Δύο βιβλία με τη Σμύρνη στο επίκεντρο, με τις γενιές που ζήσανε την ακμή της, την καταστροφή, τον ξεριζωμό και ερχομό στην Ελλάδα και την επιστροφή στις διαφορετικές πια ρίζες∙ αυτή είναι η ουσία της μυθιστορηματικής διλογίας της Νοέλ Μπάξερ που παρουσιάστηκε το βράδυ της Τετάρτης στον αίθριο χώρο του ξενοδοχείου Porto Veneziano, στα Χανιά.
Παρουσία πλήθους κόσμου, η συγγραφέας υπέγραψε τα βιβλία «Από δρυ παλιά κι από πέτρα» και «Η επιστροφή της Πηνελόπης», συνομίλησε με τον κόσμο και έπειτα τον λόγο πήραν οι ομιλητές Στέλλα Γκοζάνη-Χαριτάκη, η πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος”, και ο Σήφης Μιχελογιάννης, π. βουλευτής Χανίων, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, ενώ αποσπάσματα διάβασαν η Ηλέκτρα Τσίκα-Μαράκη, μέλος ΔΣ της Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων “Ο Άγιος Πολύκαρπος”, και η μουσικός Τριανταφυλλιά Μαζανάκη.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως ανέφερε η κα Γκοζάνη- Χαριτάκη. Το πρώτο βιβλίο της διλογίας γράφτηκε πριν από 15 χρόνια, ενώ το δεύτερο πρόσφατα. Όταν έγραψε το «Από δρυ παλιά κι από πέτρα» παλιά δεν φανταζόταν ότι θα γράψει και δεύτερο βιβλίο, την «επιστροφή της Πηνελόπης». Το πρώτο της βιβλίο, αναφέρεται σε μια οικογένεια και τρεις γενιές: Η γενιά που γεννήθηκε στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, που έζησε και χάρηκε τη Σμύρνη στην ακμή της, ενώ η δεύτερη γενιά έζησε την Μικρασιατική καταστροφή, την αντάρα, το φόβο και την προσφυγιά κι όλες τις δυσκολίες που υπέστησαν οι Έλληνες τότε. Η τρίτη γενιά τώρα, είναι εκείνη που ήρθε στην Ελλάδα μέσα από αγκαθωτούς δρόμους, ξεκινώντας από το μηδέν, η οποία συνέβαλε με τη σειρά της στην αναγέννηση της Ελλάδας. Μία οικογένεια, τρεις γενιές, μπόλικο συναίσθημα, γλαφυρή γραφή∙ τέρψη και γνώση αποτελεί για την κα Χαριτάκη η διλογία της συγγραφέως, την οποία και παρουσίασε.
Η συγγραφέας έχει ερευνήσει κι εμβαθύνει στον πολιτισμό της Ιωνίας, όπως εξηγεί η κα Χαριτάκη, ενώ καταφέρνει να κάνει ένα «πάντρεμα» γνώσεων, έρευνας, εμπειριών και εικόνων σε αυτά. Το δεύτερο βιβλίο, με το οποίο ολοκληρώνεται η διλογία, σχετίζεται άμεσα με την απόφαση της Νοέλ Μπάξερ να ταξιδέψει στη Σμύρνη και να εξερευνήσει όλα αυτά που τής είχανε εμπιστευθεί, μαρτυρίες και γεγονότα, η γιαγιά και η θεία της. Μέσω λοιπόν της δικής της εμπειρίας και με δικό της πλέον τρόπο ξεκινά την Επιστροφή της Πηνελόπης. Η έντονη πλοκή κι η δράση είναι από τα στοιχεία που συναρπάζουν σύμφωνα με την πρόεδρο της αδελφότητας των Μικρασιατών. Η επιλογή της ίδιας ως μία από τους ανθρώπους που παρουσίασαν τα βιβλία δεν ήταν τυχαία, καθώς είναι γνωστή πια η σύνδεσή της με την Μικρά Ασία και ό,τι την συντροφεύει κι η αλήθεια είναι πως είναι κάτι που πάντα τη συγκινεί όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. «Γινόμαστε ένα με τους ήρωες του βιβλίου, ταυτιζόμαστε και ξυπνούν αναμνήσεις τόσο σε μένα λόγω του πατέρα μου που βίωσε την καταστροφή από μικρό παιδί όσο και σε πολλούς ανθρώπους που επιβίωσαν» δήλωσε για τα συναισθήματα και τις μνήμες που ξυπνούν τα βιβλία.
