Η πρώτη μοτοσυκλέτα λεγόταν Einspur (φωτ. πάνω) και τη σχεδίασε εξ ολοκλήρου ο Gottied Dalmer και παρουσιάστηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1885.
Hταν το πρώτο μηχανοκίνητο όχημα που χρησιμοποιούσε κινητήρα εσωτερικής καύσης, ενώ αποτελούσε το πιο γρήγορο μέσο της εποχής, με την τελική του ταχύτητα να αγγίζει 15 χ.α.ω.
Στη συνέχεια χρόνο με το χρόνο, οι ταχύτητες και οι ιπποδυνάμεις άρχισαν να ανεβαίνουν πολύ γρήγορα, ενώ οι μηχανολογικές καινοτομίες, οι σχεδιαστικές και αισθητικές πινελιές των ανήσυχων σχεδιαστών και μηχανικών, μας έδωσαν μοτοσυκλέτες που ακόμα και σήμερα, αποτελούν ορόσημο στην ιστορία των δύο τροχών. Κάποιες βέβαια από αυτές όταν εμφανίστηκαν ήταν πανάκριβες στην απόκτησή τους, αν και αποτέλεσαν το όνειρο κάθε μοτοσυκλετιστή στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Όνειρο όμως παραμένουν ακόμα και σήμερα για τους περισσότερους συλλέκτες γιατί -όπως αυτές που παρουσιάζουμε- κατασκευάστηκαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, με τις τιμές τους -συνήθως σε δημοπρασίες- να φτάνουν πενταψήφιους αριθμούς…
1923: Αce XP-4 (φωτ. 1)
Τελική 210 χ.α.ω
Μια μοτοσυκλέτα χωρίς αντίπαλο, ένας πραγματικά πύραυλος βρέθηκε στα χέρια ελαχίστων τυχερών που είχαν την οικονομική δυνατότητα να την αποκτήσουν και την ικανότητα να στύψουν το γκάζι της. Σχεδιασμένη και κατασκευασμένη από τον Bull Henderson (όταν είχε ήδη πουλήσει την ομώνυμη φίρμα) η Ace XP-4 προοριζόταν για αγωνιστική χρήση, μπορούσε όμως να διατεθεί και με εξοπλισμό δρόμου, αν το επιθυμούσε ο ευκατάστατος αγοραστής. Ο τετρακύλινδρος κατά μήκος τοποθετημένος κινητήρας της, όχι μόνο ήταν απόλυτα καινοτομική επιλογή, για τα τότε δεδομένα, αλλά χάριζε στην Αce όλα τα πλεονεκτήματά του: Απουσία κραδασμών, επιδόσεις, ταχυστροφία (για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’20) και κάπου 50 ίπποι που έκαναν τη XP-4 να περνά με άνεση τα 200 χ.α..ω, μια ταχύτητα δολοφονική, αν συνυπολογίσει κανείς, την απουσία αναρτήσεων και την ποιότητα του οδικού δικτύου των αρχών του περασμένου αιώνα. Η Αce ωστόσο πέρασε στην ιστορία όταν το 1924, ο Red Wolverton πάνω στη σέλα μιας ειδικά σχεδιασμένης και προετοιμασμένης XP-4, σημείωσε ρεκόρ κινούμενος με 210 χ.α.ω. Ήδη δύο χρόνια νωρίτερα,τον Σεπτέμβρη του 1922 ο “Cannonball” Baker είχε διανύσει με μια Ace την απόσταση των 5.635 χιλιομέτρων από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη μέσα σε 6 ημέρες, 22 ώρες και 6 λεπτά. Κινητήρας: τετράχρονος, τετρακύλινδρος σε σειρά με 2 βαλβίδες ανά κύλινδρο. Κυβισμός: 1224 κ.εκ. Ιπποδύναμη: 50 ίπποι. Τροφοδοσία: Mονό καρμπυρατέρ. Bάρος: 146 κιλά.
1930: Brough Superior SS100 (φωτ. 2)
Τελική 170 χ.α.ω.
Μια μοτοσυκλέτα ορόσημο, ένα θρυλικό μηχάνημα που άφησε εποχή με τη σχεδιαστική του αρτιότητα και εισήγαγε τον κόσμο της μοτοσυκλέτας στην έννοια της λέξης superbike. Η Brough Superior SS100 παρoυσιάστηκε το 1930 και ήταν το δημιούργημα του George Brough, ενός ιδιοφυούς νεαρού που άφησε την οικογενειακή βιοτεχνία κατασκευής δικύκλων και άνοιξε τη δική του εταιρεία το 1921. Η SS100 είχε όσες δυνατότητες και οι πανάκριβες ανταγωνίστριές της συν κάτι ακόμα: μηχανολογική και αισθητική τελειότητα που την έκανε διάσημη και ποθητή σε κάθε μοτοσυκλετιστή της εποχής. Η ωμή δύναμη του V2 των 1000 κ.εκ. με τις επικεφαλής βαλβίδες που κατασκευαζόταν από την JAP, υπερκάλυπτε τις απαιτήσεις των ριψοκίνδυνων εκείνης της εποχής, οι αναρτήσεις εμπρός-πίσω διέθεταν και αποσβεστήρες, ενώ όλοι έμεναν εντυπωσιασμένοι από τα δυνατά φρένα, τον πλήρη εξοπλισμό και τις μικρές λεπτομέρειες – όπως ο ανεμοθώρακας- που έκαναν τη Brough να ξεχωρίζει. Δίκαια απέκτησε το προσωνύμιο “η Rolls Royce της μοτοσυκλέτας”, ενώ ανάμεσα στην αφρόκρεμα του πελατολογίου της εταιρείας συμπεριλαμβανόταν και ο Λόρενς της Αραβίας, ιδιοκτήτης μιας 10άδας SS100,τις οποίες μάλιστα είχε βαφτίσει “George” προς τιμή του φίλου του George Bernard Shaw. Tην αγάπη του για τις μοτοσυκλέτες ο Συνταγματάρχης Τ.Ε. Lawrence την πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του, όταν σκοτώθηκε το 1935 οδηγώντας μια SS100. Κινητήρας: Τετράχρονος, δικύλινδρος V-2, κατασκευής JAP, με 2 επικεφαλής βαλβίδες ανά κύλινδρο. Κυβισμός: 998 κ.εκ. Ιπποδύναμη: 45 ίπποι Τροφοδοσία: Μονό καρμπυρατέρ κατασκευής Brugh με δύο πλωτήρες. Αναρτήσεις: Tύπου girder εμπρός και τύπου cantilever πίσω με ελατήρια και αποσβεστήρες. Βάρος: 181 κιλά.
1939: AJS Supercharged V4 (φωτ. 3)
Tελική 217 χ.α.ω.
Απόλυτα αντισυμβατική, εξαιρετική, πολύπλοκη, μίλια μπροστά από την εποχή της, η AJS V4 ήταν ένα καθαρόαιμο άτι, ένα πολεμικό εργαλείο που σχεδιάστηκε προκειμένου να σαρώσει τους αγώνες ΤΤ. Επικεφαλής εκκεντροφόροι, υδρόψυξη, κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων, μόλις 500 κ.εκ., τέσσερις κύλινδροι σε V διάταξη και ογκομετρικός υπερσυμπιεστής (τούρμπο) ξεπερνούσε και τη φαντασία του προπολεμικού μοτοσυκλετιστή. Έπρεπε να περάσουν άλλα 40 χρόνια μέχρι να δούμε ανάλογους κινητήρες αναρτημένους σε πλαίσια μοτοσυκλετών. Υπολογίζεται πως η ισχύς της άγγιζε τους 80 ίππους και η τελική ταχύτητα της τα 217 χ.α.ω. Τόσο στο πιρούνι, όσο και στην πίσω τύπου plunger ανάρτηση η AJS χρησιμοποιούσε αποσβεστήρες, ενώ το βάρος της περιοριζόταν στα 184 κιλά. Η AJS ήταν η πρώτη μοτοσυκλέτα που σημείωσε σε αγώνα μέση ταχύτητα πάνω από 160 χ.α.ω.
1946: Vincent Hrd Black Shandow (φωτ.4)
Τελική 203 χ.α.ω.
