Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Δρόμος με “αγκάθια” και εμπόδια για τον Ι. Καποδίστρια

Ο Ιωάννης Καποδίστριας Ο λόγιος Θεόφιλος Καΐρης187 χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες, μέσα Γενάρη (1828 – 2015), από την ημέρα που ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας ως πρώτος κυβερνήτης του ελεύθερου και ανεξάρτητου μετά την επανάσταση του 1821 ελληνικού κράτους.
Η 3η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ενώ ακόμη συνεχιζόταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, εκλέγει τον Κερκυραϊκής καταγωγής διπλωμάτη Ιωάννη Καποδίστρια στη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας και στις 3 Μαρτίου 1827, με ψήφισμά της, τον κάλεσε ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του, με θητεία επταετή. Ο Καποδίστριας ήταν γνωστός ανάμεσα στους Έλληνες, αλλά και στα ευρωπαϊκά «σαλόνια», καθώς μέχρι το 1822 είχε διανύσει λαμπρή σταδιοδρομία στη διπλωματική υπηρεσία της Ρωσίας. Είχε φτάσει μάλιστα στο αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών, με το οποίο συμμετείχε στο πανευρωπαϊκό συνέδριο του Λάυμπαχ (α’ μισό του 1821), αλλά με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (το 1822) διαφώνησε με την επίσημη τσαρική πολιτική, παραιτήθηκε και ιδιώτευε εφεξής στην Ελβετία.
Όταν εξελέγη Κυβερνήτης, ήταν 51 ετών (είχε γεννηθεί 11 – 02 – 1776) και, με την φιλοπατρία του και τη διπλωματική του ευστροφία και εμπειρία, αποδέχτηκε την πρόταση και τη βαρύτατη ευθύνη να δημιουργήσει κράτος πάνω στα ερείπια της πολυετούς επανάστασης και των εμφυλίων πολέμων ανάμεσα στους διεκδικητές της εξουσίας, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Πριν έρθει, όμως, στην Ελλάδα, έκρινε αναγκαίο να επισκεφθεί αυτοπροσώπως τις ευρωπαϊκές αυλές (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, Αυστρία κ.α.). Ήθελε να υπερβεί τις όποιες διεθνείς «αγκυλώσεις» και να διερευνήσει τις διαθέσεις και τις προθέσεις  των Ευρωπαίων απέναντι στο νεογέννητο ελληνικό κράτος, που πάλευε ακόμη για το βαθμό ανεξαρτησίας αφενός και για τα σύνορά του αφετέρου. Στην Αγγλία, όμως, κι αλλού ο Καποδίστριας αντιμετωπίστηκε ψυχρά, γιατί – λόγω των δεσμών του με τη Ρωσία – τον θεωρούσαν «πράκτορα» των ρωσικών συμφερόντων.
Στο σημερινό μας κείμενο, θα ασχοληθούμε περισσότερο με την εσωτερική πολιτική του Καποδίστρια, τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του και το γεμάτο δυσκολίες αγώνα του να οργανώσει τη Δικαιοσύνη στο νεοσύστατο κράτος. Και τούτο, γιατί, όσο κι αν στα χρόνια που παρήλθαν οι εκάστοτε κρατούντες σημαδεύουν λίγο έως πολύ και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι προσπάθειες του Καποδίστρια έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα «ίχνη» τους.

Χαρτης«Πανελλήνιον» και περιοδείες
Ο Ιωάννης Καποδίστριας φτάνει στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, στις 6/ 18 Ιανουαρίου 1828. Όλοι τον περίμεναν σαν σωτήρα. Παντού, όμως, επικρατούσε χάος και ανοργανωσιά. Η χώρα ήταν ερειπωμένη κι ο λαός καθημαγμένος. Οικονομία, διοικητική μηχανή, δικαιοσύνη, στρατός, νομοθεσία, εκπαίδευση, που θεωρούνται θεσμοί απαραίτητοι για τη θεμελίωση, τη συγκρότηση και την οργάνωση ενός κράτους ήταν, στα πρωτόλεια τότε βήματα του ελληνισμού, ή ανύπαρκτοι ή παντελώς διαλυμένοι.
