Κίτσος Μπότσαρης: Δευτερότοκος γιος του Γιώργη Μπότσαρη, εγγονός του αρχηγέτη της οικογένειας των Μποτσαραίων Κίτσου Μπότσαρη και πατέρας του θρυλικού Μάρκου και της ηρωίδας Λένως.
Ανέλαβε την αρχηγία της φάρας μετά το θάνατο του αδελφού του Τούσια. Έζησε για χρόνια στα Γιάννενα ως όμηρος του τυράννου Αλή Πασά, του οποίου είχε αποκτήσει τη συμπάθεια, διότι ήταν μετριοπαθής. Στα γεγονότα του 1803 άφησε όμηρο το γιο του Κων/νο και γύρισε στο Σούλι και, πολεμώντας σαν λιοντάρι, προσπάθησε να το σώσει. Μετά την παράδοση του Σουλίου στις 12 Δεκεμβρίου 1803 ο Κίτσος Μπότσαρης παρέλαβε τμήμα διασωθέντων Σουλιωτών, ανερχομένους σε 1.148, και το οδήγησε μέσω Άρτας και Βουργαρελίου στο ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου. Στα μέσα Απριλίου 1804, 6.000 περίπου Τουρκαλβανοί, με προδοσία, κατέλαβαν το μοναστήρι και κατέσφαξαν τους Σουλιώτες. Διασώθηκαν 80 μόνο άντρες και 2 γυναίκες. Ο ίδιος ο αρχηγός Κίτσος Μπότσαρης σώθηκε, όπως και ο μικρός γιος του Μάρκος (ήταν 13 μόλις χρόνων). Σκοτώθηκε όμως ο γιος του Γιάννης και η θρυλική θυγατέρα του Λένω, ηλικίας 15 χρόνων (κατ’ ασθενέστερη εκδοχή η Λένω ήταν κόρη του αδελφού του, Νότη Μπότσαρη, που επίσης διασώθηκε). Η γυναίκα του Κίτσαινα τραυματίστηκε βαριά, μεταφέρθηκε στην Άρτα, όπου μετά από λίγες ημέρες πέθανε.
Στη συνέχεια ο Κίτσος Μπότσαρης πέρασε στην Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε ως συνταγματάρχης του Ρωσικού στρατού και μετά του Γαλλικού, ετιμάτο δε από όλους και ήταν σεβαστός. Με την πτώση του Ναπολέοντα το 1813, ο Αλή Πασάς τον κάλεσε να ξαναγυρίσει στην Ήπειρο ως γενικός καπετάνιος των Σουλιωτών, με πολλές υποσχέσεις, διαβεβαιώσεις και όποιες εγγυήσεις ήθελε.
Ο Κίτσος Μπότσαρης, αν και ήξερε καλά ότι ο τύραννος ήταν δόλιος και ποτέ δεν ξέχασε το σχέδιο της εξοντώσεώς του, δέχτηκε να γυρίσει, κυρίως γιατί είχε βαρεθεί τη μονότονη και ήσυχη ζωή της Κέρκυρας και γιατί επιθυμούσε διακαώς να ξαναδεί την αγαπημένη του πατρίδα. Άλλοι υποστηρίζουν, μάλλον βάσιμα, ότι είχε καταχώσει στη γη χρήματα ή τα είχε δανείσει σε κάποιους στο Βουργαρέλι και ήθελε να τα ανακτήσει.
Ξεκίνησε, λοιπόν, το ταξίδι της επιστροφής ο Κίτσος Μπότσαρης με μερικούς συντρόφους του και το γιο του Μάρκο και έφθασε στην Άρτα. Εκεί φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός φίλου του παπουτσή, του Ρίζου. Ο Αλή πασάς ανέθεσε το σχέδιο της δολοφονίας του στον έμπιστό του αρματωλό του Βάλτου, Γώγο Μπακόλα, που κόνευε στη γενέτειρά του, τη Σκουληκαριά και σε κάποιον Νούρη. Αυτοί ειδοποίησαν τον Ρίζο, τον απείλησαν και τον υποχρέωσαν να αφήσει την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή. Οι πληρωμένοι φονιάδες μπήκαν στο σπίτι ανενόχλητοι και σκότωσαν τον καπετάνιο Κίτσο Μπότσαρη, ενώ καθόταν στο τραπέζι και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει.
Ο Κίτσος Μπότσαρης τάφηκε στην Άρτα χωρίς τιμές «διά τον φόβον των Ιουδαίων», την αρχηγία δε των Σουλιωτών ανέλαβε ο αδελφός του Νότης Μπότσαρης, που αργότερα έδωσε πολλά στον αγώνα του 1821.
