El Greco, αθάνατε Ελληνα, Κρητικέ αξεπέραστε, σκύβω και σου φιλώ το χέρι, το άγιο χέρι που ένωσε τη γη με τα ουράνια, το άγιο χέρι που έκανε τον πόνο ομορφιά και την προσευχή “μάχη”!…
Τούτες τις μέρες αναθυμούμαι και πάλι το αθάνατο έργο σου και νιώθω το ρίγος του πνεύματος να με διαπερνά και την ιλαρότητα του φωτός του να με συγκλονίζει.
Εχουν περάσει 400 χρόνια από τότε που έφυγες για να συναντηθείς πρόσωπο με πρόσωπο με τους αγγέλους και να δοξολογήσεις όχι με το χρωστήρα αλλά με άλλο τρόπο τον Ιησού και την Παναγία μητέρα Του.
Στέκομαι, άλλη μια φορά, άφωνος από την έκπληξη μπροστά στους ασύγκριτους πίνακες και στοχάζομαι τα όσα έχει αναφέρει ένας άλλος Κρητικός, μεγάλος κι εκείνος, ο Νίκος Καζαντζάκης. Τα αντιγράφω όπως είναι γραμμένα και στα δυο πρόσωπα (το δικό του και το δικό σου):
«…Όλη μας η ζωή, παππού (παππού αγαπημένο σε ονομάζει) ήταν ανήφορος, ανήφορος και γκρεμός και ερημία, κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές συνοδεία μεγάλη, μα όσο ανηφόριζαμε κι η κορφή μετατοπίζονταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχανιάζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο πάνω κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην κινούμενη Μονάδα, στη μετατοπιζόμενη κορφή.
Δε μας κινούσε η αλαζονεία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε μήτε κι αν τη φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδεισο ανεβαίναμε γιατί ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος για μας (για σένα προπάντων) ήταν η ανάβαση…»
Κι ανέβηκες τόσο ψηλά, ώστε κοιτάζοντάς σε ένας Ισπανός καλόγερος και ποιητής ο πάτερ Ορτένσιο Φέλιξ Παραβιθίνο, ομολόγησε ότι κανείς δεν θα μπορέσει να σε φτάσει! Αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια: «Η Κρήτη τούδωκε (εσένα δηλαδή) τη ζωή, το Τολέδο την τέχνη. Θα τον θαυμάζουν οι αιώνες μα κανείς δεν θα μπορέσει να τονε φτάξει».
Ωρα πολλή αποθαύμαζα τον “Εσταυρωμένο” σου. Δεν είμαι ζωγράφος, δεν είμαι καλλιτέχνης, δεν είμαι τεχνοκρίτης για να μιλήσω στην κατάλληλη γλώσσα. Μα ποια γλώσσα μπορεί να περιγράψει εκείνα τα μάτια… Τι μάτια είναι αυτά Θεέ μου; Πόσος πόνος και πόση αγωνία συγκεντρώθηκαν σ’ εκείνες τις κόγχες με μια πινελιά! Μα και πόση εγκαρτέρηση και αγάπη!
