Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Δύο ποιήματα για το νερό σήμερα. Ετσι για να υποδεχθούμε τα πρωτοβρόχια – φθινόπωρο εν όψει. Ενα απ’ τη νεαρή και πολλά υποσχόμενη στον τομέα της λογοτεχνίας, Χανιώτισσα ξενοδοχοϋπάλληλο Κλειώ Παπουτσάκη και δύο από τη συνδασκάλα, καταξιωμένη ποιήτρια Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη. Φίλες μου καλές και οι δυο, που ωστόσο δεν γνωρίζονται μεταξύ τους – ευκαιρία… Στη λίαν επιμελημένη έκδοση “Τα κάναμε θάλασσα (τα παραμύθια)”, μια έκδοση του Δικτύου Αναπτυξιακών Εταιριών Νησιωτικής Ελλάδας “Νήσων Περίπλους” (2015), βρήκα το ποίημα της Κλειώς (Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολείο Φρε Αποκορώνου, τάξεις Γ’ και Δ’) μαζί με άλλα, επίσης ενδιαφέροντα λογοτεχνικά κείμενα. Από την αφιερωμένη “Στα παιδιά όλης της γης” 248(!) σελίδων ποιητική συλλογή της Ελισάβετ με τίτλο “Καλημέρα κάθε μέρα” (εκδόσεις Ερεισμα, Χανιά 2018), το άλλο ποίημα.
Να αξιωθεί να γράψει τόσα πολλά ποιήματα όσα η Ελισάβετ εύχομαι στην Κλειώ! Να συνεχίσει να υπηρετεί την ποίηση, με τον μοναδικό τρόπο που αυτή ξέρει, εύχομαι στην Ελισάβετ, που ειρήσθω εν παρόδω εκτός απ’ το “Καλημέρα κάθε μέρα”, εκδόθηκαν το 2018 απ’ το “Έρεισμα”, άλλες έξι ποιητικές συλλογές της και συγκεκριμένα “Το χαμόγελο του ήλιου”, “Σονέτα”, “Πάχνη και φως”, “Γράμματα σ’ ένα φίλο, “Τριαντάφυλλα” και “Ηλιόγερμα”! Συν το “Τραγουδώ τα παραμύθια (βιβλίο πρώτο)” και τα ποιητικά παραμύθια “Η πιστή κόρη και ο Ρολάνδος” και “Το λυχνάρι με το γαλάζιο φως”…
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
δάσκαλος
Το γλυκό μας το νεράκι
Κλειώ Παπουτσάκη
Ξενοδοχοϋπάλληλος, Χανιά
Εικονογράφηση: Δημοτικό Σχολείο Φρέ Αποκορώνα Χανίων τάξεις Γ και Δ
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας πετεινός
όμορφος και ζωηρός,
είχε κόκκινο λυρί
και μια μύτη σουβλερή.
Ζούσε μέσα στο κοτέτσι
κι όλο έτρωγε γιουβέτσι.
Του άρεσαν και τα αγγούρια
κι όλο έλεγε τραγούδια.
Κοκοκό και κοκοκό,
πώς μ’ αρέσει το νερό!
Κικικί και κικικί,
τρέχει τώρα απ’ τη πηγή!
Ήτανε όμως κι ο κυρ Χήνος
γελαστός και πολύ φίνος.
Είχε όμορφες πατούσες
κι όλο λάτρευε τις μούσες.
Τ’ άρεσαν τα καλαμάρια
και τα γυάλινα λυχνάρια.
Παπαπά και παπαπά,
πώς μ’ αρέσουν τα νερά!
Πιπιπί και πιπιπί,
θέλω να βρω μια πηγή!
Και μιαν όμορφη Τετάρτη
πήρε έναν άσπρο χάρτη.
Βρήκε ένα γλυκό ρυάκι
κι έτρεξε στην μία άκρη.
Μα ο πετεινός κακάρισε
να φύγει απ’ το ρυάκι.
Φύγε από δω, χηνόπουλο,
δικό μου είναι τ’ αυλάκι!
Βρε δεν σου τα πάνε καλά,
του είπε ο Χήνος δυνατά!
Αμα σε πιάσω απ’ την ουρά
και σου τραβήξω τα φτερά
θα γίνεις άσχημος πολύ,
θα σου κόψω το λυρί!
