
1. Ετος: 1992. Πανηγύρι των Αγίων Θεοδώρων, στον Σελινιώτικο γύρο τ’ Ομαλού. «- Απολούτρουγα (1) του πανηγυριού τ’ Άι-Θόδωρου Ομαλού (Σελινιώτικος γύρος) είχε προγραμματιστεί, 8 Ιουνίου του 1992 αξέχαστα, η τελετή θεμελίωσης του Φυσικολαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου Λευκών Ορέων – Ομαλού, λίγο πιο κάτω από το ιστορικό εκκλησάκι, στην πλαγιά της Μαδάρας. Το έργο το είχε εμπνευστεί ο οραματιστής δεσπότης μας Ειρηναίος, για να στεγάσει στις αίθουσές του τα ενθυμήματα -έπιπλα και σκεύη του αγροτο-ποιμενικού βίου τ’ Ομαλού- και τις ιστορικές φυσιογνωμίες των αντρειωμένων της Μαδάρας. Κόσμος πολύς έχει καταφθάσει ως εδώ. Ενα τραπεζάκι από το εκκλησάκι, το θυμιατό, μια λεκάνη με νερό κι ένα ματσάκι μαλλοτήρας (2), μαντζουράνας και βασιλικού είναι ήδη πάνω του καθώς και το ευχολόγιο. Καταφθάνει κι ο σεβασμιώτατος, με τις Αρχές και τους ιερείς της επαρχίας Σελίνου. Πάνε να ψάλουν “Ευλογητός…” κι αντιλαμβάνονται πως δεν θυμήθηκαν να κρατούν τον Σταυρό που θ’ αγίαζε το νερό του Αγιασμού. Σάστισαν οι ιερείς. Αμηχανία, ανησυχία κι ο δεσπότης, όλος κατανόηση, είπε: “Δεν πειράζει αδελφοί! Ο Θεός μας έμπεψε, ολόγυρα, κυπαρίσσια, να κόψουμε δυο κλαδιά και να κάμουμε τον Σταυρό που ξεχάσαμε”. Κι αμ’ έπος αμ’ έργο! Ετρεξεν ο Αριστείδης ο Παπαμαρκάκης, θυμάμαι, έκοψε δυο κλαδιά, από τα οποία έκαμε Σταυρό ο σεβασμιώτατος, προσδένοντάς τα στη μέση μ’ ένα σπαγγάκι που βρέθηκε πάνω σ’ έναν θάμνο. Κι ο Σταυρός έτοιμος. Με το τέλος της τελετής, πήρα και κράτησα τον αυτοσχέδιο Σταυρό του δεσπότη και τον φυλάγω στο σπίτι, για να τεθεί στο εικονοστάσι του Μουσείου, όταν λειτουργήσει, σαν ευλογία και αγίασμα, αλλά και ενθύμιο της ηρεμίας και του ψυχικού μεγαλείου του δεσπότη μας Ειρηναίου, όταν βρέθηκε προ απροόπτου την τελευταία στιγμή πριν από την έναρξη μιας ακολουθίας και μιας τελετής που δεν ξεχνιέται ποτέ! Κι ήταν τόσος πολύς ο κόσμος που την έζησε…» (1) Απολούτρουγα: Τελειώνοντας η Θεία Λειτουργία. (2) Μαλλοτήρα (η): Το τσάι του βουνού στον Ομαλό της Κρήτης, οι Κρήτες της περιοχής το λένε μαλλοτήρα.