«Στη στεριά – γράφει ο Τ. Βουρνάς – επικρατούσε το δίκαιο της αρπακτικότητας του τοπάρχη κοτζαμπάση και στη θάλασσα η πειρατεία. Ο Μοριάς ήταν ρημαδιό. Κάθε μεγαλοκαπετάνιος που κρατούσε ένα κάστρο (Μονεμβασιά ο Πετρόμπεης, Ακροκόρινθο ο Κίτσος Τζαβέλλας, Παλαμήδι ο Γρίβας και ο Στράτος) τυραννούσε σαν κατακτητής το γυμνό και άστεγο πληθυσμό… Παραγωγή δεν υπήρχε, ούτε χέρια να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης λόγω της ανασφάλειας. Ο πληθυσμός είχε καταφύγει στα βουνά και τις σπηλιές. Είκοσι πέντε χιλιάδες μαχητές περιπλανώνταν χωρίς καμιά μισθοδοσία ή ενίσχυση, ενώ οι μοναδικές δημόσιες πρόσοδοι (δεκάτη και τελωνειακές εισπράξεις του Αναπλιού) δε λειτουργούσαν. Κράτος, δηλαδή, και στην πιο υποτυπώδη του έννοια δεν υπήρχε».
Στο καλωσόρισμα του Κυβερνήτη, όμως, ο λόγιος Θεόφιλος Καΐρης αναφέρει: «Χαίρε και Συ Κυβερνήτα της Ελλάδος, διότι μετά τοσούτον πολυχρόνιον αποδημίαν, επιστρέφεις εις την κοινήν πατρίδα, την βλέπεις, την χαιρετάς όχι πλέον δούλην και στενάζουσαν υπό τον ζυγόν, αλλ’ ελευθέραν, αλλά δεχομένην σε Κυβερνήτην, και περιμένουσαν να Σε ίδη να οδηγήσης τα τέκνα της εις την αληθινήν ευδαιμονίαν και εις την αληθινήν δόξαν. Ζήθι! Αλλ’ έχων ιερόν έμβλημα «ο Θεός και η δικαιοσύνη κυβερνήσουσι την Ελλάδα». Ζήθι! Αλλά κυβερνών ούτως ώστε να αισθανθή η πατρίδα, να καταλάβωμεν και ημείς, να επαναλάβη η αδέκαστος ιστορία, να αντηχήσωσιν όλοι οι αιώνες, ότι ου Συ, ουδέ ο υιός σου, ουδέ ο οικείος σου, ουδέ ο φίλος σου, ουδέ πνεύμα φατρίας, αλλ’ αληθώς αυτός ο νόμος του Θεού, αυτό το δίκαιον, αυτοί της Ελλάδος οι θεσμοί κυβερνώσι την Ελλάδα δια Σου.».
Ας ιδούμε, όμως, και πώς περιγράφει την κατάσταση στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 μια Έκθεση του Α. Λόντου, Γραµµατέα των Εσωτερικών και της Αστυνοµίας, προς τον άρτι αφιχθέντα Κυβερνήτη. «Εις την Ελλάδα δεν υπάρχουσιν ούτε εµπόριον, ούτε τέχναι, ούτε βιοµηχανία, ούτε γεωργία. Οι χωρικοί δεν σπείρουσι πλέον, διότι δεν έχουσι πεποίθησιν ότι θέλουσι θερίσει και αν θερίσωσι δεν ελπίζουσι να φυλάξωσι τους καρπούς των από τον στρατιώτην. Ο έµπορος δεν είν’ ασφαλής εις τας πόλεις. Τρέµει δ’ από τον φόβον των πειρατών, οι οποίοι έχουσιν ανοικτά τα όµµατα και περιµένουσι τα πλοία εις την διάβασίν των να τα προσβάλλωσιν. Η δολοφονία καλύπτει την κλοπήν µε την µυστικότητα. Ο τεχνίτης δεν είναι βέβαιος ότι θα πληρωθή διά την εργασίαν του. Το δικαίωµα του ισχυροτέρου είναι το µόνον, όπου υπάρχει πραγµατικώς. Οι κοινωνικοί δεσµοί παρελύθησαν (…)».
Αφού του εμπιστεύτηκε, λοιπόν, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας για εφτά χρόνια τις τύχες του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους , ο Ιωάννης Καποδίστριας – ως πρώτη του ενέργεια – πείθει το βουλευτικό να αυτοδιαλυθεί.
Προηγουμένως, όταν το βουλευτικό είχε καλέσει τον Καποδίστρια να ορκιστεί στο Σύνταγμα, εκείνος φέρεται ότι απάντησε: «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να ορκισθώ τον όρκον του συντάγματος, διότι δεν εμπορώ να σας υποσχεθώ να φυλάξω ό,τι δεν έχετε και ό,τι δεν με παραδίδετε. Αλλά σας υπόσχομαι να προσπαθήσω διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος όσον δύναμαι».
