Ανατρέχοντας σε ιστορικές πηγές για τις επιδημίες στην Κρήτη κατά τους περασμένους αιώνες, συναντήσαμε αρκετές πληροφορίες ή δοξασίες που έχουν απορριφθεί από τη σύγχρονη επιστήμη και μονάχα ως ψευδείς ειδήσεις που συμβάλλουν στην παραπληροφόρηση θα μπορούσαν να θεωρηθούν με βάση τα σύγχρονα δεδομένα! Ωστόσο μας δείχνουν, ότι σε κάθε εποχή και με τα μέσα που διέθεταν, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξηγήσουν
Ο Μαύρος Θάνατος και η Κρήτη
Είναι γνωστό ότι ο Μαύρος Θάνατος, η πανώλη, έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα λιμάνια. Και το λιμάνι των Χανίων χτυπήθηκε πολλές φορές στην ιστορία του από τη φρικτή αυτή αρρώστια. Οι θαλασσοκράτορες Ενετοί, κατά τον 17ο αιώνα δημιούργησαν λοιμοκαθαρτήριο (lazaret) σε μια μικρή νησίδα κοντά στο λιμάνι, τα γνωστά Λαζαρέττα, απέναντι από την παραλία της Νέας Χώρας. Την ίδια περίπου εποχή, χτίστηκε από του Ενετούς και ο Ναός του Αγίου Ρόκκου (1630), ο οποίος έγινε προστάτης της πόλης των Χανίων μετά από κάποια σημαντική επιδημία που έπληξε την πόλη. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της απειλής που αποτελούσε η συγκεκριμένη επιδημία, πρέπει να τονιστεί ότι από τον 14ο μέχρι τον 18ο αιώνα το 1/3 του πληθυσμού της Ευρώπης πέθανε από πανώλη, δηλαδή 25 εκατομμύρια νεκροί.
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, η πανώλη ήταν μια γριά και άσχημη γυναίκα που τριγυρνούσε σε πόλεις και χωριά και μετέδιδε την ασθένεια. Ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης την περιγράφει: «Είναι τυφλή γυνή, διατρέχουσα τας πόλεις από οικίας εις οικίαν και θανατούσα όσους αγγίζει˙ αλλ’ επειδή ως τυφλή βαδίζει ψηλαφώσα τους τοίχους των οικιών, αδυνατεί να εγγίση τους ευρισκόμενους εν μέσω των δωματίων».
Για τους Ορθόδοξους, ο Αγιος προστάτης από την πανώλη ήταν ο Αγιος Χαράλαμπος, γι’ αυτό και οι εκκλησίες του βρίσκονται συνήθως στις εισόδους των πόλεων και των χωριών, για να φυλάνε τους κατοίκους και να διώχνουν το κακό. Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, σχημάτιζαν γύρω από τα χωριά προστατευτικούς κλοιούς, τους γνωστούς μαγικούς κύκλους, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο καθιστούσαν τον οικισμό απρόσβλητο από το νόσημα. Αν υπήρχε στο χωριό εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου άρχιζαν από ‘κει την περίζωση. Εδεναν στην πόρτα μια κλωστή, την οποία είχαν φτιάξει λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Ξετύλιγαν το κουβάρι και κύκλωναν όλα τα σπίτια. Στο τέλος έδεναν πάλι στην πόρτα του Αγίου Χαράλαμπου την κλωστή και άφηναν το χωριό περιζωμένο για όσο διάστημα χρειαζόταν, συνήθως σαράντα μέρες.
Οταν δεν μπορούσαν να χτίσουν εκκλησία έχτιζαν εικονοστάσι, προσκυνητάρι, έβαζαν την εικόνα του Αγίου μέσα και δεν άφηναν ποτέ το καντήλι να σβήσει. Στην Κρήτη ο Αγιος άρχισε να θεωρείται ως θεραπευτής τής πανούκλας κυρίως μετά την επιδημία τού 1770.
Ο Αγιος Χαράλαμπος των Σφακιανών
Οπως αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης «τα Σφακιά τις εκκλησίες του τις έχτιζαν δίπλα στην ακρογιαλιά, εκεί σχεδόν που σκάει το κύμα, στην άκρη των θαλάσσιων δρόμων, αφού από ’κεί περίμεναν να φθάσει στα θαλασσινά Σφακιά η φοβερή αρρώστια, όπως από τη θάλασσα έφθανε και κάθε καινούριο πράγμα και κάθε καλό ή κακό μαντάτο. Τέσσερις σφακιανοί ναοί είναι αφιερωμένοι στον Αγιο. Ο ένας βρίσκεται στο Λουτρό, ο άλλος κοντά στο Φραγγοκάστελο, ο τρίτος είναι κρυμμένος σε ένα ταπεινό σπήλαιο κοντά στη Χώρα και ο τέταρτος βρίσκεται δυτικά του Λουτρού. Ολοι ατενίζουν το Λιβυκό, λες και γίνονται βιγλάτορες που μετρούν τα καράβια, κοιτάζουν με φανερή υποψία τους περαστικούς γιατί ξέρουν πως μέσα σε κάποιο από αυτά μπορεί να βρίσκεται εκείνο το τρομερό “γύναιον” το ειδεχθές». (1)
Οι επιδημίες πανώλης κατά τον Μεσαίωνα συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης, αφού δειλά δειλά η ανατομική εξέταση του ανθρωπίνου σώματος, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πριν την πανδημία και έγινε έτσι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη της σύγχρονης ιατρικής και της εμπειρικής επιστήμης.
Το φοβερό πρόσωπο της ασθένειας
Oι ασθένειες με ευρεία διάδοση, όπως η ευλογιά, η χολέρα και η πανώλη, προσωποποιούνταν ως γυναίκες που έσπερναν τον θάνατο και την ερήμωση και η αναφορά τους και μόνο προκαλούσε φόβο και συλλογικά πανικό. Σύμφωνα με τις ευρύτατα διαδομένες παραδόσεις, «η μία απ’ αυτές κρατεί ένα μεγάλο κατάστιχο. Η άλλη ένα ψαλίδι κοφτερό και η τρίτη ένα σάρωμα. Μπαίνουν μαζί στα σπίτια που έχουν να πάρουν ανθρώπους. Η πρώτη γράφει στο χαρτί της κείνους που θα πάρουν, η δεύτερη τους λαβώνει με το ψαλίδι, και η τρίτη τους σαρώνει». (5)
Λέπρα… και ελαιόλαδο
Η Κρήτη είχε πολύ αυξημένα κρούσματα λέπρας κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Οπως επισημαίνει ο Μανώλης Μανούσακας στις “Τέσσερις μαρτυρίες για τα Κομμεναριά” (2): «Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η περιοχή νότια της Νέας Χώρας συνοδευόταν από μια τρομερή φήμη: Ηταν το χωριό των λεπρών. Την εποχή αυτή, από τον φόβο μετάδοσης της φοβερής ασθένειας, είχαν δημιουργηθεί έξω από τις πόλεις ειδικές περιοχές όπου ζούσαν, συνήθως από την επαιτεία, τα δυστυχισμένα πλάσματα που είχαν την “τύχη” να προσβληθούν. Έτσι δημιουργήθηκε το Λωβοχώρι, δίπλα στο Βαρούσι, στις παρυφές της Νέας Χώρας».
Ο οικισμός εντοπίζεται σε μαρτυρίες από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα και μετά και βρισκόταν στις αρχές της σημερινής οδού Κισάμου.
Στη σχετική μαρτυρία της Μαίρης Γουόκερ, που περιηγήθηκε την Κρήτη στις αρχές της δεκαετίας του 1870, εντοπίζουμε κάποια σχόλια που συσχετίζουν τη λέπρα με την κατανάλωση ελαιολάδου: «Οι λεπροί που είναι συγκεντρωμένοι στις πύλες των Χανίων έχουν μεταφερθεί από όλες τις γύρω περιοχές. Μόλις γίνουν εμφανή τα πρώτα συμπτώματα της τρομερής αρρώστιας, το άτομο που χτυπήθηκε από τη δυστυχία είναι καταδικασμένο να αφήσει, αμέσως και για πάντα, σπίτι και οικογένεια και να αρχίσει να μένει ανάμεσα σε εκείνα τα ζωντανά φαντάσματα. (…)
Οι άνθρωποι αυτής της χώρας αποδίδουν την ύπαρξη της λέπρας κυρίως στην ανθυγιεινή διατροφή της μεγάλης μάζας του πληθυσμού και, ιδιαιτέρως του ελληνικού. Οι Ελληνες χρησιμοποιούν για τροφή μόνο παστά, κρέας ή ψάρια και αρκετές ποσότητες ελαιόλαδου. Τρώνε αυτό το λάδι με τα πάντα. Ακόμα και ένα κομμάτι ψωμί δεν το τρώνε ποτέ χωρίς αυτό. Το λάδι είναι ένα από τα βασικά προϊόντα της Κρήτης, που μπορεί κανείς να το προμηθευτεί με αφάνταση ευκολία».
