Ο ∆ηµήτρης Χριστόπουλος είναι ένας από τους εγχώριους συγγραφείς την πορεία των οποίων παρακολουθώ µε αρκετό ενδιαφέρον, το τέλος της εκάστοτε ανάγνωσης σηµατοδοτεί την εκκίνηση της αναµονής για το επόµενο βιβλίο.
Το Τζίντιλι (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020) µου άρεσε εξωφρενικά πολύ. Το θεωρώ ένα από τα βιβλία που κατά κάποιον τρόπο και για διάφορους λόγους αδικήθηκαν. Μυθιστόρηµα που ανήκει στο ολοένα και µεγαλύτερου ενδιαφέροντος υποείδος της οικολογοτεχνίας, καθώς η κλιµατική αλλαγή όλο και πιο άγρια µας δείχνει τα δόντια της, µια φιλόδοξη απόπειρα που δικαιώθηκε σε µεγάλο βαθµό. Το Έλα να παίξουµε (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2023) ήταν µια καλογραµµένη νουβέλα, ενδεικτικό δείγµα της πρόζας του Χριστόπουλου, µια διπλή γλυκόπικρη αφήγηση σε παρελθοντικό και παροντικό χρόνο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το ∆ωδεκάτη Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ποταµός.
Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012. Ηµέρα ψήφισης του δεύτερου µνηµονίου, µια ογκώδης διαδήλωση εναντίωσης, χηµικά και καταστολή, εκτεταµένες φθορές και συγκρούσεις, µεταξύ των υλικών θυµάτων και οι δίδυµοι κινηµατογράφοι της οδού Σταδίου, Αττικόν και Απόλλων, που έκτοτε χάσκουν εγκαταλελειµµένοι µια ανάσα από το σηµείο µηδέν της Αθήνας, της δικής µας µητροπολιτικής εκδοχής.
Πολλές φορές έχω εκφράσει τον σκεπτικισµό µου σχετικά µε τις συλλογές διηγηµάτων. Πέρα από το γεγονός πως η µικρή φόρµα δεν είναι του γούστου µου, προφανώς µε αρκετές εξαιρέσεις, µέσα στα χρόνια ολοένα και περισσότερες, αναφέροµαι συχνά, σχεδόν εµµονικά, και στην απουσία της απαραίτητης συνοχής, που θα δικαιολογεί τη συνύπαρξη των µερών ως ενιαίο σύνολο. Εκείνο που ευδιάκριτα και εν πρώτοις συνέχει τη συγκεκριµένη συλλογή είναι εκείνη η νύχτα, εκείνη η καταστροφική πυρκαγιά, µια σειρά από στιγµιότυπα από τη ζωή ανθρώπων που µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται µε τους δύο κατεστραµµένους κινηµατογράφους. Ίσως σκεφτείτε: µε το ζόρι συσχετισµοί. Όχι, δεν είναι αυτή η περίπτωση τέτοια. Οι κινηµατογράφοι, ανάµεσα σε πλήθος από άλλα τοπόσηµα, αποτελούν αναπόσπαστο µέρος της αστικής ζωής, πέρα από τους ιδιοκτήτες και τους τακτικούς θαµώνες, είναι µέρος της γενικότερης κουλτούρας, η ζωή µας στην πόλη συνδέεται µε τα µέρη αυτά, έµµεσα ή άµεσα, µικρή σηµασία έχει.
Αρκεί κάτι τέτοιο για να δικαιολογήσει την κοινή παρουσία των διηγηµάτων σε µία συλλογή; Σίγουρα όχι, παρά τα φαινόµενα. Τότε; Ο Χριστόπουλος µοιάζει να γνωρίζει καλά πως η αρχική έµπνευση και η ακόλουθη κατασκευή θα απαιτούσε περαιτέρω αρµούς. Το ύφος, η πρόζα αν προτιµάτε, είναι ένας από αυτούς τους αρµούς. Η πολυπρισµατική γωνία θέασης της αστικής αυτής γωνιάς επίσης. Μοιάζει αντιστικτικό, και όµως αποδεικνύεται συνεκτικό, το σκύψιµο του συγγραφέα πάνω από την κάθε ιστορία ξεχωριστά, η απόπειρα να αποβληθεί ό,τι το περιττό, η κάθε ιστορία να µπορέσει πρώτα, πριν δοκιµαστεί στο σύνολο, να λειτουργήσει αυτόνοµα, ο υποθαλάσσιος όγκος όσων δεν λέγονται να σχηµατιστεί και να αποτελέσει στήριγµα, τα πρόσωπα να περισσεύουν δεξιά και αριστερά από κάθε ιστορία, να διαθέτουν µεγαλύτερο διαµέτρηµα από τα όρια του κειµένου, να αναπνέουν, να µην είναι χάρτινα και προσχηµατικά και έτσι οι ιστορίες τους να µπορέσουν να λειτουργήσουν ως στιγµιότυπα.
Αυτή η συγγραφική επιµονή, µεταξύ του συνόλου των αρµών, καθιστά τη συλλογή µια καλοδουλεµένη χορωδία, προσδίδοντας µια πολυφωνική χροιά που διαπνέει και συνέχει τα διηγήµατα, σε τέτοιο βαθµό που θα τολµούσα να ισχυριστώ πως, ως αίσθηση περισσότερο, το ∆ωδεκάτη Φεβρουαρίου είναι ένα ιδιότυπα σπονδυλωτό µυθιστόρηµα, όχι µε τρόπο βιασµένο, ίσως όχι καταστατικά ζητούµενο, αλλά ως αποτέλεσµα της προαναφερθείσας επιµονής και υποµονής.