*** * ***
2. Πάλι και το δεύτερο βίωμα, στον Ομαλό. Κάθε Ιούλη, μια στην Αποκορωνιώτικη Μαδάρα στις “Χώσες”, μια στ’ Οροπέδιο τ’ Ομαλού, ψηλά “στου Καλλέργη”, μάζευε ο σεβασμιώτατος Ειρηναίος μαδαρόχορτα (μαλλοτήρα, μαντζουράνα), για το βραστάρι, χειμωνιάτικα, παιδιών και μεγάλων της Μητρόπολης. Κοντά του ο Μιχάλης κι εγώ. Αξέχαστα βιώματα, μεγάλες στιγμές. Να μια: «- Αύγουστο μήνα του 1996, ίσως και τέλη Ιουλίου, ξεκινήσαμε, μια συντροφιά, με τον σεβασμιώτατο μπροστάρη κι οδηγό μας από τα Χανιά, όπου βρισκόταν, για ν’ ανέβουμε στου Καλλέργη το καταφύγιο, ψηλά στη Λακκιώτικη Μαδάρα κι εκεί, στ’ ανάπλαγα, να μαζέψουμε όλο τ’ απόγευμα -όπως κάθε χρόνο- λίγα “μαδαρόχορτα” -μαλλοτήρα και μαντζουράνα- που χρειάζονται τον χειμώνα για το ρόφημα των παιδιών των οικοτροφείων κι εμάς των μεγαλυτέρων. Δίπλα από το καταφύγιο σταμάτησε το μικρό δεκαθέσιο λεωφορειάκι των Ιδρυμάτων Ι.Μ. Κισάμου – Σελίνου και κατεβήκαμε χωρίς χρονοτριβή. Ο καθένας μας πήρε μια πλαγιά για τη συλλογή της μαλλοτήρας που, λες και μας περίμενε, ήταν πλούσια, “αφάγωτη” από τα κοπάδια. Μαζί με τον Μιχάλη ακολουθούσαμε από πιο ξέμακρα τον γέροντα παππού σεβασμιώτατο Ειρηναίο, τάχα για να ’χουμε την έγνοια μας -κακοτράχαλη Μαδάρα είναι αυτή- αλλά και παραμονεύοντας για καμιά φωτογραφία “άνευ πρωτοκόλλου” σ’ ένα τέτοιο θαυμάσιο τοπίο. Κάποια στιγμή, όμως, έμεινα αμ’ ανοιχτό το στόμα κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, έντονα. Αντιλήφθηκα πως ο σεβασμιώτατος είχε περάσει το προστατευτικό συρματόπλεγμα βορειοανατολικά του καταφυγίου, ενώ κάτω του έχαινε, δυσθεώρητος, ο γκρεμός· μόλις λίγη απόσταση από το περίχειλο κι έκοβε, αμέριμνος, καλοθρεμμένη κι ανέγγιχτη μαλλοτήρα πλούσια, πλούσια… Είχα φοβηθεί πάρα πολύ και είπα, προσποιούμενος ηρεμία: – Σεβασμιώτατε, καλύτερα να περάσετε από τη μέσα μπάντα του φράγματος, γιατί μπορεί να κινδυνεύσετε εκεί που είστε… – Μη φοβάσαι Σταμάτη· ο Θεός, που είναι από πάνω μας, βλέπει ότι φροντίζουμε για τα παιδιά των οικοτροφείων της Μητροπόλεώς μας, αλλά έχω κι εγώ την έγνοια μου – πότε – πότε πιάνω το πλέγμα. Ωστε να φύγουμε απ’ εδώ, δεν έλεγε η καρδιά μου να ηρεμήσει τους χτύπους της!..».
*** * ***
3. – Μιας και βρισκόμαστε στο τρίτο δεκαήμερο τ’ Απρίλη και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών της 21/4 συμπληρώνει 48 χρόνια, ας θυμηθούμε ένα επίκαιρο: «- Δεκαεννέα του Μάη του 1821: Μέρα μνήμης του ηρωικού μαρτυρίου του δεσπότη Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη. Δεκαεννέα του Μάη του 1971: Ο σεβασμιώτατος δεσπότης μας Ειρηναίος τελεί, όπως κάθε χρόνο, στη Ροτόντα (Δρακώνα), το μνημόσυνο του μάρτυρα Μελχισεδέκ και των συν αυτών μαρτυρησάντων αδελφών. Φέτος είναι και πάλι πάνδημο. Εχουν φτάσει όλοι οι ιερείς των επαρχιών Κισάμου και Σελίνου, έχει στηθεί -στο ίσιωμα στο λιόφυτο, πάνω απ’ την πανάρχαια Ροτόντα- ένας Σταυρός και τελείται η αρχιερατική Θεία Λειτουργία. Σ’ όλες τις ελιές ελληνικές σημαίες κυματίζουν… Εχει στηθεί κι ένα κενοτάφιο, με την εικόνα του μάρτυρα της πίστης και της πατρίδας Μελχισεδέκ Δεσποτάκη στολισμένο με λουλούδια κι ένα πανέρι με τα κόλλυβα. Με το τέλος της Λειτουργίας αρχίζει το μνημόσυνο· και στο τέλος του, η κατάθεση των στεφάνων.
Πρώτος ο σεβασμιώτατος, κρατώντας το απέριττο στεφάνι της Μητρόπολής του, της Κισάμου και Σελίνου, προσέρχεται αργά, αφήνει το στεφάνι, υψώνει διάπλατα τα χέρια και προσφωνεί: “Και τώρα γέροντα Μελχισεδέκ, που κρεμάστηκες στον πλάτανο της Σπλάντζιας για την ομολογία της πίστης και της πατρίδας σου, σήκω από τον τάφο σου και ξαναφέρε στην Ελλάδα μας την ησυχία και τη Δημοκρατία” -ήταν ήδη, από την 21η Απρίλη του 1967, η Δικτατορία. Δυο αξιωματικοί, που παρακολουθούσαν από τον περίγυρο, απ’ όπου κι εγώ τραβούσα φωτογραφίες, συνομιλούσαν κι έλεγαν: “Αυτός ο παπάς ξεσηκώνει τον λαό και πρέπει να φύγει από την Κρήτη”… Το απόγευμα, στο Καστέλι, στην αυλή του Δεσποτικού, κουβεντιάζοντας με τον σεβασμιώτατο, του διηγήθηκα τη σκηνή και το τι άκουσα. “Θα ν’ επαράκουσες Σταμάτη”, μου λέει· “δεν φοβάται τσοι παπάδες η Δικτατορία. Γι’ άλλον θα πήγαινε η κουβέντα τους”. Παρ’ όλ’ αυτά, εγώ και πολλοί άλλοι ανησυχούσαμε. Κι όταν, στις 17 του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, ήρθε το τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την “…τοποθέτηση του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Ειρηναίου στη χηρεύουσαν Ι. Μητρόπολη Γερμανίας”, ο νους μου πήγε στην κουβέντα του Μάη, που πήρε τ’ αφτί μου κι ας έλεγε ο σεβασμιώτατος: “Σεβάστηκα την εντολή της Μεγάλης Εκκλησίας μας, γιατί, φαίνεται, το ’θελε ο Θεός”. Μακάρι να ’ταν έτσι. Αυτά ο Θεός τα γνωρίζει…».
*** * ***
4. – Το ένα όμως, φέρνει τ’ άλλο… – Να, η συνέχεια: «- Στη σημερινή απογευματινή μας έξοδο με τον γέροντα παππού, τον σεβασμιώτατο Ειρηναίο -είναι στις ύστερες τ’ Οχτώβρη του 2005- πήραμε τον δρόμο για τις Κορακιές. Πίσω από το μοναστήρι, δυτικά, πανύψηλα πεύκα και αρωματικοί θάμνοι ευωδιάζουν όλη την πλαγιάδα. Κάναμε τις απαραίτητες βόλτες μας κουβεντιάζοντας. Κάτω από τα πόδια μας το απέραντο λιμάνι της Σούδας ξεκουράζεται ήρεμο ανημένοντας, τ’ απόβραδο, τις ετοιμασίες για τον απόπλου του “Λισσός” της ΑΝΕΚ για τον Πειραιά. Και η μια κουβέντα φέρνει την άλλη… η δική μου όμως σκέψη οδηγήθηκε -δεν ξέρω πώς- στο συγκλονιστικό ξερίζωμα του δεσπότη μας για τη Γερμανία εκείνο το μαύρο βράδυ του Γενάρη 30, του 1972, με το αξέχαστο ΚΥΔΩΝ, το πλοίο της ΑΝΕΚ. Λαοθάλασσα στο λιμάνι δεν έχει ξαναγίνει ποτέ σε τέτοια έκταση. Η φράση πάνδημη συμμετοχή είναι φτωχή. Η πρόταση «Μα δεν έλειψε από τη Σούδα κανείς» είναι λίγη. Εβλεπα τον Ιωνά, τον μαύρο από την Αφρική, οικότροφο σπουδαστή τότε των Ιδρυμάτων της Ι.Μ.Κ.Σ. στο Καστέλι, που χτυπιόταν άγρια και, κλαίγοντας, διαμαρτυρόταν για τον ξεχωρισμό από τον πατέρα!». Ως τόσο, το πλοίο έλυνε κάβους κι ήταν ήδη έτοιμο για τον απόπλου, ενώ ο βαροπικραμένος δεσπότης μας, ανεβασμένος ψηλά κι απ’ έξω από το πιλοτήριο του πλοιάρχου, αποχαιρετούσε τον αγαπημένο του λαό, το αγαπημένο του ποίμνιο πικραμένος και δακρυσμένος. Τότε ήταν π’ άκουσα την πιο ακριβή και παραστατική εκτίμηση για τον κόσμο που ήρθε, από έναν γεροντή, από κάποιο χωριό της Ρίζας του Σελίνου, π’ έφταξε κι εκείνος ως εδώ, να λέει: – “Εκαμε θαύμα ο Θεός και δεν εβούλησε η Σούδα από τον κόσμο που την επάτησε… απόψε”. Και τελειώνοντας τη διήγηση αυτή της ανάμνησής μου ο γέροντας παππούς μου λέει: – Ναι! Ητανε Σταμάτη πάρα πολύς κόσμος και με συγκίνησε βαθιά η προσέλευσή του. Κι αλλάξαμε κουβέντα απ’ αφορμή το πέρασμα μιας σαύρας, αλλά και γιατί έτσι έπρεπε!..».
*** * ***
– Αυτές οι ιστορίες όμως δεν έχουν τελειωμό. Ισως κάποια στιγμή γίνουν βιβλίο. Για την ώρα, θα κάνουμε επίλογο με τα παρακάτω, που κατέγραψα από προφορικές διηγήσεις με τον αδελφό μου Πολύκαρπο -μικρότερό μου στα χρόνια- μαθητή της Εκκλησ. Σχολής Κρήτης (Αγ. Τριάδας), τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας (1946-1952) και βέβαια μαθητή του αρχιμ. Ειρηναίου Γαλανάκη. Το 1961 φεύγει στην Ελβετία ως μετανάστης – εργάτης στη BASF. Στη συνέχεια με τη… μετάθεση του σεβασμ. Ειρηναίου στη Γερμανία, τον φέρνει ως κοινωνικό λειτουργό στους Ελληνες του κρατιδίου του Λουντβιγκσχάφεν.
5. – Μου διηγείται λοιπόν ο αδελφός μου: «- …Αρχές του 1972 στην Ι.Μ. Γερμανίας στη Βόννη. Είμαστε στην αίθουσα της τραπεζαρίας, μετά την τελετή της ενθρόνισης. Πλούσια η τράπεζα. Στις θέσεις τους οι επίσημοι: Οι Ελληνικές και Γερμανικές Αρχές, το Πατριαρχείο μας, οι εκπρόσωποι της Καθολ. Εκκλησίας, πρέσβεις, πρόξενοι, Διπλωματικό Σώμα κλ. Κάποιοι, άρχισαν ήδη να τρώνε. Τότε ο σεβασμ. Ειρηναίος χτυπά ένα ποτήρι μ’ ένα μαχαίρι, για ησυχία· και λέει: “- Εμείς στην Κρήτη, πριν φάμε, λέμε το τραγούδι· Ελάτε παρακαλώ κοντά οι Κρητικοί” κι αρχίζει πρώτος το ριζίτικο: “Τον αντρειωμένο μην τον κλαις…”. Και τότε: Κάποιοι Ελληνες στρατιωτικοί και διπλωματικοί υπάλληλοι εγκατέλειψαν την αίθουσα!.. (πολιτική διαμαρτυρία).
*** * ***
6. Κι ένα ακόμη από τον ίδιο πληροφορητή, για επίλογο: «- Ανοιξη του 1973 ήρθε στο Λουντβιγκσχάφεν από τη Βόννη ο σεβασμ. Ειρηναίος για να δει κι εδώ και να εκτιμήσει τις συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο BASF, όπου ανάμεσα στους 55.000 εργάτες του, ήταν και πάρα πολλοί οι Ελληνες. Μ’ είχε ειδοποιήσει κι είχα πάρει άδεια να τον συνοδεύω. Απλούστατα και φτωχικά ντυμένος, χωρίς διακριτικά, με το τριμμένο ράσο και το καλυμμαύκι του. Πηγαίναμε απ’ εδώ, πηγαίναμε’ απ’ εκεί. Μιλούσε και συζητούσε για τις συνθήκες εργασίας με τους εδώ Ελληνες μετανάστες, εργάτες. Κάποια στιγμή ένας υψηλόβαθμος προϊστάμενος τους τμήματος, απορημένος φαίνεται από τη φτωχική εμφάνιση του επισκόπου, με ρωτά: – Κύριε Αποστολάκη, είστε σίγουρος ότι αυτός είναι ο μητροπολίτης της Ι.Μ. Γερμανίας στη Βόννη; – Και βέβαια, του απήντησα… Εμεινε εμβρόντητος… Ακόμη είναι μ’ ανοιχτό το στόμα, από την απλότητα, την ταπείνωση, το μεγαλείο ψυχής, που διέκρινε τον ιεράρχη μας Ειρηναίο, ο ξένος!».
*** * ***
– Αυτός ήταν ο δεσπότης μας, ο μακαριστός Ειρηναίος, του οποίου το διετές αρχιερ. μνημόσυνο τελείται στο Καστέλι την Κυριακή, μεθαύριο. Θ’ ανάψουμε το κεράκι μας εκεί, όλοι, και θα προσευχηθούμε για την αγιοσύνη του! Μας ανημένει να φανούμε, στο τόσο γνώριμο Καστέλι Του! – Κι εμείς όλοι, με πολύ σεβασμό· θα πάμε.
(Σημ. Κάποιες ιστορίες, πρωτοδημοσιεύτηκαν στον τόμο: “ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ”, της αειμν. Μαρίας Ανουσάκη – Πάλλιου, Αθήνα, 2009).