Ο Phil Vincent υποστήριζε ότι η Black Shandow ήταν η “ταχύτερη και ασφαλέστερη μοτοσυκλέτα παραγωγής” κι αυτό δεν λεγόταν για λόγους διαφήμισης. Το επιβλητικό αυτό δίκυκλο σχεδιάστηκε το 1946 και συγκέντρωνε ένα σύνολο από πρωτοποριακές τεχνικές επιλογές που έμελλαν να απαντηθούν ξανά δεκαετίες αργότερα. Ανάρτηση τύπου cantilever στον πίσω τροχό και το περίφημο υδραυλικό πιρούνι, που έμεινε στην ιστορία σαν girdraulic, εξασφάλιζαν σταθερότητα και ικανοποιητική συμπεριφορά στις υψηλές ταχύτητες, ενώ τα διπλά ταμπούρα στον εμπρός τροχό επενέφεραν τα πράγματα στη θέση τους, ακόμα και από τις εξωπραγματικές για την εποχή ταχύτητες των 150+ χιλιομέτρων. Ο δικύλινδρος V κινητήρας των 1000 κ.εκ. αποτελούσε δομικό στοιχείο της όλης κατασκευής, στηρίζοντας το ψαλίδι, ενώ το τύπου ραχοκοκκαλιάς πλαίσιο κάτω από το ρεζερβουάρ εκτελούσε και χρέη δεξαμενής λαδιού. Το ότι οι κύλινδροι προερχόταν από αντίστοιχους μονοκύλινδρους κινητήρες της μικρής βιοτεχνίας, είχε σαν αποτέλεσμα την αυξημένη πολυπλοκότητα των σωληνώσεων του λαδιού, γεγονός που χάρισε στην Vincent το παρατσούκλι “ο εφιάλτης του υδραυλικού”. Μία από τις πιο σπάνιες και ποθητές αντίκες όλων των εποχών. Κινητήρας: Tετράχρονος, δικύλινδρος V αερόψυκτος με επικεφαλής εκκεντροφόρους. Κυβισμός: 998 κ.εκ. Ιπποδύναμη: 57 ίπποι/5.700 σ.α.λ. Αναρτήσεις: Υδραυλικό girder εμπρός, καντιλεβέρ πίσω. Βάρος: 208 κιλά. Τελική ταχύτητα: 203 χ.α.ω.
1957: Moto Guzzi V8 (φωτ. 5)
Τελική 286 χ.α.ω.
Ένας πραγματικός θρύλος για την ιταλική βιομηχανία μοτοσυκλέτας και αναμφίβολα ο πιο διάσημος διάττων αστέρας όλων των εποχών.
Η οκτακύλινδρη σχεδιασμένη από τον Giulio Carcano, σηματοδότησε την απόφαση της εταιρείας του Mandelo Del Lario να συμμετάσχει σε αγώνες, αλλά παρά την τεράστια δυναμική της, η καριέρα της τερματίστηκε μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο. Ο υδρόψυκτος οκτακύλινδρος κινητήρας της, χρησιμοποιούσε 2 επικεφαλής εκεντροφόρους και απέδιδε 72 ίππους στις 12.000 σ.α.λ., απόδοση ικανή -βοηθούσης και της αεροδυναμικής- για καταπληκτικές επιδόσεις. Στο Βελγικό Γκραν Πρι του 1957 η V8 μετρήθηκε να περνά από την ευθεία της πίστας με 286 χ.α.ω., αλλά οι δυνατότητες της υπερμοτοσυκλέτας έμειναν ανεκμετάλλευτες, όταν η Moto Guzzi αποφάσισε τελικά να αποσυρθεί από τους αγώνες.
Οι ελάχιστες V8 που κατέληξαν στα χέρια ιδιωτών, έκαναν κατά καιρούς δημόσιες εμφανίσεις σε τοπικούς αγώνες. Κινητήρας: Tετράχρονος, οκτακύλινδρος, υδρόψυκτος σε V 120 μοιρών, με 4 επικεφαλής εκκεντροφόρους και 2 βαλβίδες ανά κύλινδρο. Αναρτήσεις: Οδηγούντες βραχίονες εμπρός και διπλά αμορτισέρ πίσω.