Λίγο νωρίτερα, στις 18/1/1828, η Βουλή είχε ψηφίσει ένα καινούριο κυβερνητικό σύστημα, την «Προσωρινή Διοίκηση της Επικρατείας». Το νέο αυτό σύστημα θύμιζε λίγο προεδρική δημοκρατία, αλλά είχε ενισχυμένες προσωρινά τις εξουσίες του προέδρου, εξαιτίας των εκτάκτων συγκυριών. Ό,τι χρήζει ιδιαίτερης σημασίας και προσοχής είναι το ότι η νομοθετική εξουσία συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Θα την ασκούσε μάλιστα συνεπικουρούμενος από το «Πανελλήνιον». Το «Πανελλήνιον» είναι ένα 27μελές γνωμοδοτικό όργανο περισσότερο παρά υπουργικό συμβούλιο, που χωρίζεται σε 3 επιμέρους τμήματα (Εσωτερικών, Πολέμου και Οικονομίας), στα οποία θα προεδρεύει από ένας πρόβουλος. Ο Γραμματεύς της Επικρατείας (κάτι σαν πρωθυπουργός), θέση στην οποία ο πρώτος που διορίστηκε ήταν ο Σπυρίδων Τρικούπης (γενν. 1788 – πεθ.1873, πολιτικός και ιστορικός από το Μεσολόγγι) , θα προσυπογράφει μαζί με τον Κυβερνήτη τα ψηφίσματα και την αλληλογραφία.
Όταν διαλύθηκε από τον Καποδίστρια η βουλή, ο Κυβερνήτης υποσχέθηκε πως θα διεξήγε σύντομα εκλογές για την ανάδειξη νέας εθνικής συνέλευσης. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να οργανώσει προσωρινή διοικητική μηχανή  στα νησιά και την Πελοπόννησο, αφού στη Στερεά Ελλάδα, εφόσον συνεχιζόταν ο πόλεμος, δεν ήταν δυνατόν να γίνει το ίδιο.
Αφού προβαίνει στη διοικητική διαίρεση της «Επικρατείας», δημιουργεί, λοιπόν, με ψηφίσματα τον Απρίλιο του 1828, το θεσμό των επιτρόπων (όπως, περίπου, οι σημερινοί νομάρχες) ως ανωτέρων τοπικών κυβερνητικών οργάνων, στους οποίους και ανέθεσε να φροντίζουν την προστασία των πολιτών από τις αυθαιρεσίες των διοικητικών οργάνων και για την ασφάλειά τους. Στις κοινότητες, ίσως για να προχωρούσε ομαλά αργότερα σε αλλαγές στην επαρχιακή διοίκηση, διατήρησε τους δημογέροντες, αλλά καθιέρωσε  όριο ηλικίας για τους μεν αιρετούς άρχοντες, των οποίων ενίσχυσε τις εξουσίες, το 35ο έτος, για δε τους εκλογείς το 25ο, αλλά μόνο για τους άντρες, γιατί τότε για νομική κατοχύρωση του δικαιώματος  «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» και στις γυναίκες δεν επρόκειτο να γίνει λόγος. Οι εκλογές, παρά την αρχική αντίθεση του Κυβερνήτη, για την εθνοσυνέλευση διεξήχθησαν όχι υπό την εποπτεία των κρατικών οργάνων, αλλά από τους ίδιους τους εκπροσώπους του λαού (δημογέροντες και «εκλογείς», οι οποίοι είναι κάτι σαν τους εκλέκτορες των τωρινών εκλογών των Η.Π.Α. και εκλέγονται από τους άνω των 25 ετών άρρενες).
Με γενικές, ειδικές και απόρρητες οδηγίες διευκολύνει ο Καποδίστριας τις Αρχές στο δύσκολο έργο τους. Οι επισκέψεις του σε πολλές περιοχές , για να δει από κοντά τα προβλήματα και τις ανάγκες τους, οδήγησε τη μόλις πρωτοσχηματιζόμενη τότε αντιπολίτευση να τον κατηγορήσει ότι με προεκλογικές περιοδείες δελεάζει τους ψηφοφόρους ενόψει των εκλογών για την 4η εθνοσυνέλευση.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης παραιτείται από γραμματεύς της Επικρατείας στις 30/12/1828, γιατί αρνήθηκε να προσυπογράψει το νέο εκλογικό νόμο, περνά στην αντικαποδιστριακή αντιπολίτευση και στη θέση του, μαζί με κάποιους διορισμούς φιλοκαποδιστριακών ως μελών στο «Πανελλήνιο», τοποθετείται ο Νικόλαος Σπηλιάδης στις 5 Φεβρουαρίου του 1829, ενώ ως ημέρα συγκλήσεως της 4ης εθνικής συνελεύσεως ορίστηκε η 15/5/1829  στο Ναύπλιο, αλλά γρήγορα ο Καποδίστριας τη μετάθεσε για τις 25 Ιουνίου 1829 και τον τόπο συγκλήσεώς της στο Άργος. Εκεί, σε πανηγυρικό τόνο οι εργασίες της άρχισαν στις 11 Ιουλίου ολοκληρώθηκαν στις 6/8/1829 και ο Κυβερνήτης έλαβε «ψήφο εμπιστοσύνης» για ό,τι είχε κάνει έως τότε και του ζητήθηκε και εφεξής, παρά κάποια αντιπολιτευτικά «πυρά», να βοηθήσει το έθνος με «τας υψηλάς πρακτικάς και θεωρητικάς γνώσεις του».

