Κάθομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και γράφω – για ποιον όμως; Όχι για κάποιον φίλο ή φίλη, ούτε καν για τον εαυτό μου, αφού δεν διαβάζω σήμερα αυτό που έγραψα χθες και ούτε πρόκειται να το διαβάσω αύριο. Γράφω για να κουνάω το χέρι μου, η σκέψη μου κινείται μόνη της· γράφω για να σκοτώσω τις ώρες της αγρύπνιας μου. Μα γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ; Δεν έχω κάνει τίποτα κακό.
Η αγρύπνια, για τον αποκαμωμένο που στριφογυρνά στα σκεπάσματα, φαντάζει με άγριο σπόρο που έχει βλαστήσει ως ενοχή και βαραίνει τη συνείδηση. Ο νεαρός γιατρός Γκλας αναρωτιέται: Μα γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ; Δεν έχω κάνει τίποτα κακό. Κάθεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και γράφει, χωρίς να ξέρει για ποιον, προσπαθώντας να σκοτώσει τις ώρες αυτές. Το ημερολόγιο μοιάζει με ένα απολογητικό σημείωμα, όσο και αν εκείνος πεισματικά το αρνείται, στο οποίο καταγράφει όσα έκανε και όσα σκέφτηκε κατά τη διάρκεια της μέρας που πέρασε, μία επίπονη επαναθεώρηση χωρίς το φίλτρο των ονείρων.
Η σύγχρονη, και όχι η εκ των υστέρων, ημερολογιακή καταγραφή φέρνει αντιμέτωπους τον αφηγητή και τον αναγνώστη, με λίγες μόνο ώρες διαφορά, με τα γεγονότα της ζωής του Γκλας, ξεκινώντας από όσα συνέβησαν τη δωδεκάτη Ιουνίου, όπως τη συνάντησή του με τον πάστορα Γκρεγκόριους, για τον οποίο τρέφει μεγάλη αντιπάθεια, συνάντηση η οποία του έφερε στο νου την παράξενη συμπεριφορά της νεαρής γυναίκας του, λίγες μέρες πριν, όταν τον επισκέφτηκε στο ιατρείο και ενώ περίμενε καρτερικά να φύγει και ο τελευταίος ασθενής, έφυγε χωρίς να εξηγήσει τους λόγους της επίσκεψής της, λέγοντας πως θα επέστρεφε την επομένη. Ο απολογητικός χαρακτήρας του ημερολογίου εντείνεται από την επιμονή του αφηγητή να μιλήσει για τον εαυτό του, να εξηγήσει διάφορα στοιχεία του χαρακτήρα του, να πληροφορήσει τον άγνωστο αναγνώστη για διάφορες λεπτομέρειες, όπως η οικονομική κατάρρευση του πατέρα του, η απουσία ερωτικών σχέσεων με το άλλο φύλο, η ατυχής επαγγελματική του επιλογή, και άλλες αντίστοιχες λεπτομέρειες ήδη γνωστές στον ίδιο.
Μέσα από τις καθημερινές ημερολογιακές καταχωρίσεις και παράλληλα με τη ζωή του αφηγητή γνωρίζουμε τις συνθήκες που επικρατούν σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και ενεργούν οι κάτοικοι της Στοκχόλμης των αρχών του εικοστού αιώνα, τα ζητήματα που ταλανίζουν την κοινωνία σε πρακτικό αλλά και σε φιλοσοφικό -κυρίως θεολογικό- επίπεδο. Όπως για παράδειγμα το ζήτημα της έκτρωσης για το οποίο ο Γκλας έχει σταθερή και αντίθετη άποψη, περισσότερο από τον φόβο των συνεπειών παρά από μία θρησκευτική υποταγή. Όμως εκείνο που τελικά θα του ζητήσει η νεαρή γυναίκα του πάστορα, όταν τελικά επιστρέψει στο ιατρείο του, είναι να την προστατέψει από τη σεξουαλική επιθυμία του συζύγου της, για τον οποίο δεν νιώθει καμία ερωτική έλξη. Για τη νεαρή και όμορφη γυναίκα ο Γκλας νιώθει μία συμπάθεια, κατά τον αναγνώστη ερωτική, κάτι το οποίο ο συναισθηματικά αδαής Γκλας δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά, και έτσι αντανακλαστικά αποφασίζει να τη βοηθήσει, μεσολαβώντας ως ο μοναδικός ίσως που έχει το δικαίωμα αυτό. Βλέποντας όλες τις παραινέσεις του προς τον πάστορα να πέφτουν στο κενό αρχίζει να σκέφτεται τον φόνο, σκέψη που, εκτός από βοηθητική για τη νεαρή γυναίκα, μοιάζει να δίνει νόημα στην έως τότε αδιάφορη ζωή του.
Και αν αρχικά η ανάγνωση του βιβλίου φέρνει στο νου τον σπουδαίο Στρίντμπεργκ και το αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Μόνος, η συνέχειά της οδηγεί στον Ξένο του Καμύ, που ήρθε, κάποιες δεκαετίες αργότερα, να σφραγίσει λογοτεχνικά το κίνημα του υπαρξισμού. Η υπόγεια αγωνία που διακατέχει τον αφηγητή, και που θα αναδυθεί στην επιφάνεια με όλο της το μεγαλείο όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ζήτημα της δολοφονίας, δίνει νεύρο στην προσωποκεντρική αφήγηση και σταδιακά εμπλέκει συναισθηματικά τον αναγνώστη, μετατρέποντας έναν φαινομενικά αδιάφορο χαρακτήρα σε έναν αξέχαστο λογοτεχνικό ήρωα.
Μου έρχεται να πατήσω αυτό το ελατήριο που ανοίγει το μικρό μυστικό συρτάρι. Φυσικά ξέρω τι υπάρχει εκεί μέσα: μόνο ένα μικρό στρογγυλό κουτί με χάπια. Δεν θέλω να τα βάλω στο ντουλάπι που έχω τα φάρμακα, θα μπορούσε να γίνει κάποιο μπέρδεμα και αυτό δεν θα ήταν καθόλου καλό. Τα έφτιαξα εγώ ο ίδιος πριν από κάποια χρόνια, και έχουν μέσα λίγο κυανιούχο κάλιο. Δεν μου περνούσε από το μυαλό να αυτοκτονήσω εκείνο τον καιρό που τα έφτιαξα. Απλώς θεώρησα ότι ένας συνετός άνθρωπος οφείλει πάντα να είναι προετοιμασμένος.
Η συγκλονιστική αυτή σκέψη, το ακαριαία θανατηφόρο χάπι που δίνει τον απόλυτο έλεγχο επί της ζωής, κάτι το οποίο πρωτοδιάβασα πριν από πολλά χρόνια σε κάποιο βιβλίο του Κούντερα, και ακόμα με συγκλονίζει, αυτό που ο Καμύ ισχυρίστηκε πως αποτελεί το μοναδικό φιλοσοφικό ερώτημα.
Ο Δόκτωρ Γκλας κυκλοφόρησε το 1905 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με τον συγγραφέα να κατηγορείται πως με όχημα τον νεαρό γιατρό διατύπωνε προσωπικές θέσεις και απόψεις, αρκετά προκλητικές για την εποχή. Η απλότητα του μυθιστορήματος αυτού βρίσκεται μόνο στην επιφάνεια, δουλεμένη με μαστοριά, ώστε να καλύπτει σαν δέρμα τις αρθρώσεις και τις αρτηρίες.