Ποιο είναι το στυλ της Ελληνίδας μάνας; Υποστηρικτική, αυταρχική ή επιτρεπτική; Και πώς αντανακλάται αυτό στη συμπεριφορά του παιδιού της; Η “καρικατούρα” της μάνας, που τρέχει πίσω από τον γιο με ένα τάπερ γεμιστά και κυνηγά την κόρη να μην ξεχάσει τη ζακέτα της, μπορεί να κάνει θραύση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όμως στην πραγματική ζωή το πρότυπο της μητέρας είναι αυτό που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.
«Οι περισσότερες μητέρες θεωρούν ότι είναι υποστηρικτικές, με βάση τις απαντήσεις που οι ίδιες δίνουν, όταν ερωτώνται σε σχετικές έρευνες» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η Μαρία Κτιστάκη, ψυχολόγος Μsc, υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία, στο πλαίσιο εργασίας για τη “Γονεϊκή τυπολογία των μητέρων και επιθετικότητα των παιδιών”, διεξήγαγε σχετική έρευνα μεταξύ 137 μητέρων στην Κρήτη.
Oπως εξηγεί η κα Κτιστάκη, «η μορφή της διαπαιδαγώγησης, της κοινωνικοποίησης και της γενικότερης καθοδήγησης που λαμβάνουν τα παιδιά από τους γονείς τους, περιγράφεται με τον όρο γονεϊκό στυλ -αποδίδεται και ως γονεϊκή τυπολογία- και αναφέρεται στο συναισθηματικό κλίμα που χαρακτηρίζει τη σχέση του γονέα με το παιδί του».
ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΟΝΕΪΚΑ “ΣΤΥΛ”
Υποστηρικτικοί θεωρούνται οι γονείς, οι οποίοι ενθαρρύνουν τις προσπάθειες των παιδιών τους να αυτονομηθούν και είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι απέναντι σε αυτά. Ο ίδιος τύπος γονέα συναντάται και με τον όρο “γονέας με κύρος”.
Στον αντίποδα, οι αυταρχικοί γονείς τείνουν να έχουν υπερβολικές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες από τα παιδιά τους, ασκούν σε αυτά άμεσο σωματικό και ψυχολογικό έλεγχο και καταστέλλουν τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους.
Οι επιτρεπτικοί γονείς, από την άλλη πλευρά, δεν προσφέρουν καμία μορφή καθοδήγησης στα παιδιά τους, ενώ πολύ συχνά τους δίνουν το δικαίωμα να λειτουργούν εντελώς ανεξέλεγκτα. Οσον αφορά τον συναισθηματικό τομέα οι επιτρεπτικοί γονείς, είτε αδιαφορούν για τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών τους, είτε ανταποκρίνονται σε αυτές, αλλά με έναν αδιάκριτο ή ενοχλητικό τρόπο.
Οπως διευκρινίζει η κα Κτιστάκη, μέσα από έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τη σχέση ανάμεσα στους διαφορετικούς γονεϊκούς τύπους και την κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών έχει βρεθεί ότι τα παιδιά των υποστηρικτικών γονέων είναι περισσότερο ανεξάρτητα, διαθέτουν υψηλότερα κίνητρα επίτευξης στόχων και προσαρμόζονται καλύτερα στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα.
Οι ίδιες έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά των αυταρχικών γονέων έχουν την τάση να εξαρτώνται από άλλα πρόσωπα, διαθέτουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και αδυνατούν να ελέγξουν όσα τους συμβαίνουν. Αντίστοιχα τα παιδιά των επιτρεπτικών γονέων δεν σέβονται καθόλου τους εξωτερικούς κανόνες και αδυνατούν να ελέγξουν τις παρορμήσεις και τις επιθυμίες τους.
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΥΝ ΟΡΙΑ
Στην έρευνα που διεξήγαγε η κα Κτιστάκη διερεύνησε την πιθανότητα η γονεϊκή τυπολογία των μητέρων να σχετίζεται με την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς στα παιδιά.
Αναλύοντας τις απαντήσεις μητέρων και των παιδιών τους κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο επιτρεπτικός και σε μικρότερο βαθμό ο αυταρχικός τύπος της μητέρας σχετίζονται με την εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς από την πλευρά των παιδιών. Επιπρόσθετα, οι στατιστικές αναλύσεις έδειξαν ότι μόνο ο επιτρεπτικός τύπος της μητέρας μπορεί να προβλέψει τα επίπεδα της επιθετικότητας που εκδηλώνει το παιδί.
«Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο αδυνατεί η μητέρα να σεβαστεί τις ανάγκες και τα συναισθήματα του παιδιού της (αυταρχική μητέρα) και επίσης όσο η μητέρα αδυνατεί να θέσει όρια στο παιδί της (επιτρεπτική μητέρα), τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες το παιδί να εκδηλώσει επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά» εξηγεί η κα Κτιστάκη.
«Με βάση τα συγκεκριμένα ευρήματα, συμπεραίνεται ότι στο συγκεκριμένο δείγμα των παιδιών και των μητέρων, ο επιτρεπτικός τύπος της μητέρας είναι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες, που -μεταξύ άλλων- συνδράμουν στην εκδήλωση του φαινομένου της παιδικής επιθετικότητας. Για τον αυταρχικό τύπο μητέρας δεν προέκυψαν αντίστοιχα αποτελέσματα, παρά μόνο μία στατιστικά σημαντική, αλλά χαμηλή συσχέτιση, η οποία θεωρητικά θα μπορούσε να είναι και αντίθετης φοράς, δηλαδή όσο πιο επιθετικό είναι το παιδί τόσο πιο αυταρχικές πρακτικές να υιοθετεί η μητέρα του» καταλήγει η έρευνα.
Στην έρευνα συμμετείχαν 137 μητέρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 40,93 έτη. Το 75% αυτών ήταν εργαζόμενες, το 24% άνεργες και 1% συνταξιούχοι. Τα παιδιά των μητέρων, μαθητές της ΣΤ’ν τάξης δημοτικών σχολείων σε διαφορετικές περιοχές της Κρήτης, συμπλήρωσαν την “Κλίμακα Achenbach” (ερωτηματολόγιο- προφίλ σχολικής ηλικίας).
Η κα Κτιστάκη διευκρινίζει ότι θα πρέπει να γίνει αντίστοιχη έρευνα και σε πατέρες, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν υπάρχει αντίστοιχη επίδραση της γονεϊκής τυπολογίας στις συμπεριφορές των παιδιών τους.
Σημειώνει, εξάλλου, ότι η δυνατότητα “μετάβασης” από ένα γονεϊκό στυλ σε άλλο, σχετίζεται με τον βαθμό επίγνωσης που έχει ο ίδιος ο γονέας για το πρότυπο που “υπηρετεί”, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα, ερμηνεύοντας σε μεγάλο βαθμό και γιατί οι περισσότεροι γονείς θεωρούν ότι είναι υποστηρικτικοί απέναντι στα παιδιά τους.
Η κα Κτιστάκη θα παρουσιάσει σήμερα τα αποτελέσματα της έρευνας, στο συνέδριο με τίτλο “Αναστοχασμοί για την παιδική ηλικία”, που διοργανώνει στη Θεσσαλονίκη το Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης σε συνεργασία με την Παιδαγωγική Σχολή και το Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.