Με σημαντικούς συνεργάτες
Η Δικαιοσύνη, εξάλλου, κατά τον Ιωάννη Καποδίστρια, ήταν βασικός και θεμελιώδης θεσμός της Πολιτείας. Γι’ αυτό, μετακαλεί ξενοσπουδαγμένους ειδικούς και έγκριτους νομομαθείς,  με σκοπό την καλή και απρόσκοπτη οργάνωση και λειτουργία της. Έτσι, έρχονται στην Ελλάδα ο αδελφός του Κυβερνήτη, Βιάρος Καποδίστριας (1774 – 1842, αφικνείται στην Ελλάδα 23/3/1828, μέλος του «Πανελληνίου» από τη σύστασή του, καταλαμβάνει σημαντικές κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις την περίοδο 1829 – ’31 και αποχώρησε από την Ελλάδα τον Ιούλιο του 1831, λίγους μήνες προ της δολοφονίας του αδελφού του), ο Κερκυραίος νομομαθής Ιωάννης Γεννατάς (1777 – 1847, με σπουδές στην Ιταλία, από 20/5/1828 μέλος του «Πανελληνίου» και από το Σεπτέμβρη του 1829 έως τον Ιούλιο του 1831 «γραμματεύς» – υπουργός Δικαιοσύνης ), ο Ηπειρώτης Χριστόδουλος Κλωνάρης (1788 – 1849, από το 1828 μέλος του «Πανελληνίου», αργότερα τάχθηκε κατά του Καποδίστρια)  και ο Γρηγόριος Σούτσος  κ.α. Οι Σούτσος, Κλωνάρης και Γεννατάς, στενοί συνεργάτες του Κυβερνήτη, συναπάρτιζαν και τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύνταξη αστικού, ποινικού και δικονομικού κώδικα.
Το Δεκέμβριο του 1828 εκδόθηκε το ψήφισμα «Περί διοργανισμού των δικαστηρίων», το οποίο – αφού συντάχτηκε με βάση απόψεις και οδηγίες – αναγνωρίζει τη σύζευξη του βυζαντινού και του εθιμικού δικαίου. Σύμφωνα με αυτό, συγκροτήθηκαν ειρηνοδικεία στις κωμοπόλεις, πρωτόκλητα δικαστήρια (πρωτοδικεία) στις έδρες των νομών, ένα εμποροδικείο στη Σύρο κι ορισμένα «ανέκκλητα κριτήρια» (εφετεία). Ακολούθως, ιδρύεται – χωρίς, όμως, να προλάβει να λειτουργήσει – και Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ενώ το 1830 δημοσιεύεται ο πρώτος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας.
Η αντιπολίτευση αντιμετωπίζει με κριτική σφοδρότητα κάθε κίνηση του Κυβερνήτη κι αυτός αναγκάζεται να συστήσει «εξαιρετικό (έκτακτο) δικαστήριο»  για τις παραβάσεις των κρατικών υπαλλήλων, να δώσει υπερβολικά δικαιώματα στην αστυνομία, να περιορίσει την ελευθεροτυπία και γενικά να πλήξει το γόητρο της Δικαιοσύνης. Επειδή, όμως, ο Ιωάννης Καποδίστριας επιδίωκε πάση θυσία τη συγκρότηση ενός ευνομούμενου και οργανωμένου κράτους, οι κατηγορίες για υποταγή των διοικητικών οργάνων στο καποδιστριακό καθεστώς ίσως είναι αληθείς, την ώρα που ο Κυβερνήτης έχει, εκτός Ελλάδος, να αντιμετωπίσει και τις ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις, των οποίων επίσημοι κύκλοι τον θεωρούσαν «Ρώσο ανθύπατο», αν κι ο Καποδίστριας (όπως γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης στον 4ο τόμο της «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως») «…υπέρ της Ελλάδος μετήλθε την ρωσικήν επιρροήν του, και όχι υπέρ της Ρωσίας την ελληνικήν αρχήν του…».

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, 1821  – 1909», Αθήνα, 20004, Εκδόσεις Πατάκη.
Γιάνης Κορδάτος,  «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος  αιώνας».
Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
Σπυρίδων Τρικούπης, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2010.
«Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770 – 2000», Αθήνα, τόμος 3ος, 2003, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών (τόμος ΙΒ), Αθήνα, 1975.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα