Ακριβά παραμένουν τα προϊόντα στην Ελληνική αγορά, την ίδια ώρα που τα εισοδήματα των καταναλωτών έχουν πάρει προ πολλού την κατιούσα ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχει καμία εισροή χρημάτων στον οικογενειακό προϋπολογισμό λόγω της εκτόξευσης της ανεργίας.
Όπως αποκαλύπτει πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ το καλάθι της νοικοκυράς φαίνεται πως έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα, αφού μετά από έξι χρόνια ύφεσης, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες όπου τα προϊόντα παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές, πολλές φορές μάλιστα πιο ακριβά από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Παρόμοια είναι η εικόνα που υπάρχει και στους νομούς της Κρήτης, με εξαίρεση ωστόσο, την «εναλλακτική» λύση που έχουν τα ντόπια νοικοκυριά, αφού τα τοπικά προϊόντα διατίθενται σε καλές τιμές και η ποιότητά τους χαρακτηρίζεται ως εξαιρετική, όπως ανέφερε η πρόεδρος της Ένωσης Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης κ. Ιωάννα Μελάκη, μιλώντας στην Κρητική Επιθεώρηση. «Ενώ έχουν μειωθεί τα εισοδήματα στην Ελλάδα τα προϊόντα συγκριτικά με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες είναι περίπου 20% πιο ακριβά ιδιαίτερα σε επίπεδο πολυεθνικών εταιρειών» πρόσθεσε σε σχέση με τις ανυποχώρητες τιμές σε όλη τη χώρα και την Κρήτη, εν μέσω οικονομικής ύφεσης και συρρίκνωσης των εισοδημάτων.
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ΓΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ
Η κ. Μελάκη μετέφερε την εικόνα από την Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης και ανέφερε πως δέχεται συχνά παράπονα πολιτών και καταγγελίες που σχετίζονται με τις ιδιαίτερα υψηλές τιμές προϊόντων στην αγορά, ενώ παράλληλα, στα γραφεία της ένωσης φτάνουν και καταγγελίες που αφορούν την ποιότητα των προϊόντων.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η κ. Μελάκη συγκριτικά τα προϊόντα εισαγωγής παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα σε καταγγελίες από τα τοπικά, υπογραμμίζοντας πως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως τα τοπικά προϊόντα διατίθενται σε τιμές πολύ χαμηλότερες, καθώς δεν επιβαρύνονται από έξοδα μεταφοράς, ένα κόστος αρκετά σημαντικό που πολλές φορές δημιουργεί απαγορευτικό κόστος για τα νοικοκυριά. «Στην Κρήτη όπως και σε όλη την Ελλάδα είναι υψηλές οι τιμές γι’ αυτό πάντα υπενθυμίζουμε στους καταναλωτές πως η Κρήτη έχει τις δικές τις αλυσίδες και τα δικά της καταστήματα τα οποία μπορούν να στηρίζουν και να επωφελούνται από χαμηλές τιμές, καλή ποιότητα και ασφαλή προϊόντα που δεν περιλαμβάνουν μεταφορικά έξοδα και άλλες επιβαρύνσεις. Είναι σημαντικό να στηρίζουμε την τοπική επιχειρηματικότητα παράλληλα. Στην Κρήτη έχουμε εναλλακτική να αγοράσουμε σε χαμηλές τιμές τα δικά μας προϊόντα. Φυσικά, δεχόμαστε καταγγελίες στην Ένωση και για τα τοπικά και για τα υπόλοιπα προϊόντα στην αγορά. Αυτό που παρατηρούμε όμως είναι η συχνότητα. Για τα τοπικά προϊόντα δεν έχουμε μεγάλη συχνότητα στις καταγγελίες, είναι σημαντικά λιγότερες οι καταγγελίες. Οι καταναλωτές διαμαρτύρονται για τα τυποποιημένα, διεθνή προϊόντα και καταγγέλλει τις υψηλές τιμές αλλά και την ποιότητα πολλές φορές.
Πρόσφατα μάλιστα, είχαμε καταγγελία για κρέας και παραπέμψαμε την υπόθεση στην Π.Ε Χανίων, διότι έγινε στο νομό Χανίων, για περαιτέρω διερεύνηση από ειδικούς κτηνιάτρους και εργαστηριακούς ελέγχους» ανέφερε η κ. Μελάκη.
Ι. ΜΕΛΑΚΗ: ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Σε ό,τι αφορά το κόστος των προϊόντων στους νομούς της Κρήτης, παρουσιάζουν ελάχιστες διαφοροποιήσεις που σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τον ανταγωνισμό που υπάρχει στην τοπική αγορά. Συνεπώς, η μεγαλύτερη αγορά της Κρήτης που βρίσκεται στο Ηράκλειο, εμφανίζει σύμφωνα με τα στοιχεία της ένωσης καταναλωτών, πιο χαμηλές τιμές στα βιομηχανικά προϊόντα, δηλαδή τα είδη ένδυσης υπόδησης με εξαίρεση όμως τα πολυκαταστήματα που έχουν ενιαίο τιμολόγιο Πανελλαδικά. Την ίδια ώρα, το Ρέθυμνο και τα Χανιά έχουν υψηλές τιμές στα αντίστοιχα προϊόντα, ωστόσο το Ρέθυμνο έχει ιδιαίτερα χαμηλές τιμές σε προϊόντα παραγωγής, ενώ χαρακτηρίζεται μάλιστα ως μια από τις καλύτερες αγορές του νησιού σε ό,τι αφορά τα τοπικά προϊόντα.
«Σε όλους τους νομούς υπάρχουν τα διεθνή, εισαγόμενα προϊόντα και τα προϊόντα των πολυεθνικών που έχουν ενιαίο τιμολόγιο Πανελλαδικά. Συνήθως στα βιομηχανικά προϊόντα, ένδυση, υπόδηση κ.ά. οι μεγαλύτερες αγορές παρουσιάζουν χαμηλότερες τιμές, διότι είναι μεγαλύτερος ο ανταγωνισμός. Για παράδειγμα το Ηράκλειο έχει χαμηλές τιμές σε αυτά τα προϊόντα αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι η μεγαλύτερη αγορά της Κρήτης και έχει και καταστήματα πολυεθνικών. Οι μικρότερες αγορές, των Χανίων και του Ρεθύμνου έχουν μικρότερο ανταγωνισμό, συνεπώς υψηλότερες τιμές. Το Ρέθυμνο για παράδειγμα είναι αρκετά ακριβό στην κατηγορία των βιομηχανικών προϊόντων, όμως έχει την πιο φθηνή αγορά σε παραγωγικά προϊόντα. Σε παγκρήτιο επίπεδο γνωρίζουμε ότι το Ρέθυμνο έχει πολύ καλή αγορά σε αγροτικά, κτηνοτροφικά, τοπικά προϊόντα ντόπιας παραγωγής» ανέφερε η κ. Μελάκη.
Πάντως, η Ένωση Προστασίας Καταναλωτών Κρήτης συμβουλεύει τους αγοραστές να προχωρούν σε καλή έρευνα αγοράς και σύγκριση ποιότητας τιμής που θα πρέπει να αποτελεί βασική προϋπόθεση για το καταναλωτικό κοινό. «Πέρα από τα δεδομένα και την εικόνα που έχει η Ένωση, εμείς πάντα λειτουργούμε προς όφελος των καταναλωτών και στηρίζουμε τις τοπικές επιχειρήσεις. Συμβουλεύουμε πρωτίστως τους καταναλωτές να κάνουν καλή έρευνα αγοράς και να είναι προσεκτικοί στο τι προϊόντα επιλέγουν. Όταν προχωράνε σε αγορές καλό είναι να έχουν κάνει έρευνα και να έχουν καταλήξει στην καλύτερη τιμή συγκριτικά με την ποιότητα».
ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΟΟΣΑ: ΥΨΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ ΜΕ ΣΥΡΡΙΚΝΩΜΕΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), ένα κιλό αλεύρι στην Ισπανία κοστίσει 1,03 ευρώ όταν στην Ελλάδα αποτιμάται 1,25 ευρώ, ή το ψωμί για τοστ που στην Ελλάδα εμφανίζεται ακριβότερο από την Ισπανία, αλλά και από τη Γερμανία.
Στη χώρα μας παρατηρείται το εξής παράδοξο.
Την ώρα που ο πληθωρισμός εμφανίζεται αρνητικός για 32 συνεχόμενους μήνες, η μείωση των τιμών που αντικατοπτρίζει, υπολείπεται πολύ των μειώσεων στο μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι τιμές των προϊόντων μειώνονται οριακά μετά το 2013, την ώρα που το διαθέσιμο εισόδημα, μειώνεται από το 2008 και μετά, κατά 6,7% ετησίως. Βρίσκεται σήμερα στα 17.448 ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ που είναι στα 24.339 ευρώ, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα, μόλις στην 27η θέση μεταξύ των 36 χωρών-μελών του Οργανισμού και πολύ χαμηλότερα από άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.