Τέσσερα κειµήλια από τη Μάχη της Κρήτης και τη Γερµανική Κατοχή µε µεγάλη ιστορική και συναισθηµατική αξία παρέδωσε ο κ. Κώστας Ρεξάκης στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης µαζί µε βιβλία από την προσωπική του βιβλιοθήκη τα οποία αναφέρονται κυρίως στην Κρήτη.
Τρία αντικείµενα, ένα αλεξίπτωτο, µία ζώνη, µία αγγλική γραφοµηχανή (Imperial, made in Leicester England) βρήκε ο κ. Κώστας Ρεξάκης, λίγες µέρες µετά τη Μάχη της Κρήτης, στην περιοχή του Γαλατά, όταν ήταν παιδί δώδεκα χρονών. Το τέταρτο αντικείµενο, µια µπαταρία γερµανική, του την είχε δώσει ένας Γερµανός για να ανάψει τα λαµπάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο κ. Ρεξάκης παραχώρησε στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης και µια πολύωρη προφορική µαρτυρία για την πλούσια σε γνώσεις και εµπειρίες ζωή του, τα παιδικά του χρόνια, τη Μάχη της Κρήτης και την Κατοχή, τα σχολεία και τους δασκάλους του, την επαγγελµατική του δραστηριότητα, την κατασκευή της βάρκας του, τα ταξίδια και τα βιβλία του. Στο σηµερινό δηµοσίευµα παρουσιάζουµε την ιστορία των τεσσάρων κειµηλίων, όπως µας την διηγήθηκε ο δωρητής.
Ο Κώστας Ρεξάκης γεννήθηκε και µεγάλωσε στη Χαλέπα Χανίων, το 1928. Τελείωσε το 7ο ∆ηµοτικό Σχολείο Χανίων και το 1ο Γυµνάσιο Χανίων. Την περίοδο της Γερµανικής Κατοχής (1941-1945) έζησε στο Γαλατά, όπου η οικογένειά του είχε σπίτι στη συνοικία Σπυριδιανά. Αποφοίτησε από τη Ραδιοτεχνική Σχολή Αθηνών και υπηρέτησε στο Στρατό Ξηράς (Τεχνικό Σώµα) µε ειδικότητα στους ασυρµάτους. Ασχολήθηκε µε το εµπόριο. ∆ιετέλεσε για δύο τετραετίες σύµβουλος στο ∆ιοικητικό Συµβούλιο της ΑΝΕΚ και συνέβαλε µε την εµπειρία και τις γνώσεις του στην ανάπτυξη της Εταιρείας και στην ανανέωση του στόλου της µε τα µεγάλα πλοία. Για δύο πενταετίες επίσης είχε εκλεγεί στη ∆ιοικητική Επιτροπή του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου Χανίων. Άνθρωπος δηµιουργικός, ευρυµαθής, προοδευτικός, ευαίσθητος, φιλότιµος, πολυµήχανος και πολυταξιδεµένος. Οι γνώσεις και η δηµιουργική του φαντασία τον βοήθησαν να κατασκευάσει εξαρχής ή να µετασκευάσει στο εργαστήριό του διάφορες µηχανές και ένα µικρό σκάφος, µε το οποίο πραγµατοποίησε πολλά ταξίδια στη Γραµβούσα. Έχει ταξιδέψει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, στην Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή και µέχρι την Ιαπωνία. Παρατηρητής του έναστρου ουρανού µε οδηγό ένα βιβλίο του Μιλτιάδη Γερµανού, «Περιστροφικός Χάρτης του Ουρανού», Αθήνα, 1946, το οποίο είχε αγοράσει από τα µαθητικά του χρόνια. Το εύρος των γνώσεών του είναι εντυπωσιακό. Από τη δεκαετία του ‘80 έχει µάθει ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο Κώστας Ρεξάκης κατόρθωσε να συνδυάσει τις τεχνικές γνώσεις και κατασκευές µε το διάβασµα βιβλίων λογοτεχνικών, ιστορικών, ταξιδιωτικών. Από τα λογοτεχνικά βιβλία ξεχωρίζει την «Κάθοδο των Εννιά» του Θανάση Βαλτινού. Η «Ανθολογία διηγήµατος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, το µεταπολεµικό µας διήγηµα», εκδ. Άγκυρας, ήταν ένα βιβλίο που έχει διαβάσει πολλές φορές, γιατί το είχε πάντα συντροφιά στο σκάφος του.
Στο Γαλατά, τον Μάιο του 1941
«Αρχές του 1941 είχαν ζορίσει τα πράγµατα και επήγαµε από το σπίτι µας στη Χαλέπα στο Γαλατά. Το σπίτι µας ήταν στη συνοικία Σπυριδιανά. Ύστερα έγινε η επίθεση των Γερµανών αφού πρώτα είχε καταληφθεί η Αθήνα. Και άρχισε ο πόλεµος. Ήρθαν οι Γερµανοί µε τ’ αλεξίπτωτα. Τα θυµούµαι πολύ καλά. Θυµούµαι από το απέναντι σπίτι οι Εγγλέζοι ερίχνανε στα στούκας. Μα δεν τα πετύχαιναν. Τα στούκας βουτούσανε στη Σούδα και ύστερα ερχότανε ξιστά στο έδαφος και πυροβολούσανε ό,τι βρισκότανε […] Εµπήκανε οι αλεξιπτωτιστές στον Γαλατά. Εµείς είχαµε µπει στο καταφύγιο. Ήρθε ο Γερµανός αλεξιπτωτιστής από πάνω, µας είπε να βγούµε. Μου λένε εµένα: «Κάτσε εσύ µέσα, επειδή είσαι αγόρι να µη σε σκοτώσουνε». Έµεινα δυο τρία δευτερόλεπτα και λέω µέσα µου «Θα βγω». Μόλις εβγήκα, ερίξαν µια χειροβοµβίδα µέσα. Εγώ είχα βγει και έτσι γλίτωσα. […]».
Το σκέπασµα των σκοτωµένων
«Ύστερα από λίγες µέρες αρχίσανε να µυρίζουνε οι σκοτωµένοι. Ήταν ανυπόφορη η µυρωδιά. ∆υστυχώς οι άνδρες είχαν εξαφανιστεί από το φόβο µην τους πιάσουν οι Γερµανοί. Το σπίτι το δικό µας (όπως είδες στο σκίτσο) συνόρευε τότε µε χωράφια και ελιές. Από εκείνη τη µεριά κατέβηκα, πήρα ένα φτυάρι και όπου συναντούσα σκοτωµένους εµάζευα χώµα και τους σκέπαζα. Εκεί εβρήκα τις ζώνες, τη γραφοµηχανή και το αλεξίπτωτο. Έχω θάψει δύο Σκωτσέζους, επτά Νεοζηλανδούς- Αυστραλούς και δύο Γερµανούς».
«Θυµούµαι έναν Άγγλο (Νεοζηλανδό). Αυτός είναι που µε δυσκόλεψε στο θάψιµο. Ήτανε καθισµένος σε ένα τειχαλάκι. Και πάντα όταν ανεβαίνω από τα Βραχάκια απάνω στο Γαλατά ψάχνω το σηµείο. Βέβαια έχουν αλλάξει τα πάντα. Ήτανε καθισµένος (έτσι πλαγιαστά). Είχε στο χέρι του [δείχνει] µια γάζα και είχε αποµείνει. Πετώ χώµατα από γύρω -γύρω και φεύγανε τα χώµατα. Αναγκάστηκα να κάµω ένα τειχαλάκι γύρω- γύρω περίπου τριάντα- σαράντα πόντους για να µπορέσω να τόνε σκεπάσω. Αυτό τον άνθρωπο τόνε βλέπω ταχτικά. ∆εν τόνε ξεχνώ. Τους άλλους τους ξέχασα. Ζωντανή µνήµη, όχι στο όνειρό µου. Τον θυµούµαι όπως βλέπω εσένα. Έχω πολύ ζωντανή µνήµη, παρ’ όλο που είµαι τόσο µεγάλος».
Η γραφοµηχανή και η ζώνη των Βρετανών
«Σε µια ελιά µεγάλη από κάτω, ίσως εκεί ήταν Αρχηγείο των Άγγλων, εβρήκα τη γραφοµηχανή και τις δύο ζώνες. Αυτή η ζώνη [την κρατά και τη δείχνει] πρέπει να ήταν Σκωτσέζου. Ήταν άλλη µια ζώνη, µεγαλύτερη, αλλά η γυναίκα µου την έδωσε στο Μάλεµε».
Το γερµανικό αλεξίπτωτο
«Το αλεξίπτωτο το βρήκα, εκεί που γύριζα, σε ένα χαντάκι, το οποίο συνόρευε µε ελιές που τότε είχε η µάνα µου. Εκεί ήταν δυο Γερµανοί σκοτωµένοι και τους σκέπασα. Οι Γερµανοί µετά από καιρό ψάχνανε τους νεκρούς τους και είχανε αφηνιάσει να βρούνε αυτούς τους δύο. ∆υστυχώς ήταν ρυάκι και τα πήρε το νερό όλα και δεν βρεθήκανε. Έγινε πολλή φασαρία. […]
Οι Γερµανοί είχαν επιτάξει τον οντά του σπιτιού µας [επίσηµο δωµάτιο πάνω από το ισόγειο]. Και εκεί έµενε ένας Γερµανός ταγµατάρχης του µηχανικού, ήταν καλός άνθρωπος, ο οποίος είχε σαν ιπποκόµο έναν ηλικιωµένο κύριο, περίπου πενήντα πέντε χρονών, κοντούλης, που µιλούσε απταίστως τα ελληνικά. Μπορεί να ήταν αρχαιολόγος. Μάλιστα εµείς µε κάτι γειτονάκια τον είχαµε γράψει «ο Ελληνικός». Αυτός, λοιπόν, µια µέρα, είδε το αλεξίπτωτο και µου λέει: «Κώστα, το αλεξίπτωτο εκεί που το έχεις να το πάρεις, γιατί αν το βρούνε, αλίµονό σου». Και το πήρα και το έκρυψα στη σπηλιά και έτσι σώθηκε. Απαγορευότανε να έχουµε γερµανικά πράγµατα».
Η µπαταρία, µια ιστορία ανθρώπινη
«Η µπαταρία έχει µια ιστορία ανθρώπινη. Όλα τα χρόνια της Κατοχής έβλεπα ότι οι Γερµανοί εορτάζανε τα Χριστούγεννα και κάνανε χριστουγεννιάτικα δέντρα. Τα Χριστούγεννα του 1943, την παραµονή των Χριστουγέννων προφανώς, εκατέβηκα από το σπίτι στο χωράφι, που είπαµε ότι είναι δίπλα, έκοψα ένα δεντράκι και το ’στεσα σε ένα τραπεζάκι που είχαµε στην πόρτα. Του κρέµασα µερικά χρυσόχαρτα και ίσως κάποια γυαλάκια, που είχα βρει, και ήµουν ικανοποιηµένος. Την άλλη µέρα το πρωί ήρθε ο Κουρτ, «ο Ελληνικός», µπαίνει µέσα, το βλέπει, φεύγει αµέσως και γυρίζει ύστερα από δέκα λεπτά, εκρατούσε λαµπάκια και και αυτή τη µπαταρία και τα ανάψαµε. Λίγο αργότερα εκατέβηκε ο ταγµατάρχης και ενθουσιάστηκε. Αυτή είναι η µικρή ιστορία της µπαταρίας. ∆εν µου τη ζητήσανε όταν τέλειωσε ο Πόλεµος. Την είχα µέχρι το ’50 και τη χρησιµοποιούσα. Σιγά- σιγά, βέβαια, ελιγόστευε η χωρητικότητά της. Τώρα σας τη δίνω καθαρισµένη. Την έχω περάσει από αντισκοριακό και τη δίνω µε πολλή αγάπη στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, µαζί µε τη ζώνη, το αλεξίπτωτο και τη γραφοµηχανή».