Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με φίλους την πρεμιέρα της “Χιονονιφάδας” (έργο που έγραψε το 2018 ο Βρετανός συγγραφέας Μάικ Μπάρτλετ) στο θέατρο ΚΥΔΩΝΙΑ των Χανίων, και μέσα σε οκτώ ημέρες την παράσταση του ίδιου έργου στο θέατρο KILN του Λονδίνου. Κοινή διαπίστωση όσων είδαμε και τις δυο σκηνικές εκδοχές του έργου ήταν ότι η παράσταση των Χανίων είναι καλύτερη!
Ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα παρότι γνωρίζουμε εδώ και χρόνια την ποιότητα των παραγωγών του θεάτρου ΚΥΔΩΝΙΑ. Προσδοκούσαμε ότι η παράσταση του έργου στη γλώσσα και τον τόπο που γράφτηκε, και σε μια περίοδο ακμής του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου, θα ήταν μια καθολικά διαφορετική εμπειρία. Οι προσδοκίες μας διαψεύσθηκαν, και αυτό δεν οφείλεται στις «εξωτερικές» διαφορές των δύο παραστάσεων (γλώσσα, διανομή, διάρκεια, διάλειμμα, τραγούδι, κοινό, κοινωνικά συμφραζόμενα, αίθουσα).
Οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τις δικές μας προσλαμβάνουσες και τα δικά μας κριτήρια, στη σκηνοθετική προσέγγιση του έργου που καθόρισε και τις ερμηνείες των ηθοποιών – οι οποίοι, όπως και η βραβευμένη σκηνοθέτης Clare Lizzimore, που ανήκει σε μια νεότερη γενιά, έχουν μια αξιόλογη παρουσία στο χώρο.
Η παράσταση του Λονδίνου χαρακτηρίζεται από μία «ελαφρότητα» η οποία δεν επιτρέπει σε όλες τις αποχρώσεις και διαβαθμίσεις των συναισθημάτων και των εσωτερικών συγκρούσεων να διαποτίσουν τις ερμηνείες.
Ιδιαίτερα ο μονόλογος του πατέρα που εξυφαίνει στην αρχή τον βασικό καμβά του έργου, είχε σχεδόν επιθεωρησιακό χαρακτήρα. Η στατική, μετωπική σχέση του ηθοποιού Elliot Levey με το κοινό και οι μονοσήμαντα τονισμένες κωμικές ατάκες προκαλούσαν απανωτά κύματα γέλιου στην κατάμεστη αίθουσα.
Η κοροϊδευτική διάθεση και η ταχύτητα με την οποία προσπερνούσε όλα τα στοιχεία της πίκρας και του αυτοσαρκασμού, τα οποία ανέδειξε με την ερμηνεία του ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, λες και επιστρατεύθηκαν για να ξορκίσουν τον πόνο που κρύβει με χιούμορ το κείμενο, για να μην τον αισθανθούν ηθοποιός και θεατές. Έτσι το πέρασμα από την «κωμωδία» της πρώτης πράξης στις δραματικές στιγμές και την «υψηλή θερμοκρασία» της συνέχειας μοιάζει απότομο και αστήρικτο.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει, αλλά σε μικρότερο βαθμό, και με την αδικαιολόγητα «επιθετική», στην αρχή, ερμηνεία της Νάταλι από την Amber James, ενώ, στην παράσταση των Χανίων, η ισορροπημένη ερμηνεία της Εβελιν Σαγώνα υποστηρίζει με πειστικότητα και δροσιά τον καταλυτικό της ρόλο.
Αναλογίες στις δύο παραστάσεις υπάρχουν μόνο στην ερμηνεία του ρόλου της Μάγιας, Ellen Robertson και Μαρία Γιαννικάκη, αντίστοιχα, που δεν αφήνει περιθώρια διακωμώδησης. Η Μάγια είναι η «Χιονονιφάδα» του τίτλου (χαρακτηρισμός που έχει δοθεί στη Βρετανία στη γενιά του 2000, ως μη ανθεκτικής και εύθικτης).
Μια πιθανή εξήγηση για τη σκηνοθετική ανάγνωση του έργου από την Clare Lizzimore νομίζω ότι βρήκα σε μια διαπίστωση του ηθοποιού και σκηνοθέτη Βασίλη Παπαβασιλείου, που διάβασα εκ των υστέρων στο διαδίκτυο. Αναφέρεται στα καθ’ ημάς αλλά εκφράζει ακριβώς και αυτό που αισθανθήκαμε στο θέατρο KILN. Την παραθέτω1:
«Εχουμε φτιάξει ήδη δυο γενιές παιδιών που ανεβαίνουν στη σκηνή λογοκρίνοντας ένα θεμελιακό στοιχείο: τον πόνο. Όπου ξεμυτίζει η ιδέα του πόνου, μπαίνει μπροστά και η μηχανή της κοροϊδίας Κι έτσι βλέπουμε την εύκολη εξυπνάδα, τον κόσμο της ατάκας, τον εξυπνακισμό».
Η παραπάνω διαπίστωση προφανώς δεν ισχύει για την προσέγγιση του Μιχάλη Βιρβιδάκη.
Το θετικό αποτέλεσμα της σύγκρισης των δύο παραστάσεων της «Χιονονιφάδας» δεν σημαίνει ότι η παράσταση των Χανίων είναι χωρίς αδυναμίες.
Σημαίνει όμως ότι το θέατρο ΚΥΔΩΝΙΑ με την ποιότητά του μπορεί να σταθεί με αξιώσεις δίπλα σε θεατρικές σκηνές του κέντρου, εντός κι εκτός συνόρων.
Και αξίζει να σκεφτούμε όλοι τη σημασία που έχει για τη μικρή μας πόλη το προνόμιο να βλέπουμε καλό θέατρο και να γνωρίζουμε έργα της σύγχρονης δραματουργίας σχεδόν ταυτόχρονα με το θεατρόφιλο κοινό μιας μεγάλης πρωτεύουσας του κόσμου, όπως είναι το Λονδίνο.