Η εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση πραγματοποιήθηκε στη μνήμη του Βρετανού πατέρα της Νοέλ Μπάξερ, Henry Barkshire, ο οποίος πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης. Ερωτηθείσα από τα «Χ.ν.» τι σημαίνουν για την ίδια αυτά τα βιβλία μάς απάντησε πως αρχικά δεν ξεκίνησε για να γράψει δύο βιβλία, αλλά πολύ απλά έψαχνε τον εαυτό της, να τοποθετηθεί κατά κάποιο τρόπο στον χώρο και τον χρόνο: «Ήμουνα το παιδί ενός ξένου, μια Ελληνίδα με ξένο επώνυμο κι όνομα. Κατάγομαι από μια πολιτεία βαμμένη με κόκκινο χρώμα, με αίμα και δύσκολο παρελθόν και έπρεπε αυτό το βαρύ κομμάτι κάπως να το διαχειριστώ». Ξεκίνησε λοιπόν να γράφει το «Από δρυ παλιά κι από πέτρα» με μια χαμένη πατρίδα μέσα, χαρακτηριστικό της εποχής εξάλλου και μέσα από το ενδιαφέρον αυτό ξετύλιγμα άρχισε να ερευνά.
Ούσα αρχαιολόγος-ιστορικός η ίδια, ερεύνησε με ιστορική ματιά το θέμα της Σμύρνης ιδιαίτερα, όχι μόνο όμως ό,τι αφορά την καταστροφή. Η έρευνα 10-15 ετών την οδήγησε να καταλάβει ότι πλησίασε αρκετά τον κόσμο, κατανόησε τις ιστορίες και τα βιώματά τους, ένιωσε ακόμη και «τα μουσκεμένα μάγουλά τους» όπως αναφέρει η ίδια. Οπότε πλέον, το 2017, ήταν έτοιμη να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, αυτό της «επιστροφής»∙ είχε την ανάγκη, όπως μας λέει, η προσφυγιά να γίνει μια αποσκευή δική της κι όχι κάτι που της το μετέφεραν οι υπόλοιποι, κοντινοί και μη, άνθρωποι.
Το ταξίδι της αποτέλεσε για την ίδια μια συγκλονιστική αποκάλυψη και βίωμα και για αυτόν ακριβώς τον λόγο προτρέπει όλους τους αναγνώστες να κάνουν το ταξίδι της επιστροφής στις ρίζες τους, από όποιο μέρος και αν κατάγονται∙ να πάνε όμως διαβασμένοι για να ξέρουν τι αντικρίζουν, να κατανοήσουν τη διαδρομή που πλέκεται από το πριν στο μετά, ωστόσο να αφήσουν τις εικόνες να ξεδιπλωθούν μόνες τους μπροστά τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού αναρωτιόταν αν τα 100 χρόνια είναι τελικά πολλά ή όχι… κι είναι κάτι που δεν έχει καταφέρει ακόμη να απαντήσει. «Με αυτή τη διλογία θέλω να δείξω ότι όλοι εμείς κουβαλάμε κάτι σημαντικό, όχι κάτι που μας βαραίνει με την αρνητική έννοια, είναι μια δική μας αποσκευή, είμαστε εμείς οι ίδιοι» καταλήγει.