» Guido Morselli (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, εκδόσεις Loggia)
Για χρόνια πίστευα πως η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία τίποτα το ιδιαίτερα αξιόλογο δεν είχε να επιδείξει. Αντιλαμβάνομαι τη γενίκευση του παραπάνω αφορισμού, αλλά ό,τι δοκίμαζα να διαβάσω, προερχόμενο από τη γείτονα χώρα, δεν με ικανοποιούσε, αν εξαιρέσει κανείς τα έργα που ανήκουν στον ιταλικό κανόνα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξαν Τα οχτώ βουνά του Πάολο Κονιέτι, που πρόσφατα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, βιβλίο που, παρότι δεν ήταν κακογραμμένο και έμοιαζε να ικανοποιεί τις συγγραφικές επιδιώξεις, αποδείχτηκε ωστόσο μάλλον αδιάφορο για τα γούστα μου. Κάτι αντίστοιχο ένιωθα και για το σύγχρονο ιταλικό σινεμά· περασμένα μεγαλεία που τα διαδέχτηκε μια μάλλον αδιάφορη περίοδος. Από πέρσι, ωστόσο, κάτι έχει αλλάξει και αυτό οφείλεται στις επιλογές των εγχώριων οίκων. Επιλογές που δεν περιορίζονται μόνο σε βιβλία γραμμένα πρόσφατα (βλ. Μια φιλία, Ο νόμος του μίσους, Napoli mon amour), αλλά περιλαμβάνει και πιο παλιά βιβλία, μετά τα μισά του περασμένου αιώνα, τα οποία για διάφορους λόγους επανήλθαν στο προσκήνιο (βλ. Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, Πικρή ζωή). Και είναι τέτοια η αλλαγή που πια η είδηση της κυκλοφορίας ενός ιταλικού βιβλίου μου δημιουργεί προσδοκίες.
Πιάνοντας στα χέρια μου το Dissipatio H.G., στις προσδοκίες με βάση τη χώρα προέλευσης ήρθε να προστεθεί και το υπό διαπραγμάτευση ζήτημα της αυτοκτονίας, ζήτημα που πολλάκις έχω καταθέσει πως μου κινεί ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον. Ο Μορσέλι μου ήταν παντελώς άγνωστος. Αυτοκτόνησε το 1973, χρονιά κατά την οποία ολοκλήρωσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Μόλις δύο βιβλία του κυκλοφόρησαν όσο ο συγγραφέας ήταν εν ζωή, το ενδιαφέρον για το έργο του ακολούθησε, η καταξίωση άργησε. Η σχετικά πρόσφατη κυκλοφορία του Dissipatio H.G. από τις εκδόσεις Loggia (με τις πάντοτε ενδιαφέρουσες προτάσεις) σε μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη έμοιαζε μια καλή πρώτη γνωριμία με το έργο του.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής αποφασίζει να αυτοκτονήσει σε μια μικρή λίμνη που βρίσκεται στα βάθη μιας σπηλιάς, κοντά στο μέρος στο οποίο γεννήθηκε. Τελευταία στιγμή το μετανιώνει και επιστρέφει στην επιφάνεια του εδάφους. Στο ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα ένα παράδοξο γεγονός λαμβάνει χώρα, άπαντες οι εκπρόσωποι του ανθρώπινου είδους έχουν εξαφανιστεί. Ο τίτλος του μυθιστορήματος αποδίδεται στον φιλόσοφο Ιάμβλιχο και σε ένα κείμενό του σχετικά με το τέλος του ανθρώπινου είδους, Dissipatio Humani Generis, φράση προερχόμενη από τα λατινικά που στα ελληνικά θα αποδιδόταν ως Εξαέρωση Ανθρώπινου Είδους. Τα ζώα έχουν κιόλας αντιληφθεί πως πια δεν κινδυνεύουν από την ανθρώπινη παρουσία, διεκδικώντας νέες περιοχές, ενώ οι μηχανές συνεχίζουν να λειτουργούν χάρη στην αυτοματοποίηση. Ο αφηγητής περιφέρεται σε ένα μεταποκαλυπτικό σκηνικό αναζητώντας κάποιον άλλο επιζώντα. Επιστρέφει στη Χρυσούπολη (η οποία μοιάζει να αποτελεί μια φανταστική εκδοχή της Ζυρίχης), κινείται σε γνώριμους δρόμους, όπως στα γραφεία της εφημερίδας όπου δούλευε αλλά και στην αίθουσα του χρηματιστηρίου, αυτού του σύγχρονου ναού, στοχάζεται και αναρωτιέται τι να συνέβη, προσπαθεί να διακρίνει το συναίσθημά του απέναντι σε μια τέτοια παράδοξη εξέλιξη.