Και τα πουλιά μαλώνανε
σαν να ‘τανε κοκόρια,
βάλανε άγριο καβγά
και αρχίσανε τα ζόρια.
Ωσπου πήγε μεσημέρι
κι ήρθε ένα περιστέρι,
Είμαι τόσο διψασμένο,
τι θα κάνω το καημένο;
Βρε άντε φύγε από εδώ,
του είπε πάλι ο πετεινός
αν σε πιάσω απ’ τη μύτη
θα κάνεις μπαμ
σαν δυναμίτης!
Τότε ήρθε και μια σαύρα
που τα είχε βάψει μαύρα,
νερό ήθελε να πιει,
μα άδεια ήταν η πηγή!
Όλοι τους συμφώνησαν
να βρουν την αλεπού,
άλλοι την ‘λεγαν πονηρή,
όμως εκείνη είχε νου.
Τα σύννεφα θυμώσανε,
τους είπε η αλεπού
νεράκι δεν μας δίνουνε,
έχουν κρυφτεί αλλού!
Όλα μαζί τρυπώσανε
πίσω από τον Ηλιο,
Σαν ο πετεινός τσακώθηκε
μαζί με τον κυρ Χήνο!
Κι όλα τα ζώα πιάστηκαν
αμέσως χέρι – χέρι,
το πρώτο που το έκανε
ήταν το περιστέρι!
Τα σύννεφα ξεπρόβαλλαν
σε λίγο απ’ τη φωλιά τους
κι όλοι μαζί γελούσανε
πολύ απ’ τη χαρά τους!
Και το νεράκι έτρεξε
μες στο γλυκό αυλάκι
κι Χήνος τότε έδωσε
στον πετεινό φιλάκι!
Αχ πετεινέ συγχωρά με,
που σου ‘βαλα καβγά,
έλα να πάμε σπίτι μου
να φάμε μουσακά!
Συμπάθα με κυρ Χήνο μου,
που σε ‘διωχνα απ’ το ρυάκι,
έλα να πάμε σπίτι μου,
να πιούμε ένα κρασάκι!
Ειρήνη απλώθηκε παντού,
σαν το γλυκό νεράκι
κι από τότε πάντοτε γεμάτο
ήταν το ρυάκι!
ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ
Μαύρα σύννεφα πολλά
μαζευτήκανε ψηλά
στον Ουράνιο θόλο
και δεν άργησε η βροχή
να κατηφόρα στη γη
τραγουδώντας σόλο!
Κάπου – κάπου μι’ αστραπή
μια περαστική βροντή
είχε συνοδεία,
κι όλα μοιάζανε μαζί
με παράξενη, βουερή,
θεία συναυλία.
Η φρυγμένη εξοχή
να ρουφάει τη βροχή
ίσα που προφτάνει,
ν’ αναλάβουν τα φυτά
π’ η ζεστή καλοκαιριά
τα ‘χε πια μαράνει!
Το νερό τώρα θα πιουν
και ξανά θ’ αναστηθούν
με το Ουράνιο δώρο
που ‘στειλε ο καλός Θεός
της ζωής ο χορηγός
στο μικρό μας κόσμο.
Ελισάβετ Διαμαντάκη
– Κωνσταντουδάκη
ΕΧΕ, ΠΗΓΟΥΛΑ, ΥΠΟΜΟΝΗ
Σ’ ένα πανέμορφο χωριό
στον καταπράσινο αγρό
κάτω απ’ τα δέντρα τα ψηλά
νεράκι γάργαρο κυλά.
Χόρτα μεγάλα και μικρά
και λουλουδάκια και πουλιά
σβήνουν τη δίψα τους γοργά
στα κρυσταλλένια της νερά…
…Κι άνθρωποι τόσοι πάνε κει
καθημερνή και Κυριακή,
μα ο Χειμώνας σα θα ‘ρθει,
μέν’ η πηγούλα μοναχή!..
Τότε κανείς δε σταματά
γιατί το κρύο τούς τρυπά
και ζέστη ψάχνουνε να βρουν·
όχι νερό να δροσιστούν!..
Έχε, πηγούλα, υπομονή
το Καλοκαίρι να φανεί,
για να ‘χεις πάλι συντροφιά
ανθρώπους, ζώα και πουλιά!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Πανέμορφο μου θυμίζει παλιές όμορφες εποχές