Έκοτε οι Σουλιώτες έτρεφαν άσπονδο μίσος προς τον Γώγο Μπακόλα. Μόλις στα 1822, και αφού πρώτα ο Γώγος βοήθησε στον αγώνα και πολέμησε γενναία και με πείσμα τους Τούρκους, ο γιος του δολοφονηθέντος Κίτσου Μπότσαρη, ο θρυλικός Μάρκος Μπότσαρης, συμφιλιώθηκε με τον παλαιό του, δόλιο εχθρό, χάριν της πατρίδας. Αρραβώνιασε μάλιστα και την τετραετή θυγατέρα του Βασιλική με τον εικοσαετή γιο του Γώγου, Ντούλα.
Με το θάνατο του Κίτσου Μπότσαρη ασχολήθηκε αμέσως ο ποιητής ελληνικός λαός, και τον έκανε τραγούδι, που τραγουδιόταν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Στα 1824 ο Φωριέλ δημοσίευσε στο Παρίσι παραλλαγή του τραγουδιού αυτού από τον Τύρναβο, με εκτενή μάλιστα εισαγωγή:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
1813
Τρία πουλάκια κάθουνταν ‘σ της Άρτας το γιοφύρι,
Το ’να τηράει τα Ιάννινα, τ’ άλλο κατά το Σούλι,
Το τρίτον, το καλήτερον, μυργιολογάει και λέγει·
Ο Μπότσαρης εκίνησε ‘σ τα Ιάννινα να πάγη,
Για να βουλλώση μπουγιορτί, ‘σ το Βουργαρέλ να πάγη,
Για να μαζώξη τ’ άσπρα του όπου είχε δανεισμένα·
Κ’ από την Άρταν διάβηκε κονάκι να του κάνουν·
Κ’ ευθύς κονάκι τώκαμαν ‘σ του παπουτσή του Ρίζου,
(Κ’ εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν).
Τρία τουφέκια τώρριξαν, τα τρί’αρράδ’ αρράδα.
Το’να τον πέρει ‘ σ το πλευρόν, τ’ άλλο μέσα τα στήθη,
Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον παίρνει μες το στόμα.
Το στόμα αίμα γιόμωσε, και κοιλαδεί και λέγει
« (Καθήστε, παλληκάρια μου, και συ, βρε ψυχουιέ μου,
«Τι τούτο δεν είναι για σας) πάρτε μου το κεφάλι,
«Να μη το πάρη η τουρκιά, το πάγη ‘σ του βεζίρη·
«Το ιδούν οχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι, και λυπούνται».
Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος δημοσίευσε παραλλαγή του τραγουδιού αυτού, που ελάχιστα διαφέρει από την παραπάνω και ως εκ τούτου παρέλκει η αναδημοσίευσή της.
Τέλος, ο Πάσωβ δημοσίευσε την παραλλαγή αυτή του Τυρνάβου, αλλά και άλλη, από την Ήπειρο, που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί κάνει ρητή αναφορά στους δολοφόνους του Κίτσου Μπότσαρη:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΙΤΣΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
1813
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
Που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο το παλληκάρι·
Που στον ντουνιά δεν ήτανε και δεν μεταγενιέται.
Ο Γυφτογώγος το σκυλί αντάμα με τον Νούρη
Βαλμέν’ απ’ τον Αλή πασά κι από τον σελιχτάρη
Στον τόπον που κοιμώτανε, τον έγαφαν με μπέσα.
Τρία τουφέκια του ρίξαν όλα με μπαλαρμάθες,
Λίγη φωνίτσαν έσυρε, πριχού να ξεψυχήση·
– Το πούσαι Νότη μ’ αδελφέ και συ Μάρκε παιδί μου,
Το αίμά μου να σύρετε ς τ’ Αλή πασά το ντσάκι,
Δεν τόχω πως με βάρεσαν μηδέ πως αποθαίνω,
Μουν τόχω πως δεν έζησα σ’ ένα μεγάλο τσέγκι,
Να δειάσω το τουφέκι μου, να παίξω το σπαθί μου.
Δόστε μαντάτα στους Κορφούς, στους μαύρους του συντρόφους.
Βιβλιογραφία
1) Νικολάου Γ. Πολίτη, Εκλογή από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήναι, 1914.
2) Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Κέρκυρα, 1852.
3) Claude Fauriel, Τα δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος, Παρίσι, 1824.
4) Arnoldvs Passow, Ρωμαίϊκα τραγούδια, Λειψία, 1860.
5) Μιχαήλ Περάνθη, Σουλιώτες, Εκδόσεις της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1957.
6) Χρ. Χρηστοβασίλη, Σουλιώτες και Λιάπηδες, Πατριωτική βιβλιοθήκη Φέξη, Αθήναι, 1914.
Αυγερινού Ανδρέου, Ερμηνευτική προσέγγιση στο κλέφτικο τραγούδι της Λένως Μπότσαρη, Αθήνα, 2004.
[…] haniotika-nea.gr […]