Η διάψευση των προσδοκιών, η κατάρρευση του ορίζοντα που ο αναγνώστης έχει φροντίσει να δημιουργήσει, συνειδητά ή μη, μικρή σημασία έχει και αποτελεί τη μητέρα των ανατροπών, καθώς η όποια βεβαιότητα δεν στηρίζεται σε κάποιο τρικ συγγραφικό, συχνά φτηνό και επιτηδευμένο, τόσο που να προκαλεί την αγανάκτηση, όπως δυστυχώς συμβαίνει, για παράδειγμα, σε μεγάλο μέρος της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά σε μια ισχυρή εκ μέρους του αναγνώστη πεποίθηση, άλλες φορές λιγότερο και άλλες περισσότερο αυθαίρετη, η διάψευση της οποίας, παρά την αρνητική χροιά που αρχικώς φέρει, δύναται να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της επικείμενης αναγνωστικής διαδικασίας, καθώς ο αναγνώστης πιάνεται εξ απροόπτου, να στέκει ανοιχτός και δίχως άμυνες, σε μια επιθυμητή κατάσταση tabula rasa. Και είναι πιθανό αυτή η πεποίθηση να έχει δημιουργηθεί πριν από την ανάγνωση, και όχι κατά τη διάρκειά της, όπως δηλαδή μου συνέβη με το Έψιλον, το τελευταίο βιβλίο ενός από τους αγαπημένους συγγραφείς της επιτροπής των βραβείων Booker, του Χάουαρντ Τζέικομπσον, για το οποίο, έχοντας υπόψη μου και το προηγούμενο έργο του, είχα την ακλόνητη βεβαιότητα πως θα επρόκειτο για ένα βιβλίο δείγμα του χαρακτηριστικού χιούμορ του δημιουργού, πιστεύοντας πως ένα τέτοιο ανάγνωσμα θα ήταν το κατάλληλο για τις ημέρες εκείνες. Έτσι πίστευα. Λίγες μόλις σειρές ήταν αρκετές για την ανατροπή, αφού εγώ περίμενα κάτι χιουμοριστικό, παρά το, ομολογουμένως, κατατοπιστικό περί του αντιθέτου οπισθόφυλλο.
Πρόκειται για την ιστορία του Κίβερν και της Αϊλίν, μια ιστορία αγάπης σε χρόνια παράξενα, με το παρελθόν να ρίχνει βαρύτερη από ποτέ τη σκιά του, κάπου στην Αγγλία, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό δίπλα στον μεγάλο ωκεανό, σε μια Αγγλία που προσπαθεί να επανακάμψει και να επανεφεύρει την κανονικότητά της, μετά από ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ, ΑΝ ΕΓΙΝΕ, γεγονός στο οποίο κανείς δεν αναφέρεται, υπό τον φόβο των αμείλικτων συνεπειών.
Κάθε διάθεση για αναδόμηση της μνήμης πρέπει να κόβεται από τη ρίζα της, πριν βλαστήσει· υπεύθυνοι γι’ αυτό οι φύλακες και οι καλλιτέχνες, επόπτες υπόπτων με ροπή στη νοσταλγία. Ο Κίβερν και η Αϊλίν δεν είναι σίγουροι αν η γνωριμία και ο έρωτάς τους αποτελούν εκούσια επιλογή, άλλωστε κανείς δεν είναι σίγουρος, καθώς τα φύλλα της τράπουλας έχουν ανακατευτεί βίαια, σε μια στρατηγική προσπάθεια να κοπούν τα νήματα, να επανεκκινηθεί η Ιστορία, να τηρηθούν οι νέες νόρμες που θα διαφυλάξουν τη σταθερότητα και θα αποκλείσουν τις παρεκτροπές. Ομως η έμφυτη τάση του ανθρώπου για την αναζήτησης της γνώσης της προέλευσής του είναι παρούσα, η ανάγκη για ρίζες και για απαντήσεις τεράστια.
Όσο για τα υπόλοιπα -συμπεριλαμβανομένου του νέου φίλου, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από κείνη και κάτι σαν κηδεμόνας μάλλον (παράξενο που έλκυε κηδεμόνες)- της φαίνονταν όλα περιστασιακά, μια αναδιευθέτηση των επίπλων, αυτό ήταν όλο. Από κάθε άλλη άποψη παρέμενε πάντα ο εαυτός της. Να τι ήταν σκληρό στις επιφανειακές αλλαγές: φανέρωναν τι δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει. Καλύτερα να είχε μείνει εκεί όπου ήταν και να περίμενε. Οσο περιμένεις, δεν απογοηεύεσαι. Μια χαρά ήμουν όσο βρισκόμουν σε αναμονή, συλλογίστηκε. Αλλά ούτε και αυτό ήταν αλήθεια. Ποτέ δεν ήταν μια χαρά.
Ο Τζέικομπσον καταφέρνει να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο, πλησίον του γνωστού, να αποκαλύψει σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν νέο και ξεχωριστό, οδηγώντας τον αναγνώστη αργά στην αποκάλυψη της μεγάλης εικόνας, επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας να αποφύγει το συγκεκριμένο και να αναφερθεί σχηματικά, σε μια ρεαλιστική παραβολή, που αφορά όχι μόνο το αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον, αλλά και το παρελθόν, που διαδραματίζεται στη Γηραιά Αλβιώνα, αλλά θα μπορούσε να προσαρμοστεί σε κάθε μέρος του πλανήτη. Ενα μυθιστόρημα που κρύβει -για να φανερώσει πανηγυρικά στην πορεία- ένα όραμα του συγγραφέα, μια φαντασία που οργιάζει, ικανή να συνθέσει κάτι εκ θεμελίων νέο, ένα μυαλό καθαρό, που γνωρίζει την ιστορία που επιθυμεί να διηγηθεί, και την διηγείται, δίχως διάθεση να εντυπωσιάσει, επιθυμώντας, πρωτίστως, να πατήσει σταθερά σε αυτή τη νέα γη που τη σκεπάζει μια ομίχλη αποπνικτική.