Οταν γλεντίζαν οι παλιοί, κάνανε καλαμπούρια
πούδιναν τόνο στη ζωή, την κάνανε καινούρια.
Αστεία που πολλές φορές ήταν χοντροκομμένα
μα δεν παρεξηγούντανε σχεδόν από κανένα.
Ακόμα μέχρι σήμερα ακούμε ιστορίες
πού ‘χαν συμβεί παλιότερα, σ’ αλλοτινές πορείες.
Μια τέτοια άκουσα προχθές, απ’ ένα Τσουρουνάκη,
που έρχετ’ απ’ τον Καναδά, κάθε καλοκαιράκι.
Ηταν τ’ Αγίου Στυλιανού και γιόρταζ’ ένας Στέλιος
που τ’ άρεσαν τα χωρατά, ως τση ζωής το τέλος.
Και ο γάμπρος του ο Μαθιός, μαζί μ’ ένα Μπερτίο,
ένα δωράκι του κάναναν, ούτε ζεστό ούτε κρύο.
Ενα γαϊδούρι τούφεραν, που ‘ταν μικρό στο μπόι,
θα μεγαλώσει τούπανε, άμα θα βρει να τρώει.
Του φόρεσαν και στο λαιμό ολόκληρο στεφάνι
τονίστηκ’ η αξία του κι ομορφιά τ’ εφάνη.
Εκείνος το εδέχτηκε και τόβαλε στο στάβλο
και το αχεροτάιζε να μεγαλώσει κι άλλο.
Μ’ αυτό δεν μεγάλωνε κι απόμεινε νανάκι
και τούτο στεναχώρεσε πολύ τον Στελιανάκη.
Γιατί σαν καβαλίκευε κι έβγαινε στο Σελάκι
τα πόδια τ’ ακουμπούσανε στο καθ’ οικισαράκι.
Κι όταν εκάθιζε σ’ αυτό, χωρίς νάχει σαμάρι,
έφευγε από κάτω του, δεν τόπαιρνε χαμπάρι.
Οι χωριανοί του λέγανε «να χαίρεσαι το χρήμα,
μα να του δίνεις πιο πολύ φαΐ γιατ’ είναι κρίμα».
Μέχρι που αποφάσισε δρόμο για να του δώσει
μα πάλι το λυπούντανε, να πα να το σκοτώσει.
Γι’ αυτό και το παράτησε σ’ απόκρημνο σημείο
να το τελειώσ’ από κοινού η πείνα και το κρύο.
Μα τόδανε κάτι παιδιά, έτοιμο να ψοφήσει
και είπανε στον Στελιανό πίσω να το γυρίσει.
Εκείνος τ’ αποτέλειωσε, δεν ξέρω με ποιο τρόπο
και μαντινάδες άκουσε πεφωτισμέν’ ανθρώπω.