(Μνήμη Αριστείδη Κανδηλάπτη 1935-2020)
Στα όσα γράφτηκαν για τον μακαρίτη σήμερα Αριστείδη Κανδηλάπτη, Πόντιο στην καταγωγή, που μας άφησε μετά από δίχρονη μάχη με την επάρατο, θα ήθελα να προσθέσω κάποια δικά μου, εκφράζοντας πιθανόν και κάποιους άλλους από τους συναδέλφους μου εκπαιδευτικούς.
Τον πρωτογνώρισα μέσω του έργου του. Φωτογραφίζοντας και τεκμηριώνοντας την ιστορία του δημοτικού σχολείου Αβδελά Μυλοποτάμου το 1999, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα κορνιζωμένο ποίημα, του οποίου παραθέτω τη φωτογραφία. Το ποίημα αυτό είχε απαγγελθεί στη σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου του 1967. Είχε γραφεί από τον τότε δάσκαλο του σχολείου Αριστείδη Κανδηλάπτη, ο οποίος και το δακτυλογράφησε και στη συνέχεια το κορνίζωσε (όπως ήξεραν να το κάνουν, κι αυτό, οι παλιότεροι δάσκαλοι!) και το ανάρτησε.
Έκανε γνωστή τη θυσία ενός προγενέστερου δασκάλου του σχολείου, του Νικολάου Δετοράκη, που εκτελέστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1943 από τους Γερμανούς κατακτητές στη θέση Γουρνόλακκος, αρνούμενος να αποχωριστεί τους πατεράδες των μαθητών του.
Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα από τον εορτασμό μνήμης του 1967, ο Αριστείδης Κανδηλάπτης απολύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς, κρινόμενος ως «υπόπτων κοινωνικών φρονημάτων», εφόσον μάλιστα τιμούσε την αντίσταση.
Τον γνώρισα αργότερα στο βιβλιοπωλείο του στην οδό Αιόλου, μαζί με τη σύζυγό του Ελίζα Εκκεκάκη. Το είχε ανοίξει μετά την απόλυσή του. Δεν είναι τυχαίο που στον χώρο του βιβλίου στράφηκαν μετά την απόλυσή τους ή και ύστερα από την άρνηση του ελληνικού κράτους καν να τους διορίσει πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι: από το Ρέθυμνο θυμάμαι αμέσως αμέσως τους αδελφούς Γιάννη και Στέλιο Χαλκιαδάκη και τον καθηγητή Γιάννη Δεληγιώργη. Από το βιβλιοπωλείο εκείνο αγόραζα βιβλία μέσω ταχυδρομείου. Ο Α. Κανδηλάπτης το είχε ονομάσει «Βιβλία για όλους» κι ήταν πραγματικά αντίστοιχο του ονόματός του στην πράξη. Κάθε χρόνο τον Σεπτέμβριο ακόμη και στο πιο απομονωμένο βιβλιοπωλείο της Ελλάδας έφτανε ο κατάλογός του, ολόκληρος τόμος, από τον οποίο μπορούσαμε οι εκπαιδευτικοί να διαλέξουμε για το σχολείο μας και για μας τους ίδιους τίτλους βιβλίων, από τους χιλιάδες, οργανωμένους εκεί κατά θέματα. Μας έδινε τη δυνατότητα να τα πληρώσουμε με δόσεις κι αυτή ήταν το μεγάλο αβαντάζ, ώστε να μπορέσουμε να εμπλουτίσουμε με βιβλία τις φτωχές βιβλιοθήκες των σχολείων μας αλλά και τις εξίσου φτωχές δικές μας. Θυμάμαι με συγκίνηση στην Καρωτή του 1985, στα Μυριοκέφαλα του 1987 και στο Μελιδόνι του Αποκόρωνα του 1988 τη χαρά των παιδιών στα απομονωμένα σχολεία τους όταν ο ταχυδρόμος τους έφερε τη σειρά μυθολογίας των εκδόσεων Κέδρος και μερικά ακόμα βιβλία, που το ένα μετά το άλλο δανείστηκαν στα σπίτια τους, τα αγάπησαν και τους φέρθηκαν με θρησκευτική ευλάβεια.
Όταν με το καλό ανέβηκα στην Αθήνα και μπόρεσα να το επισκεφθώ, εκεί δίπλα στο ταχυδρομείο της οδού Αιόλου, είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό από τους χιλιάδες των τίτλων και από την οργάνωσή τους επάνω στα ράφια. Στο βιβλιοπωλείο αυτό είχε επενδυθεί ένα απίστευτα μεγάλο κεφάλαιο. Περιείχε τίτλους που σχεδόν πουθενά στην Αθήνα δεν μπορούσες να βρεις σε ανάλογα καταστήματα. Ήταν φανερό ότι ο Αριστείδης Κανδηλάπτης ζούσε μεν από το βιβλίο, όμως το λάτρευε, σε σημείο που να χάνει προκειμένου να προωθήσει τίτλους που συχνά έμεναν για χρόνια καταλαμβάνοντας χώρο στις ραφιέρες. Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε βιβλιοπώλης: γνώριζε πολύ καλύτερα από εμάς τους ενεργούς εκπαιδευτικούς, ανενεργός εκείνος, τα εκπαιδευτικά θέματα και την αντίστοιχη βιβλιογραφία και μπορούσε κατευθείαν να μας συστήσει το βιβλίο που απαντούσε στα ερωτήματα που του υποβάλαμε: από το τι να κάνουμε με τον μαθητή μας που δεν μπορούσε να ορθογραφήσει μέχρι το πώς θα αντιμετωπίσουμε τον «αποκλίνοντα», όπως ονομάζονταν τότε τα παιδιά με ειδικές ανάγκες και ειδικές δυνατότητες.
Ο Αριστείδης Κανδηλάπτης μπόρεσε να προσφέρει πολλή χαρά στους μαθητές των σχολείων που πρόλαβε να διδάξει μόλις επί μια δεκαετία, πριν απολυθεί. Προσέφερε όμως περισσότερη χαρά και για πολλές δεκαετίες στους μαθητές της ελληνικής υπαίθρου και σε πολλούς των αστικών κέντρων. Τα μοναδικά βιβλία που έφτασαν σε πολλά σχολεία αλλά και σε πολλά σπίτια προέρχονταν ακριβώς από το δικό του βιβλιοπωλείο. Έδωσε τη δυνατότητα σε πολλές χιλιάδες παιδιών να τραγουδήσουν:
Δώστε μας βιβλία, δώστε μας χαρά
δώστε μας βιβλία, δώστε μας φτερά!
και τους προσέφερε τα κίνητρα, τα «φτερά» για να πετάξουν σ’ άλλους κόσμους, να αγαπήσουν το βιβλίο και τα γράμματα και να σπουδάσουν. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε.