«Καϋμός σ’ τσή νιούς που γεύγουνται κάτω στα κατωμέρια
Και τρών του κόσμου τα καλά τσή χώρας τα ξαρέσια
Κάνουν χλωμή την όψι των μορφή σαν κολισαύρα!
Χαρά σ’ τσή νιούς που γεύγονται απάνω σ’ τσί μαδάρες
Και τρών’ τα πάχνη του χιονιού, το δροσερόν αέρι,
Και κάνουν όψη κόκκινη, ως είν’ το πορτοκάλι.» (ριζίτικο)*
Χιλιοτραγουδημένα τα βουνά κι οι κάμποι από τα πανάρχαια χρόνια. Λιγότερο από τη θάλασσα, μα εξίσου όμορφα. Η φυσιολατρία είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αφού η φύση είναι ο κόσμος που αγκαλιάζει, τρέφει και χωνεύει τον άνθρωπο. Κι ας την εχθρεύεται αυτός, επειδή φθονεί τη μη θνητότητά της και ζηλεύει την ομορφιά της, όπως το λέει και το δημοτικό τραγούδι:
«Καλότυχα είναι τα βουνά, καλότυχοι είν΄ οι κάμποι
που θάνατο δεν καρτερούν, φονιά δεν περιμένουν,
που χάρο δεν παντέχουνε, χάρο δεν καρτερούνε»
Το βουνό, χαρίζει γαλήνεμα ψυχής και σωματική υγεία. Το πράσινο χρώμα μεταλλάσσει τη δυσθυμία μας σε πόθο για ζωή. Έτσι, δεν είναι τυχαία η ίδρυση σανατορίων στα βουνά -κάτι που περιέγραψε με μοναδική τέχνη ο Τόμας Μαν στο «Μαγικό Βουνό» του.
Στη χλωρασιά των δασών αισθάνεσαι την αναπνοή να ταξιδεύει με το θρόισμα των φύλλων∙ αφουγκράζεσαι τη μυστική ζωή των ρυακιών με τα ξωτικά και τις νύμφες (νεράιδες), τις ναϊάδες και τις δρυάδες που κρύβονται σε λόχμες και νερά των ποταμών, με τις νεραϊδοσπηλιές και τα ιερά των ορέων. Ναι! Αισθάνεσαι πιο έντονο το βήμα του Θεού με το γέρμα της ημέρας, όταν οι τεράστιες φωτοσκιάσεις παίζουν με τη φαντασία μιλώντας σου τη γλώσσα των αγγέλων. Ή, όταν την αυγή χαράζει η μέρα κι ο καλός Θεός σκορπίζει χίλια χρώματα στις βουνοκορφές…
Νιώθεις τη μηδαμινότητά σου σαν βρεθείς «αιχμάλωτος» του σιωπηλού ουρανού και του ασύνορου δάσους. Αν μάλιστα αποκλειστείς κάποια χειμωνιάτικη νύχτα σε σκήτη ορεσίβιου μοναχού, σίγουρα θα ακούσεις το μελωδικό τραγούδι της βροχής να το παίρνουν τα πεντανέμια στο διάβα τους. Αν πάλι βρεθείς στην κορυφή του βουνού, εκεί που σμίγει το ορατό με το αόρατο, θα αισθανθείς να απελευθερώνεται η ψυχή από το σώμα και να αγκαλιάζεις την απεραντοσύνη του κόσμου. Λες πως δεν είναι διόλου τυχαίο που οι κορφές των βουνών (Ελικώνας, Πιέρια, Όλυμπος, Παρνασσός…) υπήρξαν ενδιαίτημα Θεών, ημιθέων, Μουσών∙ αλλά και αγριμιών, αετών, ανταρτών, αγέρωχων ανδρών της λευτεριάς που γέννησαν τόσους θρύλους, τόσα δημώδη ή δημοτικοφανή ποιήματα, όπως το ηρωικό και «επίνικο» του Άγγελου Σικελιανού (απόσπασμα):
(…) «-Kι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
-Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
-χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια-,
κ’ είναι οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!» (1)
Λέω πως είναι καλότυχα τα μέλη του Ορειβατικού Χανίων, με τις συχνές εξορμήσεις στα βουνά της Κρήτης. Καλότυχος κι ο «υμνητής» της κρητικής φύσης και των σπηλαίων, ο Αντώνης Πλυμάκης: δεν παραλείπει, μέσα από τις σελίδες των «Χ.ν.», να «ιστορεί» νοσταλγικές βουνίσιες -και όχι μόνο- ιστορίες από το παρελθόν του τόπου και των ανθρώπων του…
Οι γονείς της μάνας μου, Πόντιοι από την Πάφρα (ανάμεσα Σινώπη-Σαμψούντα), αν και η θάλασσα του Πόντου απλωνόταν μπροστά τους, προτιμούσαν να ζουν στην ενδοχώρα -στο βουνό! Τους άρεσε η επίπονη ζωή των βουνών, με τα καλά και τ’ άσχημά της. Δεν ζήλευαν τους θαλασσινούς συντοπίτες τους. Αλλά, και με την προβλεπόμενη ανταλλαγή πληθυσμών από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), όταν χιλιάδες Έλληνες κάτοικοι του Πόντου αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βιώνοντας χίλιους μύριους θανάτους, και, κυνηγημένοι από τους τσέτες του Κεμάλ, έφτασαν στην Ελλάδα, η τότε κυβέρνηση έστειλε το μεγαλύτερο τμήμα τους στη Β. Ελλάδα. Και πάλι οι γονείς της μάνας μου, όντες άνθρωποι του βουνού, βουνό αποζήτησαν! Εγκαταστάθηκαν στην ενδοχώρα (Κιλκίς).