Αντίστοιχες και οι απόψεις του βαρόνου Μάλτσαν, που ταξίδεψε στην Κρήτη το 1883, τις οποίες δημοσίευσε η εφημερίδα “Λευκά Ορη” το 1884. Σε ελεύθερη απόδοση από τη καθαρεύουσα, επισημαίνεται ότι: «Δεν γνωρίζουμε φυσικά την αρχή της φοβερής αυτής νόσου, ούτε και κάποιο φάρμακο. Το πιθανότερο είναι ότι μικροοργανισμοί προσβάλλουν πρώτα τα άνω και κάτω άκρα και τα καταστρέφουν επιφέροντας αργό και οδυνηρό θάνατο. Επειδή μάλιστα παρατηρήθηκε ότι οι Τούρκοι προσβάλλονται λιγότερο από αυτήν, θεωρείται ότι η έλλειψη καθαριότητας και η άμετρη κατανάλωση λαδιού, το οποίο αντικαθιστά το κρέας κατά τις μεγάλες νηστείες των Ελλήνων, ευνοούν την έκρηξη και διάδοση της νόσου, που δεν φαίνεται να είναι κληρονομική, αλλά τα παιδιά μολύνονται ταχύτατα από τις μητέρες τους. Κατά την επίσημη απογραφή υπάρχουν στην Κρήτη 1.000 περίπου λεπροί, αλλά σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μου υπάρχουν πολύ περισσότεροι, που κρύβονται από τον νόμο με τη βοήθεια των συγγενών τους».
DDT* και ελονοσία: ευχή ή κατάρα
Στην έκδοση “Crete: A case study of an underdeveloped area” (3) (Κρήτη: μελέτη μιας υπανάπτυκτης περιοχής), που πραγματοποιήθηκε από το Ιδρυμα Rockefeller κατόπιν πρόσκλησης από την Ελληνική κυβέρνηση, εντοπίζουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη διοίκηση, τη γεωργία, την υγεία, την εκπαίδευση, τη διατροφή, την κρητική οικογένεια. Εστιάζοντας το ενδιαφέρον μας στα κεφάλαια που αφορούν την υγεία, διαπιστώνουμε ότι η ευρεία χρήση του εντομοκτόνου DDT θεωρείται σχεδόν πανάκεια για πολλές μολυσματικές ασθένειες, κυρίως βέβαια για την ελονοσία, η οποία ταλαιπωρούσε τον πληθυσμό όχι μόνο στην Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Στην έκδοση αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Κρούσματα πανούκλας δεν είχαν καταγραφεί στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια, αν και στα λιμάνια εντοπίζονται ποντίκια και ψύλλοι σε αξιοσημείωτους αριθμούς. Το 1947 πραγματοποιήθηκε πρόγραμμα εμβολιασμού για Χολέρα, παρότι δεν υπήρχε κανένα κρούσμα, λόγω της εγγύτητας με την Αίγυπτο, όπου είχε ξεσπάσει επιδημία. Η τελευταία επιδημία δάγκειου πυρετού, είχε εμφανιστεί στην Κρήτη το 1928 με πολύ βαριά κλινικά συμπτώματα. Θεωρείται ότι το 1947 μικρό ποσοστό του πληθυσμού έχει ανοσία στην ασθένεια, ωστόσο οι εκτεταμένοι ψεκασμοί με DDT για τον περιορισμό της ελονοσίας, πιστεύεται ότι θέτουν έναν αποτελεσματικό φραγμό στην επανεμφάνιση της νόσου ενώ παράλληλα προστατεύουν από την εμφάνιση του κίτρινου πυρετού».
