Oταν ο Νίκος Μπλαζάκης μου έκανε λόγο για “τουρκικά παραμύθια”, ένιωσα, μονομιάς, τη γλυκιά θέρμη της παιδικής ηλικίας ανακατεμένη με την αγάπη μου για τη Μικρά Ασία.
Η λογική, ωστόσο, ενός ενήλικου όντος με πισωγύρισε, με την ιδέα ότι, σιγά, το παραμύθι δδεν έχει το βάθος και την ποιότητα, το επίπεδο στο οποίο ένας άνθρωπος που επιθυμεί τη μόρφωση επιδιώκει να βρίσκεται.
Αργότερα, που σε ώρες χαλάρωσης ξεσκάλιζα το αρχείο και τα βιβλία σχετικά με τη Μικρά Ασία και την τουρκική γλώσσα, η διαπίστωση της ομορφιάς που προκύπτει στη μίξη της λογοτεχνίας με τη φαντασία, τον μύθο και το παραμύθι, την πραγματικότητα και το “τεχνητό”, την “τεχνική” και την “τέχνη”, με τράνταξε από την κατάσταση και το σκεπτικό στα οποία είχα βυθιστεί. Κι εκεί που είχα βουλιάξει στη μελέτη και στο γράψιμο, στη μετάφραση και στην ιστορία, πως έγινε και μου μίλησε από τα βάθη της μνήμης και του συναισθηματικού μας κόσμου, ο αγαπημένος ποιητής και δάσκαλο της γραφής (και όχι μόνον) Γιώργος Σεφέρης: «Δεν θέλω παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη…»
Και τότε, έσβησε στο μυαλό μου το δίλημμα κι ήρθαν οι εικόνες από τ’ αγαπημένα μου παραμύθια των παιδικών χρόνων, από τον Καραγκιόζη και τις παραστάσεις του Νίκου και όλων εκείνων των σπουδαίων καλλιτεχνών του Θεάτρου Σκιών στη χώρα μας, που συνεχίζουν αυτή τη μαγεία και το κάλλος της ελληνικής παράδοσης και των αντίστοιχων καλλιτεχνών στη γειτονικής μας χώρα, με στοιχεία αλληλοτροφοδότησης των δύο πολιτισμών, με τόσο πλούτο κι ευρύτατα στη θεματολογία.
Γιατί, όταν θα χάσουμε αυτήν την παράδοση και μέσω αυτής την επικοινωνία, θα χάσουμε ένα τεράστιο κομμάτι από το δέντρο του πολιτισμού και της ειρήνης, την ψυχή μας την ίδια.
Γιατί όμως συγκεκριμένα, τουρκικά παραμύθια; Η ρίγα από τη Μικρά Ασία, η σχέση με τη Μικρά Ασία, το κοινό μας πεδίο στη γλώσσα και στη μυθοπλασία, το κοινό γεωγραφικό πλαίσιο και ενός άλλου τύπου ιδεολογία για την ειρήνη ανάμεσα στους δύο λαούς, που συνδέονται τόσο πολύ και ωστόσο, ζουν τόσο χωριστά. Στο όνομα της ειρήνης και της φιλίας του ελληνικού και του τουρκικού λαού. Όπως είναι και τα παραμύθια.
Σημείωση: αυτός ο κύκλος των παραμυθιών είναι ίσως, πολύ πιο σκληρός και βίαιος απ’ ό,τι συμβαίνει στα ήδη γνωστά μας παραμύθια. Είναι όμως πιο κοντά στην πραγματικότητα και στην ανθρώπινη ζωή, προπάντων στην Ιστορία. Καθόλου εξωπραγματικό. Και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον. Η μαγεία διατηρείται.
Καλή μας ανάγνωση
Αφέντης και δούλος
H ανέμη ετούτου του παραμυθιού στριφογυρίζει με τον αγέρα που φυσά δυνατός, από τα βάθη της νύχτας, στο Αϊδίνι. Και μας γυρίζει κι εμάς, πίσω, στον καιρό της φεουδαρχίας. Τότε, που ζούσε ένας πανίσχυρος τσιφλικάς, ο Ραμάζης με τ’ όνομα. Σπίτια, κελάρια και αποθήκες, στάβλοι και κουλάδες, άλογα και απέραντα χτήματα. Κι οι χωρικοί, υποταχτικοί του, μαζί με ολάκερες τις οικογένειες τους, φτωχοί, θεόφτωχοι, βρώμαγαν τα χνώτα τους απ’ την πείνα.
Ο Ραμάζης δεν σήκωνε αστεία. Ήτανε σκληρός, με το μάτι και την ψυχή στις λίρες και στα γρόσια. Οι άνθρωποι γι’ αυτόν ήτανε όπως τα ζα, τους έχεις και σου δουλεύουνε, ν’ αυγατίζεις την περιουσία σου. Ένα κομμάτι ψωμί και κάτι ψιλά, ίσα- ίσα για να κρατιούνται στη ζωή και να σε υπηρετούνε. Κι όποιος βγάλει ένα “κιχ”, το καμουτσίκι και δρόμο. Αμ, τα παιδιά τους; Σκέτος μπελάς και φασαρία. Να σου ‘ρχονται κάθε λίγο και λιγάκι, κλαψουρίζοντας: «Κύριε, κύριε, δώστε μας λίγο γάλα, λίγο παξιμάδι ή λίγο τυρί, πεινάμε. Η μάνα μας είναι άρρωστη. Ο πατέρας δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ…»
τα μπαστάρδικα, δασκαλεμένα, τα ‘χανε. Κι ύστερα, ήτανε κι αυτό το χτικιό που τ’ άφηνε πετσί και κόκκαλο, χλωμά και μαραμένα, όλο βήχα και αίμα. Σιγά να μην τον ένοιαζε τον Ραμάζη, αυτό τα ‘σπερνε; Ε, χμ, δηλαδή… Ας τα φροντίζανε, τέλος πάντων, οι ξεμωραμένες οι φαμίλιες τους, όποιες ο διάβολος ήθελε να είναι. Όταν είσαι φτωχός, τι τα θέλεις, μωρέ ζάβαλλε τόσα θρεφτάρια; Καλά να πάθεις. Δούλευε τώρα βλάκα και σκάσε, που κακό ψόφο να ‘χεις, να ησυχάσω από σένανε. Δόξα τον Αλλάχ, υπάρχουνε μπόλικα κορμιά για δουλειά.
Αυτό συλλογιζότανε ο τσιφλικάς και άφηνε, εγκατέλειπε τα παιδιά να πεθάνουνε από το χτικιό και την πείνα.
«Αυτοί είναι χειρότεροι από τα γουρούνια. Γεννοβολάνε μέσα στη βρόμα συνέχεια, κι ύστερα, απλώνουνε το χέρι και σου ζητιανεύουνε. Ουστ, να χαθείτε από δω, ψοφίμια!»
Ο Ραμαζής, όμως, λογάριαζε χωρίς τον Εφέ Τσάκιτζη. Ο Τσάκιτζης ανήκε στην κλεφτουριά, παλικάρι, ψηλός, δυνατός, ζωσμένος πάντοτε τις πιστόλες του, επάνω στο άσπρο του άτι, δίκαιος και υπερασπιστής των φτωχών. Τα ήξερε καλά όλ’ αυτά και τον είχε κατά νου, με το σχέδιο ν’ αλλάξει όλην εκείνην την κατάσταση και ν’ απελευθερώσει τους χωριάτες από την αρρώστια. Όχι το χτικιό, μα τον Ραμάζη. Όλη ετούτη η περιουσία ήτανε η δική τους δουλειά κι ο ιδρώτας. Βάλε και τα όσα είχε κατακλέψει από δαύτους, χωράφια, ζώα, καρπούς, βάλε και τα κορίτσια τους και τις γυναίκες, που όταν τις έβαζε στο μάτι, δεν γλυτώνανε με τίποτα. Κάποτε, μάλιστα, είχε ακουστεί κάτι για μια γυναίκα που βρέθηκε νεκρή. Πεθαμένη ή σκοτωμένη; Γιατί άραγες; Άστα τώρα, ας μην τα σκαλίζουμε, περασμένα- ξεχασμένα, για να ‘χουμε και το κεφάλι μας ήσυχο, γιατί αν φτάσει κάτι στ’ αυτιά του τσιφλικά… Όλο το Αϊντίνι έλεγε πως ο Ραμάτζης είναι ίδιος, ολόιδιος ο Σατανάς, κι ας λένε οι ιμάμηδες και οι παπάδες πως ο Σατανάς είναι αλλού.
Ο Σατανάς ήτανε μπροστά τους κι αυτοί, αναγκασμένοι να τον προσκυνάνε. Τον Σανατά, μωρέ; Μα τον Αλλάχ, τον Μωάμεθ και το Κοράνι!
Μέρες και νύχτες συλλογιζότανε ο Τσακίτζης, ο ξακουσμένος εφές του Αϊδινιού. Κι ένα πρωί, αξημέρωτα, ζώνεται τις πιστόλες του, και, καβαλικεύει το λευκό του άτι. Όποιος τον έβλεπε από μακριά, του εφάνταζε σαν θεριό, μέσα στα κόκκινα και στα μαύρα του ρούχα, με το φέσι και το ριχτάρι, τα μπαμπακερά και τ’ ατλάζια, βάλε και τα στολίδια του αλόγου του που το υπεραγαπούσε και το λογάριαζε καλύτερο κι από άνθρωπο.
Χτυπά με φούρια την είσοδο και φωνάζει τον υπηρέτη κι τ’ αφεντικό.
– Διαόλου σπέρμα, έβγα έξω να πούμε δυο κουβέντες! Έβγα έξω, και θα σε κανονίσω, εγώ!
Ο Ραμάζης, θέλεις από τον ύπνο, θέλεις επειδή ήτανε σίγουρος για τον εαυτό του και τη δύναμη του, βγαίνει έξω άοπλος και βλέπει τον Τσακίτζη ζωσμένο τ’ ασημοπίστολα.
– Τολμάς να μ’ ενοχλείς πρωί- πρωί και να με σηκώσεις απ’ τον ύπνο;
Ο Τσακίτζης βγάζει τις δύο πιστόλες και τις ακουμπά στο στέρνο του γαιοκτήμονα.
– Ήρθε η ώρα σου, κλέφτη. Γιατί δεν τους ελευθερώνεις, γιατί δεν τους δίνεις αυτά που τους ανήκουνε; Θα σε σκοτώσω!
Σε λίγη ώρα βλέπουμε τον Ραμάζη να γονατίζει, ν’ αρχίζει να παρακαλά και να τάζει στον ζεϊμπέκη λεφτά, γυναίκες, ζωντανά και χτήματα.
– Αμάν, γιαβρούμ, αμάν…
– Θα το αλλάξεις το πράμα, ναι ή όχι; Θα τωνε δώκεις αυτό που τους ανήκει, ναι ή ου;
– Την περιουσία μου, αχαΐρευτε; Το βιός μου; Τ’ αρχοντιλίκι μου; Εγώ δεν είμαι όποιος κι όποιος, δεν είμαι σαν εσάς, δεν είμαι σκουλήκι· εγώ είμαι αφέντης στον τόπο, άρχοντας τρανός, το κατάλαβες; Και θέλετε να πέσω στη λάσπη, στον βούρκο και στην κόλαση; Ποιοι είστε, μωρέ ζώα, που με διατάζετε και με κατηγορείτε; Φύγε από ‘δω, που με μαγαρίζεις, εμένα και τ’ αρχοντικό μου, το παλάτι μου, κλεφτουριά, παράνομε, έξω από ‘δω, στο διάβολο!
Ο Τσακίτζης σφίγγει τις πιστόλες και τις αδειάζει με νεύρο και θάρρος καταπάνω στην καρδιά του Ραμάζη.
Μπουκάρει στο σπιτικό και διατάζει τον Κούλα του Ραμάζη να βάλει ντελάλη σ’ όλο τον τόπο ή να κράξει ο ίδιος, να ‘ρθουνε ήσυχα κι ωραία, να τους μοιράσει τ’ αγαθά του τσιφλικά, με δικαιοσύνη: να σφάξουν αρνιά, κατσίκια, μοσχάρια και γουρούνια, να γεμίσουνε νταμιτζάνες με κρασί, ρακί και γάλα κι ό,τι άλλο οι φτωχοί, να φάνε και να πιούμε μέχρι σκασμού και να κρατήσουν τους ξένους καρπούς, κοσμήματα, έπιπλα, λάδια, μπαχαρικά, μέταλλα, γλυκίσματα, ρούχα.
– Πρώτα τα παιδιά, ο Μεχμέτ κι ο Γιώργης. Και πού είσαι; Όλοι οι φτωχοί, εδώ, τ’ ακούς; Τούρκοι και Ρωμιοί. Αν κάμεις διάκριση, θα σε σκοτώσω κι εσένα.
Ήρθε ο Μεχμέτ και ο Τσάκιτζης του παρέδωσε ένα κεμέρι λίρες. Είχε κάμει άνω- κάτω το σπίτι και τα υπόγεια. Ο Μεχμέτ είχε δώδεκα παιδιά να θρέψει και να πληρώσει κι από πάνω, οπωσδήποτε, γιατρό, για να θεραπευτούν από το καταραμένο το χτικιό.
Στο Γιώργη, το Ρωμιό, μοίρασε δίκαια και ανθρώπινα, άλλο ένα κεμέρι λίρες του Ραμάζη. Γιατί ετούτος ο φτωχός, ξενομπάτης είχε πέντε κορίτσια απάντρευτα κι έπρεπε να τους εξασφαλίσει προίκα και καλή ζωή…
Το γλέντι που ακολούθησε κράτησε εφτά μέρες κι εφτά νύχτες. Τι χρυσάφι, τι ασήμι, τι μπαούλα και μεταξωτά, μπαμπακέρα, κάρβουνο, ξυλεία, χαλκός κι ορείχαλκος, χρωματιστά γυαλικά και σμάλτο, τικ φίλντισι και κρεμεζί, ως και τις γλάστρες επήρανε από το αρχοντικό, μουλάρια, όπλα, εργαλεία, τραπέζια και καρέκλες, πιατικά και μαξιλάρες, χαλιά, κιλίμια, ξυλοπάπουτσα και παντούφλες…
Οι Τούρκοι και οι Ρωμιοί, ενωμένοι, αδερφωμένοι, κάτω από την αρρώστια που λέγεται χτικιό, την αρρώστια που λέγεται φτώχεια, την αρρώστια που λέγεται να ζεις μέσα στη δουλεία, στο χαμαλίκι και στον ιδρώτα με το καμουτσίκι και την αλυσίδα του πλουσίου αφέντη σου, ούτε μία στιγμή δεν λογοφέρανε, ούτε μία στιγμή δεν μαλώσανε, δεν ήρθανε στα χέρια, τα μοίρασαν όλα, ακριβοδίκαια.
Οι Ρωμιοί πήρανε τα γουρούνια, γιατί το κοράνι απαγορεύει στον μουσουλμάνο το χοιρινό. Είναι κρέας βρόμικο, φαγητό των αλλόθρησκων. Πήρανε και το κρασί, ωστόσο κάποιοι Τούρκοι, είπανε μαζί με το αντάρτικο και τη λεηλασία του σπιτιού του Ραμάζη, να σπάσουνε για λίγο την απαγόρευση του κρασιού. Ήπιανε λοιπόν κρασί δίπλα- δίπλα, τραγούδησαν τους κοινούς τους καημούς κι ευχαρίστησαν τον ίδιο θεό, ο καθένας στη δική του γλώσσα: «Ευχαριστώ σε, Θε μου, οι Ρωμιοί», «Αλλάχ, τεσεκκιούρ εντέριμ», οι δικοί μας οι Τούρκοι. Αγκαλιάστηκαν, ξαναήπιανε, ξαναφάγανε και ξανατραγούδησαν. Φίλοι κι αδέλφια, στη φτώχεια και στη ζωή. Την άλλη μέρα, πέσανε πάλι στη δουλειά με τα μούτρα. Το Αϊδίνι είχε λευτερωθεί κι άρχιζε μιαν άλλη ζωή, ανθρώπινη. Δόξα τον Αλλάχ, δόξα τω θεώ. Κι εζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα.
Λεξιλόγιο
κουλάδες (κουλάς)= υπηρέτες, δούλοι
ζάβαλλος= κακομοίρης, καημένος
εφές= κλέφτης, ζεϊμπέκης, αντάρτης, παλικάρι, πρωτοπαλίκαρο