Το ταξίδι ήταν διάρκειας είκοσι εννέα ημερών. Eίκοσι οκτώ διανυκτερεύσεις. Οι έντονες, ξεχωριστές βραδιές ήταν δύο. Ήταν όμως έντονες, γεμάτες συγκινησιακή φόρτιση και ανακάλυψη έντονων συναισθημάτων. Η καθημερινότητα στον τόπο που διαμένεις είναι πολύ δύσκολο να σου προσφέρει αυτή την ανατριχίλα και αυτή την ηθική επιβεβαίωση. Σε απόσταση χιλιάδων χιλιομέτρων ανακαλύπτεις πως κάποιοι άνθρωποι σε αναγνωρίζουν και σε υπολείπτονται βαθιά. Μέσα σε μισή ώρα βλέπεις μέσα από την κουλτούρα τους πόσο έντονα έχουν επειρεαστεί από την δική σου ζωή, ιστορία και φιλοσοφία. Δεν το κρύβουν, το δείχνουν χωρίς προσποίηση με μεγάλη τους ευχαρίστηση, ίσως και με υπερηφάνεια. Είναι υπερήφανοι γιατί ψυχανεμίζονται πως η γλώσσα τους και η πορεία της φυλής τους είναι ακόλουθη του δικού σου παρελθόντος, πατήσαν στα ίχνη των δικών σου προγόνων.
Να μην σας κουράζω. Η βραδιά ήταν ζεστή αν και προχωρημένος Οκτώβριος και η Μπογκοτά απέπνεε μια ζέστη και ένα Λατινοαμερικάνικο ταπεραμέντο. Ζητήσαμε την διεύθυνση ενός κλασικού Κολομβιάνικου κέντρου διασκέδασης και σε λίγο δρασκελιζαμε την είσοδό του. Το κέντρο ήταν καθαρά τουριστικό και πάνω στα τραπέζια ήταν η σημαία προέλευσης της κάθε παρέας. Σε λίγο, και παρά την αμφιβολία μου ότι θα υπήρχε Ελληνική σημαία ο σερβιτόρος κατέφθασε και εγκατέστησε στο τραπέζι μας μία πανέμορφη Γαλανόλευκη. Το μουσικό χορευτικό πρόγραμμα συνεχιζόταν όταν διαπίστωσα το βλέμμα του κονφερανσιέ να πέφτει απάνω μας και αμέσως να γυρίζει και κάτι να λέει προς την ορχήστρα. Η μουσική και οι χορευτές σταμάτησαν τελείως ξαφνικά. Όλοι μας αναρωτηθήκαμε αν υπήρχε διάλειμμα στο πρόγραμμα. Ο κονφερανσιέ τότε γύρισε προς την αίθουσα και δείχνοντας προς την παρέα μας είπε Damas y caballeros, dennos un caluroso aplauso a nuestros amigos que vienen de la lejana Grecia, la cuna de la civilización- Κυρίες και κύριοι, ας δώσουμε ένα θερμό χειροκρότημα για τους φίλους μας που έρχονται από την μακρινή Ελλάδα, την κοιτίδα του πολιτισμού. Ο κόσμος χειροκροτούσε κι εμείς κλαίγαμε. Δεν χειροκροτούσαν για μας, δεν χειροκροτούσαν για τον Παπανδρέου και τον Καραμανλή, χειροκροτούσαν για τα Ελληνικά θέατρα, τους Έλληνες φιλοσόφους, για τον Πίνδαρο και τον Αριστοτέλη. Ναι, εκεί μακριά, στην Νότιο Αμερική.
Η επόμενη τιμητική μας βραδιά ήταν στο Cusco του Περού. Ήταν βράδυ και τρώγαμε στο εστιατόριο ενός αποικιακού ξενοδοχείου. Είμασταν περίπου 20 Έλληνες και απέναντί μας έτρωγαν ίσα με σαράντα Αμερικάνοι. Σε λίγο μπήκαν στην αίθουσα τέσσερα παιδιά ντυμένα με τα χαρακτηριστικά πόντσο, την γνωστή πολύχρωμη κουβέρτα με την σχισμή στην μέση. Πήγαν στην άκρη, έβγαλαν τα όργανά τους, δύο κιθάρες, ένα ταμπούρλο και μία τοπική φλογέρα. Το πρώτο τραγούδι που έπαιξαν ήταν ‘’το πέταγμα του αετού’’, El condor pasa, πολύ γνωστή Περουβιάνικη μελωδία, γνωστή ανά τον κόσμο ακόμη και στα μικρά παιδιά. Μετά το πρώτο μισό λεπτό της μουσικής κανένας από μας δεν έτρωγε, είχαμε όλοι σταματήσει, είχαμε ανοίξει τα πουκάμισά μας και αφήναμε την μουσική ευωχία να γεμίζει τις αρτηρίες της καρδιάς μας. Ούτε ένας μας δεν κρατούσε πιρούνι στο χέρι. Απέναντι, οι Αμερικάνοι, την ίδια ώρα συνέχιζαν να καταβροχθίζουν ακαταμάχητοι τις νόστιμες μπριζόλες.
Σε λίγο, τα μελαχρινά αυτά παιδιά μας πλησίασαν και έπαιζαν μόνον για μας. Οι Αμερικάνοι είχαν χαθεί, είχαν μείνει στην θέση τους σαν χορτάτοι λεπροί. Σε τέτοιες στιγμές ξεχωρίζουν οι λαοί και ανακαλύπτουν διαφορετικούς δρόμους ο καθένας. Είναι της αδέκαστης μοίρας το σταυροδρόμι του έφιππου πολιτισμού και της πεζής καθημερινότητας. Εκεί, ναι, εκεί, θα απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον. Τι μ έπιασε και τα θυμήθηκα πάλι.