Γιατί, σκέφτοµαι, µια αρχική ιδέα, όπως για παράδειγµα αυτή για τη συγγραφή κάποιων διηγηµάτων πέριξ της νύχτας εκείνης, θα µπορούσε να αποπροσανατολίσει µε τη λάµψη της, µια ωραία ιδέα σχεδόν ποτέ δεν είναι άλλωστε αρκετή. Μια αρχική ιδέα, µε τη λάµψη της να έλκει τον συγγραφέα όπως τα έντοµα, µε τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σ’ αυτήν κάνοντας τρελούς κύκλους γύρω της, χωρίς χάρτη και συγκεκριµένη πορεία, κάτι άλλο παρά ένα ενδιαφέρον αποτέλεσµα θα είχε. Περί προθέσεων και πεπραγµένων ο λόγος. Κλισέ, όπως το τι που δεν έχει και τόση σηµασία χωρίς ένα ευδιάκριτο πώς, θα χωρούσαν εδώ.
Όµως το τι έχει σηµασία, ειδικά όταν το σηµείο περιστροφής αποτελεί ένα ιστορικό στιγµιότυπο και δη σε µια χώρα που συνηθίζει να χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα µε κάθε αφορµή. Εδώ παραµονεύει η απλοϊκότητα: κακώς κάηκαν οι κινηµατογράφοι, αυτό σε τίποτα δεν θα απέτρεπε την ψήφιση µιας σειράς από αιµοσταγή, για άλλους απαραίτητα και καλοδεχούµενα, µέτρα οικονοµικής προσαρµογής κατά τις επιθυµίες και τις απαιτήσεις των δανειστών. Ταυτόχρονα, εξίσου απλοϊκά: τι σηµασία έχουν δύο κατεστραµµένα κτίρια απέναντι στην οικονοµική και κοινωνική καταδίκη µεγάλου µέρους του πληθυσµού; Να τα δύο στρατόπεδα. Ο Χριστόπουλος διαφεύγει του απλοϊκού αυτού δίπολου.
Η λογοτεχνία, ευτυχώς, αιωρείται, ή αναµένεται να αιωρείται, ψηλότερα από την δικαίωση ή την κατάρριψη των βεβαιοτήτων και των αρχών µας, αν όχι, τότε αποµένει διδακτική και κενή ενδιαφέροντος, ένα ποστ σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο θα αρκούσε πιθανότατα. Ο Χριστόπουλος επιθυµεί και καταφέρνει να γράψει λογοτεχνία µε αφορµή ή εµπνεόµενος από την πραγµατικότητα, όχι για να την ξεπεράσει, όχι για να την παραµορφώσει, όχι για να κουνήσει το δάκτυλο, αλλά για να παράξει λογοτεχνία χωρίς κραυγές, συχνά άναρθρες. Και πετυχαίνοντας να µην εγκλωβιστεί στη νύχτα εκείνη πετυχαίνει να σχολιάσει και να αναφερθεί στα πεπραγµένα των τελευταίων ετών, να µιλήσει για τις κινηµατογραφικές αίθουσες που κλείνουν, για το κέντρο που, αφού εγκαταλείφθηκε, τώρα αποτελεί την υπεραιχµή της τουριστικής βαρβαρότητας, χωρίς να τα κατανοµάζει αυτά, χωρίς να στρατεύεται σε βάρος της λογοτεχνίας, χωρίς όµως ταυτόχρονα να παράγει λογοτεχνία αναχωρητική εκτός κοινωνικοπολιτικού πλαισίου αναφοράς, πέρα και έξω από τον χωροχρόνο.
Επιστρέφω στην αίσθηση περί ενός ιδιότυπα σπονδυλωτού µυθιστορήµατος. Τα κοµµάτια της αφήγησης είναι τοποθετηµένα µε φροντίδα, σκόπιµα αλλά όχι βεβιασµένα, οι αρµοί είναι ορατοί αλλά όχι ενοχλητικοί, η κεντρική ιδέα παρούσα αλλά όχι εγκλωβιστική. Το έργο του Χριστόπουλου, και εδώ, στη ∆ωδεκάτη Φεβρουαρίου, είναι ακόµα πιο ενδεικτικό, πατάει µε θαυµαστή ισορροπία στο χτες και το σήµερα, στην παράδοση και το σύγχρονο. Οι επιρροές του είναι διακριτές, µε ασφάλεια ο αναγνώστης θα ανακαλούσε ονόµατα της εγχώριας και της διεθνούς σκηνής της µικρής φόρµας του ρεαλισµού. Ωστόσο, η παράδοση, ας µην πω πάλι για την απουσία της όποιας παρθενογένεσης, στο έργο του αποτελεί έναν βατήρα και όχι ένα βάρος από το οποίο αδυνατεί να απαλλαγεί. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν παραµυθιάζεται από τις σειρήνες του νέου, δεν παραστρατεί ζαλισµένος από την ηδύτητα των µεταµοντέρνων φωνών, του µεταµοντέρνου για το µεταµοντέρνο, του καινού για το κενό. Πατώντας έτσι σε δύο βάρκες ισορροπεί και η ισορροπία αυτή, η σιγή, απαλλαγµένη από τριγµούς και τσαλαβούτηµα, επιτρέπει στη φωνή του να ακουστεί, να καταστεί διακριτή, προσερχόµενος κρατώντας ανά χείρας τη δική του συνεισφορά στον λογοτεχνικό βωµό. Άλλο η παρθενογένεση και άλλο η βαρετή επανάληψη, η αναµασηµένη, άνοστη πια, τροφή, άλλωστε.