«Παραμονή Πρωτοχρονιάς, γέμιζε η Ποτιέ κόσμο, αυτός ήταν ο πιο εμπορικός δρόμος της Παλιάς Πόλης» θυμούνται για τις πρώτες δεκαετίες στα μεταπολεμικά Χανιά, ο Γιάννης Σπανουδάκης και ο Γιώργης Μπατιστάκης,μόνιμοι κάτοικοι της παλαιότερης συνοικίας της πόλης.
Γέννημα θρέμμα “Κολομπίτης” ο κ. Γιάννης από το 1943, ο κ. Γιώργης γεννήθηκε το 1936 στην Κίσσαμο αλλά μεσούσης της κατοχής μετακόμισε στην Παλιά Πόλη, όπου και συνεχίζει να ζει. Τα στολίδια και οι φωτισμοί ήταν μεγάλη πολυτέλεια για την εποχή εκείνη αφού «ήταν “κακά χρόνια”, μεγάλη φτώχεια τότε» αναφέρει ο κ. Μπατιστάκης και ο κ. Σπανουδάκης συμπληρώνει:
«Στην Παλιά Πόλη τότε ζούσε πολύς κόσμος, ήταν άνθρωποι της δουλειάς που εργάζονταν στο λιμάνι, στην πόλη. Λίγοι ήταν οι προύχοντες».
Τι έχουν στη μνήμη τους όμως οι συνομιλητές μας από τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς της εποχής;
«Η Ποτιέ ήταν ένας “ζωντανός” δρόμος. Είχε 3 – 4 ραφτάδικα, τα μαγαζιά του Σταυρουλάκη, του Χαμουρίκου, τα παπουτσάδικα, τη “Μπουγάτσα του Ιορδάνη”, του Ζολινδάκη το μαγαζί. Λειτουργούσε ο φούρνος του Πατακού, του Διαμαντόπουλου ένα κατάστημα που άλλαζε τα χρήματα. Γενικά η Ποτιέ κάθε Σάββατο είχε πολύ κόσμο, εκείνη την ημέρα γύριζαν και οι νεαροί με νεροπίστολα και έβρεχε ο ένας τον άλλο, τις κοπελιές, τους ανθρώπους που περνούσαν».
Οι γύρω δρόμοι είχαν την… εξειδίκευση τους. «Τα “στιβανάδικα” όπως και σήμερα στην “Σκρυδλώφ”, τα “Παπλωματάδικα” στη Μπετόλο, η Χάληδων ήταν και αυτή εμπορικός δρόμος. Η μεταφορική της “ΤΑΟ”, το πρακτορείο των πλοίων του “Τυπάλδου”, τα βιβλιοπωλεία του “Πετράκη”, του “Πελεκανάκη”, ο Χαρκοφτάκης με τα ηλεκτρικά. Στο ύψος της Μητρόπολης ήταν μαγαζιά επίσης, του Κοκκινάκη το μυροπωλείο. Στους γύρω δρόμους πέντε κουρεία του Μαρμαράκη, του Τσιχλάκη, του Ρετόντο, του Σταματίου μέσα στη στοά (προς το Boheme), το γαζοζάδικο του Φάσουρα, το οδοντιατρείο του Δελάκη», αυτά ήταν τα μαγαζιά της εποχής, σύμφωνα με τον κ. Μπατιστάκη.
Στο παραλιακό μέτωπο ο κόσμος κατέβαινε στα ταβερνάκια του “Αλικαμπιώτη”, του “Νταμπακάκη”, του “Κοτσιφού”. «Στη δυτική πλευρά του λιμανιού (από τη μεριά που είναι το Ναυτικό Μουσείο) ήταν αποθήκες ψαράδων με δίχτυα, σχοινιά, βάρκες και σιδερένιες πόρτες για να μην μπαίνει μέσα το νερό. Και στο “πέταλο” του λιμανιού βέβαια πολλές βάρκες των κατοίκων» αφηγείται ο κ. Γιάννης.
Στο ανατολικό “πέταλο”, τα περίφημα μπουζούκια “της Μαρίνας”, το “Πλάζα” που ήταν το αριστοκρατικό ξενοδοχείο της εποχής, το βαρελάδικο του “Κοκκινάκη” στην πλατεία και οι εταιρείες μεταφορών του Κουρκούτη, του Σουβλάκη, πιο κοντά στην πλατεία Συντριβανίου, το κουρείο του Κουτσοδημητρόπουλου, το καφενείο του “Μπυράκη”, τα σφαιριστήρια του Τάκη.
«Τα χρόνια αυτά έρχονταν πολλά σκάφη με εμπορεύματα μέσα στο ενετικό λιμάνι που ξεφόρτωναν σε μακρύκαρα που τα έφερναν στην πόλη» υπογραμμίζει ο κ. Γιώργης και προσθέτει ο κ. Γιάννης: «Θυμόμαστε σκάφη όπως ο “Άφοβος” που το Μάρτιο του 1962 έπεσε πάνω στο Φάρο και γέμισε το λιμάνι εμπορεύματα, το “Όλγα”, το “Κόνιτσα”. Ο κόσμος κατέβαινε στο λιμάνι για ένα κρασί, μια τσικουδιά, πότε-πότε ούζο. Ουίσκι και άλλα τέτοια ποτά δεν υπήρχαν τότε και βέβαια απλωμένα παντού ηλιόκαυτα χταπόδια. Τουρίστες τότε αρχές δεκαετίας ‘60 δεν υπήρχαν, πιο μετά ήλθαν αυτοί με τα σακίδια». Για τη “μαρίδα” της εποχής, τα παιδιά, είναι “θρυλικοί” οι αγώνες ποδοσφαίρου μεταξύ “Τοπανά” και “Σπλάντζιας”, όπως επίσης και ο πετροπόλεμος… «Όλα αυτά ήταν μέσα στο πρόγραμμα, το βράδυ πάλι φίλοι ήμασταν, δεν κρατούσαμε κακία» σημειώνουν!