Προσεκτικές με τη λειτουργία του θυρεοειδή τους θα πρέπει να είναι οι γυναίκες πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, καθώς οι διαταραχές του έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη γονιμότητα και την υγεία τόσο τη δική τους όσο και του εμβρύου. Δεδομένου ότι περίπου το 2-3% όλων των κυήσεων περιπλέκεται από τη δυσλειτουργία του και ότι αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη νόσο που εμφανίζεται στις εγκύους (μετά τον διαβήτη), ο έγκαιρος εντοπισμός της και η έγκυρη θεραπεία της είναι κρίσιμης σημασίας.
«Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συντελούνται σημαντικές φυσιολογικές αλλαγές στον θυρεοειδή, προκειμένου να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες της γυναίκας και του εμβρύου. Το έμβρυο εξαρτάται από τη μητρική παροχή θυρεοειδικών ορμονών κατά το πρώτο μισό της κύησης και συνεχίζει να εξαρτάται εν μέρει μέχρι τον τοκετό. Η δυσλειτουργία του αδένα της μητέρας της προκαλεί προβλήματα υπογονιμότητας και επηρεάζει διάφορες πτυχές της ανάπτυξης του εμβρύου, όπως τη σωματική ανάπτυξη, τη διαφοροποίηση των ιστών, του εγκεφάλου και τη νευρογνωστική ανάπτυξη. Επίσης, ορισμένες νόσοι του θυρεοειδούς μπορούν να προκαλέσουν πρόωρο τοκετό, αποβολή ή περιγεννητικό θάνατο του νεογνού», μας εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ. Δημήτρης Λινός.
«Γι’ αυτό είναι σημαντικός ο έλεγχος από τον ενδοκρινολόγο και η σωστή αντιμετώπιση των νόσων του πριν από την εγκυμοσύνη. Τα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκειά της, ακόμα κι αυτά που είναι επείγοντα και χρήζουν χειρουργικής επέμβασης, πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση και πάντα με γνώμονα την ασφάλεια της μέλλουσας μητέρας και του παιδιού», προσθέτει.
Μια ανασκόπηση μελετών που δημοσιεύθηκε στο Therapeutic Advances in Endocrinology and Metabolism, έκανε μια σύνοψη των πρόσφατων εξελίξεων στην κατανόηση των συνεπειών και τη διαχείριση των διαταραχών του θυρεοειδούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της υποβοηθούμενης σύλληψης.
Σύμφωνα με αυτήν, είναι απολύτως απαραίτητο να ελέγχουν τον θυρεοειδή τους πριν από την εγκυμοσύνη όσες γυναίκες ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Δηλαδή, όσες έχουν προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό δυσλειτουργίας του, συμπτώματα δυσλειτουργίας του, βρογχοκήλη ή γνωστή αύξηση των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων, προσωπικό ή οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσων παθήσεων (π.χ. διαβήτη τύπου 1) και ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών. Επίσης, όσες έχουν επαναλαμβανόμενες αποβολές ή περισσότερες από 2 εγκυμοσύνες, νοσογόνο παχυσαρκία, οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία κεφαλής/τραχήλου ή έχουν κάνει χειρουργική επέμβαση θυρεοειδούς.
Ακόμα και οι γυναίκες με φυσιολογική λειτουργία του αδένα με αυξημένα, όμως, αντισώματα, ιδίως της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (anti-TPO), μπορεί να έχουν άμεσες επιπτώσεις στη γονιμότητα και την αναπαραγωγή. Αυτά σχετίζονται με αύξηση του ποσοστού αποβολών και υπογονιμότητας με το τεκμηριωμένο ποσοστό από διάφορες μελέτες να κυμαίνεται μεταξύ 1,8 έως 4 φορές. Προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θεραπεία σε άτομα με αυξημένα επίπεδα αντισωμάτων (αντι-TPO ή αντι-Tg αντισώματα) που παραμένουν με ευθυρεοειδισμό, δηλαδή με φυσιολογικό επίπεδο θυρεοειδικών ορμονών. Ωστόσο, οι κατευθυντήριες γραμμές της Αμερικανικής Θυρεοειδικής Εταιρείας συνιστούν στις εγκύους να ελέγχουν τον αδένα κάθε 4 εβδομάδες από τη σύλληψη έως τα μέσα της κύησης.
Πιο προσεκτικές θα πρέπει να είναι οι γυναίκες με κλινικά εμφανή υποθυρεοειδισμό (συμπτωματικός), αφού συνδέεται με πολλαπλές επιπλοκές. Οι πιο συχνές περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής, περιγεννητικό θάνατο και πρόωρο τοκετό. Στοιχεία, αν και περιορισμένα, δείχνουν επίσης ότι η υπέρταση της μητέρας, η αποκόλληση του πλακούντα και η αιμορραγία μετά τον τοκετό μπορεί να είναι αποτέλεσμα αυτής της διαταραχής.
Σημαντικές είναι και οι συνέπειες του υποκλινικού υποθυρεοειδισμού (ασυμπτωματικός). Όταν επιμένει κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου ευθύνεται για την εμφάνιση υπέρτασης.
Γι’ αυτό είναι απαραίτητο μόλις εντοπιστεί ο υποθυρεοειδισμός (κλινικός ή υποκλινικός) να αντιμετωπίζεται αμέσως με την κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία.
Ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια πάθηση που μπορεί να οφείλεται στη νόσο του Graves, σε μη αυτοάνοσες καταστάσεις (π.χ. τοξική οζώδης βρογχοκήλη) ή στην εγκυμοσύνη. Μπορεί να ανιχνευθεί πριν ή κατά τη διάρκεια αυτής, ή μετά τον τοκετό. Οι γυναίκες που γνωρίζουν την ύπαρξή του πριν από τη σύλληψη ακολουθούν φαρμακοθεραπεία, ή υποβάλλονται σε θυρεοειδεκτομή. Σε θυρεοειδεκτομή προχωρούν όσες χρησιμοποιούν εξαιρετικά υψηλές δόσεις αντιθυρεοειδικών φαρμάκων ή εάν όσες δεν μπορεί να ανεχθούν τα φάρμακα.
«Η τοξική οζώδης βρογχοκήλη είναι ένας διευρυμένος θυρεοειδής αδένας που περιέχει μια μικρή ή περισσότερες στρογγυλές μάζες που ονομάζονται οζίδια, τα οποία παράγουν υπερβολική ποσότητα θυρεοειδικής ορμόνης. Προκύπτει από την μακροχρόνια ύπαρξη απλής βρογχοκήλης και προκαλεί, μεταξύ άλλων, νευρικότητα, κόπωση, μυϊκές κράμπες, αυξημένη εφίδρωση, δυσανεξία στη ζέστη, συχνές κενώσεις. Στις επιπλοκές της περιλαμβάνεται η ταχυκαρδία, η κολπική μαρμαρυγή, η οστεοπόρωση κ.ά. Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα σπάνια είναι επιτυχή μακροπρόθεσμα, ενώ η θυρεοειδεκτομή μπορεί να προσφέρει οριστική θεραπεία. Παρέχει δε άμεση θεραπεία της θυρεοτοξίκωσης», επισημαίνει ο καθηγητής κ. Λινός.
Η μη θεραπευμένη θυρεοτοξίκωση, που προκαλείται από τα αυξημένα ποσά θυρεοειδικών ορμονών, μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή, πρόωρο τοκετό, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, αποκόλληση πλακούντα και καρδιακή ανεπάρκεια της μητέρας. Το έμβρυο επηρεάζεται από τον υπερθυρεοειδισμό της μητέρας και μπορεί να εμφανίσει υπερθυρεοειδισμό, ο οποίος μπορεί να εκδηλωθεί ως ταχυκαρδία, και βρογχοκήλη.
Άλλο ένα πρόβλημα που απαιτεί προσεκτική εξέταση είναι η ύπαρξη όζων στον θυρεοειδή αδένα.
«Ένα ποσοστό έως και 65% των γυναικών έχει όζους, εκ των οποίων περίπου το 10% εξελίσσεται σε κακοήθεια. Ο έλεγχος της επικινδυνότητάς τους γίνεται υπερηχογραφικά, ακόμη και κατά την εγκυμοσύνη, και όχι με χρήση απεικονιστικών τεχνικών πυρηνικής ιατρικής, λόγω της χορήγησης ραδιοφαρμάκου ενδοφλεβίως.
Εάν αποφασιστεί, ωστόσο, από την επιστημονική ομάδα των θεραπόντων ιατρών η διενέργειά τους και αποδειχθεί η κακοήθειά τους, τότε μπορεί να γίνει χειρουργική επέμβαση στο δεύτερο τρίμηνο. Στις σχετικά λίγες ενδείξεις χειρουργικής επέμβασης στον θυρεοειδή κατά το δεύτερο τρίμηνο της κυήσεως η συνεργασία του χειρουργού με τον ενδοκρινολόγο και τον αναισθησιολόγο οδηγεί σε άριστα αποτελέσματα χωρίς επιπλοκές», καταλήγει ο πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων Καθηγητής Δημήτρης Λινός.