Το εύρημα της εξαφάνισης αποτελεί μια τέλεια αφορμή για στοχασμό αφού εκείνος που ήθελε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, θέτοντας εκούσιο τέλος στην ύπαρξή του, βρίσκεται να είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του είδους του στον κόσμο. Ο Μορσέλι δεν εγκλωβίζεται στο εύρημα αυτό, δεν περιορίζεται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας, δεν καταφεύγει σε εύπεπτες και εύκολες φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά αντίθετα χρησιμοποιεί τη συνθήκη για να αποτυπώσει τον συναισθηματικό αλλά και λογικό καμβά του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας μάρτυρας ώστε να πιστοποιεί την ύπαρξή του, αφού ακόμα και το ερώτημα περί αυτοκτονίας μοιάζει ψευδές, έτσι όπως υπόκειται στον περιορισμό. Ας μη γελιόμαστε: χωρίς μάρτυρες δεν υπάρχει αυτοκτονία. Η αφήγηση δεν διέπεται μόνο από αγωνία, η ειρωνεία είναι διαρκώς παρούσα, τα συναισθήματα του αφηγητή είναι αρκετά πιο περίπλοκα, δεν νιώθει ακριβώς φόβο, περισσότερο επιχειρεί να διαχειριστεί την παράδοξη φύση της εξαφάνισης, τη νέα αυτή συνθήκη παρουσίας σε έναν γνώριμο, πλην όμως κενό από την ανθρώπινη παρουσία, κόσμο εκ του οποίου ήθελε να εξέλθει. Ένας παραλίγο αυτόχειρας, που πάσχει από ανθρωποφοβία και μισανθρωπία, νιώθει ξάφνου το συναίσθημα της μοναξιάς, έτσι όπως ο ετεροπροσδιορισμός της ύπαρξης παύει να ισχύει, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιεί πως ακόμα διαθέτει το ένστικτο της επιβίωσης. Η περιέργεια για το τι πραγματικά συνέβη διακλαδώνεται με την ανάγκη του αφηγητή για επαφή.
Η ιδέα-εύρημα του Μορσέλι είναι καταπληκτική, όχι μόνο λόγω της όποιας πρωτοτυπίας της, αλλά κυρίως λόγω των δυνατοτήτων που του προσφέρει και εκείνος εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Η γλωσσική διαχείριση της συνθήκης είναι άψογη, καθώς καταφέρνει να ενσωματώσει και να αναδείξει ικανοποιητικά την αντίφαση και την ποικιλομορφία των συναισθημάτων του αφηγητή, αλλά και τον κωμικοτραγικό χαρακτήρα της συνθήκης, χωρίς να υποκύψει σε ωραιοποίηση και νοσταλγία για το τέλος του ανθρώπινου είδους, αλλά ούτε και να καταφύγει σε έναν λίβελο. Αυτή η ισορροπία είναι που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό ενδιαφέρον. Σημαντικό επίσης είναι πως ο Μορσέλι καταφέρνει να κλείσει με έξυπνο τρόπο την αφήγηση αυτή, χωρίς να ποντάρει στην έκπληξη, χωρίς να αποδειχτεί θύμα της ίδιας του της έμπνευσης, χωρίς να αφήσει στον αναγνώστη μια αίσθηση αμηχανίας ενός βιαστικού και πρόχειρου τέλους. Εν ολίγοις, το Dissipatio H.G. είναι ένα πολύ καλό βιβλίο παρά την παραδοξότητά του. Ο τίτλος μου έφερε αναπόφευκτα στον νου το μυθιστόρημα της σπουδαίας Λισπέκτορ, Τα κατά α(νθρώπινο). γ(ένος). πάθη.