Και ύστερα πώς να μιλήσω για το Φως που περιβάλλει τον Ιησού, ένα φως εξαίσιο που φαίνεται πως αντιμάχεται το σκοτάδι και ταυτόχρονα ένα Φως αφύσικο, εξωπραγματικό, μα τόσο λειτουργικά δεμένο, που φωτίζει και ζωντανεύει την ανέκφραστη και απαρόμοιαστη Θυσία. Να μετέχει άραγε στο ίδιο το “άκτιστο” Φως;
Δεν μπορώ να εκφράσω τα συναισθήματα που ένιωσα μπροστά στην περήφανη υπογραφή «ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΡΗΣ ΕΠΟΙΕΙ». Σίγουρα κανείς Ισπανός εκείνου του καιρού δεν θα την καταλάβαινε, μα μήπως καταλάβαιναν την άγια τέχνη – την ψυχή σου;
Αναρωτήθηκε άραγε κανείς αν αυτή η τέχνη – ψυχή (που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε τούτο το ηλιόχαρο νησί) γιγαντώθηκε στο «μεγαλονήσι» που έμοιαζε «σωστό μελίσσι σ’ εμπόριο, γράμματα, τέχνες, ανησυχία…». Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιους συγγραφείς μελέτησες, μα είναι σχεδόν βέβαιο ότι όχι μόνο η ελληνική παιδεία, αλλά και η Βίβλος με τους πατέρες της Εκκλησίας έγιναν κτήμα σου. Σχεδόν συνήλικος με τον επίσης μεγάλο Βιτσέντζο Κορνάρο, που κι εκείνος (όπως κι εσύ) «έδειξε τον όμορφο άγγελο που κατοικούσε μέσα του», ανεβάσατε την Κρήτη στα ουράνια… Αυτή την «άγια πατρίδα» ποτέ δεν την ξέχασες. Κι όταν στο Τολέδο ζωγράφισες τον απόστολο Παύλο με συγκίνηση, ασφαλώς, ίσως και με νοσταλγία, του έβαλες στα χέρια ένα κομμάτι χαρτί με ελληνικά γράμματα: «Προς Τίτον της Κρητών εκκλησίας πρώτον αρχιεπίσκοπον χειροτονηθέντα».
Η Κρήτη σούδωσε τη ζωή… Μονάχα όμως τη ζωή; Σε τούτο το νησί υπάρχει, όπως λέει ο Καζαντζάκης και κάτι άλλο: «Υπάρχει κάποια φλόγα -ας την πούμε Ψυχή- κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή και απ’ το θάνατο, που είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, η παλικαριά, η αψηφισιά και μαζί της κάτι άλλο ανέκφραστο κι αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος…». Ποιος αμφιβάλλει ότι ήσουν μπολιασμένος με αυτά τα στοιχεία; Με τα ίδια στοιχεία η Κρήτη μπόλιαζε και μπολιάζει τα διαλεχτά παιδιά της. Με αυτά δεν είχαν μπολιαστεί ο Επιμενίδης, ο Κορνάρος, ο Καζαντζάκης και τόσοι και τόσοι άλλοι που έγιναν «οραματιστές και βιγλάτορες των καιρών και των γεγονότων;
Πάνω από τέσσερις αιώνες εκείνο το «ΚΡΗΣ ΕΠΟΙΕΙ» ανεμίζει σαν λάβαρο και μαζί σαν πρόκληση και χαιρετισμός στην οικουμένη και τη γεννήτρα γη.
Ενα παρόμοιο λάβαρο αποτελεί και το συγκλονιστικό επίγραμμα του κρητικού Μάρκου Μουσούρου για τους κρητικούς της ελληνικής παροικίας της Βενετίας, από το οποίο παραθέτω μικρό απόσπασμα:
«Κρης ο καθ’ εν στίξας.
Κρης ο μολυβδοχύτης.
Κρης δαπανά νίκης ο φερώνυμος αυτός ο κλείων
Κρης τάδε…».
Και στη σημερινή μας γλωσσική μορφή με απόδοση του Κώστα Μουτζούρη:
«Κρητικός είναι αυτός που έβαλε το κάθε σημάδι.
Κρητικός εκείνος που έχυσε το μολύβι
Κρητικός αυτός που δαπανά ,που φέρει το όνομα της νίκης.
Κρητικός είναι αυτός που ολοκληρώνει αυτά εδώ…».
Η Κρήτη ανέκαθεν έστελνε τα παιδιά της στα πέρατα του κόσμου κι εκείνα μάχονταν τη σάρκα και την απελπισία και δεν χάνονταν. Κάποτε έκαναν το μεγάλο άλμα και άνοιγαν καινούργιους δικούς τους δρόμους. Σε κάθε τέτοιο πνευματικό δρόμο καρφίτσωναν με το αίμα της καρδιάς τους τον μεγάλο λόγο: «ΚΡΗΣ ΕΠΟΙΕΙ».
________
1. Αναθεωρημένη μορφή ομότιτλου κειμένου που είχε δημοσιευθεί στα «Χανιώτικα νέα» πριν από 24 χρόνια (7.10.1990)