Η «ιστορία» του καθενός μας είναι τα βιώματά του (2): μια συσσώρευση δηλαδή προηγούμενων «ζωών», το περιβάλλον όπου μεγαλώνει, η δουλειά των γονιών του, τα γυρίσματα των εποχών, η γλώσσα και οι αφηγήσεις των μεγάλων, οι περίπατοι στη φύση, η τροφή… Τέτοια ήταν και τα παιδικά μου χρόνια: κάθε πρωί, όταν ξεμυτούσε ο ήλιος από τον τεράστιο γκρίζο όγκο του Μπέλες -όπως τον βλέπω σήμερα από το μπαλκόνι μου στις μακρινές Μαδάρες- παίρνοντας βαθιές ανάσες δόξαζα το Θεό για την καινούργια μέρα του! Ακριβώς όπως τόσο ποιητικά αποτυπώνει την απέραντη λατρεία για τον «Ταΰγετό» του, ο ποιητής της ειρήνης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: Όπως ο κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
Ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
Ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθειές χαράδρες του
Να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
Για ν’ ανεβαίνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο!
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο!
Δίψα βαθειά σαν ωκεανός!
Υψηλή σαν φεγγάρι!
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του,
Ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές, ελάτια κι αγριοπερίστερα!
Κι ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα!
Κι ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας νάβρει μέσα τους ένα σπινθήρα! Έτσι
Μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δύο παιδιά του Θεού μέσα μου: Η ποίηση και η αγάπη!» (1946) (3).
Η ζωή στην πολύβουη πόλη, παραθαλάσσια ή βουνίσια, όσες «ανέσεις» κι αν προσφέρει, δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί με την ελεύθερη ζωή στη φύση, στο βουνό. Κι όταν λέμε δημοτικό ή ριζίτικο τραγούδι, το μυαλό μας πάει αυτόματα στο βουνό, αφού κυρίως εκεί γεννήθηκε… Αλλά, «δόξασαν» το βουνό και πολλοί ονομαστοί ποιητές (Σικελιανός, Παλαμάς, Σεφέρης, Σαραντάρης, Ελύτης, Ρίτσος, Βρεττάκος, Βαλαωρίτης, Αθάνας, Παπαντωνίου, Δροσίνης, Κρυστάλλης, Εγγονόπουλος, Καβάφης, Ουράνης κ.ά) καθώς και περίλαμπροι μουσικοσυνθέτες, ζωγράφοι, πεζογράφοι. Έτσι, λίγο πολύ, η βουνίσια ζωή εγχαράσσεται στη μνήμη: γίνεται βίωμα και λατρεία μας, όπως την υμνεί κι ο ποιητής:
«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος…» (4).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
– (1) Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τ. Ε’, σελ. 170, Η Αντίσταση (απόσπασμα)-έκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1968
– (2) Φλώρα Χαρ. Διαμαντή, “Η φυσιολατρεία στο δημοτικό τραγούδι”, σελ.189-192, περ. Ελληνική Δημιουργία, τ. 48, εκδ. Παπαδημητρίου 1950 [«Έτσι διαμορφώνεται κάτω από τις επιδράσεις του ορισμένου περιβάλλοντός του, ο κάθε άνθρωπος του καθενός ορισμένου τόπου. Γι αυτό και ο καθένας μας είναι «μια ατομική ιστορία της γης, όπου ζούμε»]
– (3) Νικηφόρος Βρεττάκος, «Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος» (Από το «Ο Ταϋγετος και η Σιωπή», 1949, μια ποιητική σύνθεση ανάβασης στοβουνό, με τον τότε δ/ντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, τον σπουδαίο φιλέλληνα Roger Milliex)
-(4)Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον Εστί», Τα Πάθη, άσμα Ε’, σελ. 40, 13η εκδ. Ίκαρος, 1980.
(11/12/18)
*(http://keritisriver.blogspot.com)