Μεγάλη εορτή θα ανατείλει για μας, από τις εορτές που μας αγκαλιάζουν σύγκορμα και ως ψυχές υπεύθυνες και ως ανθρώπους ελεύθερους και ως Εθνος που επέζησε με το βλέμμα του στραμμένο προς τον ουρανόν. Η 25η Μαρτίου δεν είναι μονάχα εκείνη του Εικοσιένα. Είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα, η ημέρα που η αγάπη και η συγγνώμη του Θεού, εκδηλώνεται δραστικά, αποφασιστικά με τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας.
Aπό τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου αρχίζει το έργο της σωτηρίας μας. Της απαλλαγής μας από την καταδίκη. Της συγχωρήσεώς μας από την παρακμή. Της συμφιλιώσεώς μας, τέλος, με τον Θεόν. Εορτή πανανθρώπινη, που θα φέρνει το ρίγος της λυτρώσεως στις ψυχές όλων των εποχών. Ολων των λαών που φώτισε η αλήθεια και η χάρις του Θεού. Μπροστά στο αλάλητο θαύμα της ταπεινώσεως του Θεού και της θεληματικής Του εγκλείσεως μέσα σε ανθρώπινα σπλάχνα για την σωτηρία μας από την αμαρτία και την απαλλαγή μας από την κατάρα του αιωνίου θανάτου, μένομε έκπληκτοι. Η λογική μας ατονεί καθώς αναπολούμε τον αιώνιο και απερινόητον Θεόν μέσα στο σώμα της Παρθένου Μαρίας. Και δεν μας απομένει παρά να δεχθούμε τη μεγίστην ευεργεσίαν και να δοξάσομε τα θαυμάσια της Χαριτός του.
Αλλά και μπροστά στο Εικοσιένα, σ’ αυτήν την μαρτυρική ανάσταση του Εθνους μας, μένομε έκπληκτοι, σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα θαύμα. Τα βιώματα της σημερινής κορυφαίας εορτής είναι ομόλογα: Εκπληξις και θάμβος, συγκλονισμός Ιερός. Ενα Εθνος ταπεινωμένο, αλλά μεγάλο και δυνατό, το δικό μας Εθνος, περνά από ζοφερό σκότος τετρακοσίων χρόνων δουλείας, βασανισμένο, γυμνό και ξυπόλητο, αλλά με την ψυχή ολόρθη και ολόφεγγη από πίστη και βγαίνει στο μεγάλο αλώνι της ελευθερίας, ζητώντας να συνεχίσει το πνευματικό του έργο στον κόσμον. Το θαύμα του Εικοσιένα.
Το μεγάλο και υπέρμαχο τέκνον του Εθνους μας, ο Φραγκίσκος Σκουφάς θα γράψει:
«Μίλησε και συ ω ουρανέ. Ειπέ και εσύ με ακτινοβόλο γλώσσα της Χριστωνύμου Ελλάδος τις δόξες. Πώς είδες την πρώτη φορά ανθρώπους να περνούσι μέσα εις τας ερήμους ζωήν των αγγέλων και να αντιλαλούσι τους θεϊκούς ύμνους. Εκείνα τα δάση μες από τα οποία δεν ακούοντο παρά οι άγριες φωνές των θηρίων; Πού είδες τα όρη, πετρώδη και άκαρδα, να βλαστάνουσι άνθη των αρετών;… Πόθεν ετρύγησαν τόσα ρόδα διά να μυρίση μετ’ εκείνα ο Παράδεισος; Ποίος, παρά η Ελλάδα σού εχάρισε τα πλέον υπέρφωτα άστρα, όπου να σου αστράπτουσιν εις το στερέωμα; Και, εις βραχυλογία, αν ο Εωσφόρος σε έγδυσε από τους αγγέλους, το Ελληνικόν Γένος και τόσους αγίους σού έδωσε, όπου δεν φαίνεσαι πλέον ουρανός, αμή, χωρίς καμμίαν υπερβολήν, όλος φαίνεσαι μια Ελλάδα!».
Το μέγα μυστήριο του Εικοσιένα είναι πως συνεδύασε τη θρησκευτική πίστη με το Εθνικό πάθος. Ο Τούρκος δεν ήταν, και δεν είναι, μονάχα ο εχθρός των Ελλήνων. Ήταν και είναι, και ο εχθρός των Χριστιανών. Αν κανείς αμφιβάλει γι’ αυτό, αυτός δεν είναιΕλληνας. Δεν είναι Χριστιανός. Για τούτο ο αγώνας είναι δίδυμος. Για τούτο η Ελληνική Επανάστασις είναι η μόνη επανάστασις μέσα στην ιστορία του κόσμου που έβγαλε αγίους.
Ηταν η επανάστασις αρετής, πάθους υπερβατικού, πίστεως εις την αθανασία. Μια επανάστασις με την Ορθόδοξη Εκκλησία μας επικεφαλής. Μια επανάστασις εθνικής υπερηφανείας, υπέρ της Ελευθερίας που με την ενανθρώπιση και την θυσία του έφερε ο Θεός στον άνθρωπον.
Εορτάζομε, λοιπόν, διπλά ελευθέρια σήμερα: Τα ελευθέριά μας από την καταδίκη της αμαρτίας, και τα εθνικά μας ελευθέρια. Ανοίγομε την καρδιά μας και βρίσκομε άρρηκτα συνδεδεμένα την Ορθοδοξία με το Εθνος, σε σύνδεσμον αγάπης αιματηρής, θυσίας και θριάμβου. Αυτό το μεγάλο γεγονός της εκφράσεως της σωτηρίας του Εθνους μας από την Ορθόδοξη Εκκλησία, χρειάζεται ιδιαίτερα να το στοχασθούμε, ιδίως στους πονηρούς καιρούς μας…
Η Ορθοδοξία δεν είναι, βέβαια, υπόθεσις μόνο της Ελλάδας. Αλλά η Ελλάδα είναι αναμφισβήτητα υπόθεσις της Ορθοδοξίας. Δεν ξέρομε τι μορφή θα είχε η Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς την Ελληνική κληρονομία, ξέρομε όμως πως χωρίς την Εκκλησία, Ελλάδα δεν θα υπήρχε σήμερα.
Η αγιασμένη, και φλογισμένη από Πίστη και Ελλάδα ψυχή του μακαριστού λογίου και αγιογράφου Φώτη Κόντογλου έγραψε τα παρακάτω και που αποτελούν την πεμπτουσία του θέματός μας:
«Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 μια πνοή αγιασμένη και η Ιστορία της είναι σα συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν την μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σα χαροκαμένη χήρα. Οι άντρες ήταν σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλόγριες, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο κι ελπίδα, τη λεγόμενη “χαρμολύπη”, σαν χερουβικά, σαν τροπάρια. Μια αγιοσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήτανε, με όλη την παλληκαριά τους, συντριμένες και ταπεινωμένες. Γι’ αυτό κι η θρησκεία μας ήτανε αληθινή… Η αληθινή Ορθοδοξία που είναι πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι βαθιά φυτρωμένη στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας».