«Ένα ένα κόβω τα κλαδιά μου
τα ξεραίνω
σαν τα αισθήματα
που πνίγω
κάθε βράδυ
μη βγάλουν φύλλα
και με τυλίξουν.
Έπειτα
με ευλάβεια
τα ακουμπώ
στο έδαφος
τους τραγουδώ
ένα δημοτικό
και τα θάβω
στο μεγάλο άνοιγμα
του κήπου».
Είναι κάποιοι στίχοι που σαϊτεύουν την καρδιά του αναγνώστη, όπως οι παραπάνω στίχοι από την ποιητική συλλογή της Ελένης Μαρινάκη. Εδώ στο λίγο (εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007). Η ολιγόστιχη σύνθεση δυο στροφών είναι ένας μονόλογος συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου. Θραύσματα μνήμης, τα οποία στο παρελθόν είχαν ένταση («[…αισθήματα που πνίγω κάθε βράδυ[…]»), αλλά τώρα έχουν ξεφτίσει («[…]τα θάβω στο μεγάλο άνοιγμα του κήπου»). Ταυτόχρονα, φανερώνουν την υπαρξιακή μοναξιά («Ένα ένα κόβω τα κλαδιά μου τα ξεραίνω[…]), η οποία υπάρχει μέσα σε ένα κλειστό, σκοτεινό χώρο ([…] κάθε βράδυ […] με τυλίξουν»).
Συμβολική και αλληγορική ποίηση, η οποία «παίζει» με τα ρήματα κόβω, ξεραίνω, πνίγω, τυλίξουν παρουσιάζει μια ουτοπική πραγματικότητα («[…] αισθήματα[…] βγάλουν φύλλα,
«[…]ευλάβεια[…] τραγουδώ δημοτικό[…]»).
«Νυχτερινός κι αβάσταχτος ο χωρισμός
Ντύθηκες τη μελαγχολία της βραδιάς
Και χάθηκες στις ομοιοκαταληξίες
Των εκτάκτων εκδόσεων
Που διαφημίζουν
Την ανυπέρβλητη χάρη
Του καινούργιου απορρυπαντικού
“Το μέλλον”
Αρχή φόρμας».
Ο Λεωνίδας Κακάρογλου ως έμπειρος κινηματογραφιστής παρουσιάζει ένα στιγμιότυπο, «μια παγωμένη εικόνα» στη λιτή ποιητική δημιουργία «Νυχτερινός χωρισμός». Δεν λέει πολλά, αλλά εννοεί πολλά. Η ποιητική σιωπή είναι εκκωφαντική. Ο αναγνώστης καλείται να συμπληρώσει το ποίημα με τα μάτια της ψυχής του. Αλήθεια, ο «Νυχτερινός κι αβάσταχτος χωρισμός[..]» υπονοεί τον αδικαίωτο έρωτα, ενώ η «[…] μελαγχολία της βραδιάς[…]» κρύβει τις τύψεις του ποιητικού υποκειμένου. Έντονη είναι και η αντίθεση της ποιητικής ονειροπόλησης («Ντύθηκες τη μελαγχολία της βραδιάς[…]») με τη σημερινή καθημερινή πραγματικότητα των ΜΜΕ και των κοινωνικών μέσων δικτύωσης («[…]χάθηκες στις ομοιοκαταληξίες των έκτακτων εκδόσεων[…]»). Ο σατιρικός υπαινιγμός «[…]Διαφημίζουν ανυπέρβλητη χάρη του καινούργιου απορρυπαντικού[…] και η «[…] η μελαγχολία της βραδιάς[…]» παντρεύουν την ποπ αρτ του Ρίτσαρντ Χάμιλτον με την καρυωτακική απαισιοδοξία. Ταυτόχρονα, υπάρχει η αίσθηση της υπαρξιακής αποξένωσης, η οποία φανερώνεται μέσα από αλληγορίες και συμβολισμούς τόσο στο πληγωμένο παρόν της ερωτικής απογοήτευσης όσο και στο αβέβαιο υπαρξιακό μέλλον («[…]‘’Το μέλλον’’ Αρχή φόρμας»).
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι οι δύο ποιητές, ανήκουν στην «Γενιά του ιδιωτικού οράματος» της δεκαετίας του 1980, η οποία χαρακτηρίζεται από την απουσία κοινού οράματος (ποιητικού μύθου) και την ανύπαρκτη επικοινωνία, καθώς είναι ποίηση του κλειστού, σκοτεινού χώρου. Τώρα με την καραντίνα είναι πιο επίκαιροι παρά ποτέ…