Σύμφωνα με την έρευνα, «ο πληθυσμός και οι αρχές της Κρήτης ήταν θετικοί με τα μέτρα για την καταπολέμηση της ελονοσίας, ωστόσο κάποιοι γιατροί ήταν αντίθετοι με τους ψεκασμούς λόγω της πιθανής μείωσης των ασθενών τους.
Επίσης, ένας αγρότης διαμαρτυρήθηκε γιατί η γυναίκα του ήταν γκρινιάρα και εμφάνιζε υποτροπιάζουσα ελονοσία 2-3 φορές το χρόνο, θεωρούσε λοιπόν ότι έτσι την τιμωρούσε ο θεός για την γκρίνια της και δεν ήθελε να το ξεπεράσει!».
*Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε ότι το DDT είναι μια χλωριούχος ένωση ισχυρά τοξική, που χρησιμοποιήθηκε ως εντομοκτόνο για την καταπολέμηση των κουνουπιών στις ελώδεις περιοχές για περιορισμό της μετάδοσης της ελονοσίας. Στην Ελλάδα η συστηματική χρήση του DDT άρχισε από το 1945-46 χάρη στη βοήθεια του Oργανισμού Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA). Ψεκασμοί γίνονταν από την 404 Επιδημιολογική Μονάδα του Αμερικανικού Ναυτικού αλλά και από εδάφους. Από τα πρώτα χρόνια των ψεκασμών μειώθηκε εντυπωσιακά η ελονοσία στην Ελλάδα, η οποία ήταν πάντοτε ενδημική. Ιδίως στην Κρήτη, έως το 1946 είχε ψεκασθεί το 98% του νησιού (4). Από το 1948 άρχισαν να ακούγονται από την Ελλάδα κάποιες φωνές ενάντια στους μαζικούς ψεκασμούς και υπέρ κάποιων λιγότερο επιθετικών πρακτικών, όπως η επιδημιολογική επιτήρηση και οι αποξηράνσεις. Οι μελλοντικές συνέπειες της μαζικής χρήσης του DDT έγιναν εμφανείς στην Ελλάδα το 1951, όπου διαπιστώθηκε η αντοχή του κουνουπιού Anopheles sacharovi στο εντομοκτόνο. Παράλληλα, άρχισε να διαπιστώνετια η τοξικότητα του εντομικτόνου.
Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίσθηκαν στη δεκαετία του 1950 με τον θάνατο ψαριών σε λίμνες και ποτάμια αλλά και μορφολογικές ανωμαλίες στα αυγά των αρπακτικών πτηνών. Τη δεκαετία του 1960 αρχίζει η μαζική ευαισθητοποίηση του κόσμου, σηματοδοτώντας την έναρξη του οικολογικού κινήματος που τελικά οδήγησε στην απαγόρευση του εντομοκτόνου. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις υποψίες, το DDT ουδέποτε συσχετίσθηκε επιδημιολογικά με νεοπλάσματα στους ανθρώπους και έως σήμερα θεωρείται ως «πιθανό» καρκινογόνο.
Πηγές:
1. “Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη”, Νίκος Ψιλάκης, Ηράκλειο 2005.
2. “Η Αλίβρεκτος Νέα Χώρα”, Δήμος Χανίων, Χανιά 2012
3. “Crete: A case study of an underdeveloped area”, Leland G. Allbaugh, Princeton University Press, 1953
4. “H εισαγωγή του DDT (Dichloro-Diphenyl-Trichloroethane, δίχλωρο-διφαίνυλο-τριχλωροαιθάνιο) στον ελληνικό ανθελονοσιακό αγώνα κατά την περίοδο 1945-1949”
Κων/νος Τσιάμης, Γεωργία Βρυώνη, Καλλιόπη Θεοδωρίδου, Αθανάσιος Τσακρής – Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Έφη Πουλάκου-Ρεμπελάκου – Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
5. “Η προσωποποίηση ασθενειών: Φόβος, πανικός και αντιμετώπισή τους”, Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, “Αρχαιολογία και Τέχνες” τχ. 104.
Κυρία Κούμη καλησπέρα. Συγχαρητήρια για την τόσο επίκαιρη παρουσίαση, Να είσαστε καλά…
Με την άδειά σας μπορώ να κοινοποιήσω το άρθρο; Ευχαριστώ