Σαφώς χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα παραμένουν τα ωρομίσθια στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Eurostat για το σύνολο του 2017.
Το μέσο μεικτό ωρομίσθιο σε επιχειρήσεις με 10 ή περισσότερους εργαζόμενους διαμορφώθηκε πέρυσι στα 14,5 ευρώ, ήτοι 2,3 ευρώ λιγότερα από το 2008 και 0,8 ευρώ κάτω από το επίπεδο του 2004.
Στην πράξη αυτό σημαίνει πως τα ωρομίσθια στη χώρα μας δεν ισοδυναμούν ούτε με το 50% των αντίστοιχων στην ευρωζώνη, καθώς η μέση ωριαία αμοιβή στη νομισματική ένωση ανήλθε πέρυσι στα 30,3 ευρώ.
Οι χαμηλότερες αποδοχές καταγράφηκαν στις κατασκευές, όπου ο μέσος εργαζόμενος λάμβανε 10,2 ευρώ ανά εργατοώρα. Στον αντίποδα, οι υψηλότερες απολαβές, στα 15,3 ευρώ ανά ώρα, διαπιστώθηκαν στην μεταποίηση.
Από το 2015, όταν εξελέγη στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, το μέσο ωρομίσθιο αυξάνεται κάθε χρόνο, όμως τα στοιχεία καταδεικνύουν πως η σωρευτική αύξηση ανέρχεται μόλις σε 40 λεπτά του ευρώ.
Παρά τους σχετικά χαμηλούς μισθούς, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σχετικά υψηλό ασφαλιστικό και φορολογικό κόστος, γεγονός που αυξάνει το μισθολογικό κόστος για τους εργοδότες.
Σύμφωνα με τη Eurostat, εισφορές και φόροι αντιστοιχούν στο 25,7% του μέσου ημερομισθίου, ποσοστό που είναι μεν οριακά κάτω από το μέσο όρο στην ευρωζώνη αλλά σαφώς υψηλότερο από οικονομίες που χρειάζεται να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις.
Στην Ιρλανδία, η αντίστοιχη επιβάρυνση ανέρχεται στο 13,7% του μέσου ημερομισθίου, ενώ στην Κύπρο στο 16,7%. Στο άλλο άκρο βρίσκονται δύο χώρες με παραδοσιακά ισχυρά συστήματα πρόνοιας, η Γαλλία, όπου το μη εργασιακό κόστος αναλογεί στο 32,8% του ωρομισθίου, και με η Σουηδία, με 31,1%.
Το χαμηλότερο ποσοστό, 6,7%, καταγράφηκε στη Μάλτα.
Πηγή: skai