Τα καφενεία όλα κλειστά ψες στο χωριό για τον ιό, και τα γερόντια γυρνούσαν πίσω διαολισμένα στις γράδες τους κατεβάζοντας καντήλια στο δρόμο.
Πήγα κι εγώ για καφέ αλλά τζάμπα, και πριν φύγω για τη χώρα είπα να πω ένα καλημέρα στον μπάρμπα Μανούσο και να του δώσω και μια τηγανιά φρέσκο σουδιανό μαριδάκι που τροζένεται να το τρώει με τα βρουβοβλάσταχα.
-Ε του κερατά τον γκολονοϊό μπρε ανίψιο ίντα μας σε κάνει και πώς θα σκοτώνω εδά την ώρα μου, που μας έκλεισε τον καφενέ ο Μητσοτός, μου είπε μόλις με είδε να σιμώνω.
– Σώπασε μωρέ μπάρμπα και μην ταράζεσαι ν’ αρρωστήσεις μα ένα σωρό πράματα μπορείς να κάνεις επαέ στο σπιτικό σου παρέα με την θειά.
-Ιντα δα θα κάνω με τον σάρακα τόσες ώρες κλεισμένοι σαν τσι αρκάλους ούλη μέρα μέσα, πρέφα θα παίζουμε γή τσι κουμπάρες… άσε που θα με τροζάνει με την γλώσσα τζη.
-Αυτά που μού ’κανες παλιά Μανούσο μου θα κάνουμε πάλι, θυμάσαι που μόλις έμπαινες στο σπίτι μου χυμούσες σαν τον κούνελο να με καβαλικέψεις… κι εδά έχεις χρόνια να μ’ αγγίξεις μια ουλιά και μου λες κουζουλάδες ότι σε μάτιασε μια ατζιγκάνα στην πλατεία επειδή σε είπε, «καλέ τι λεβεντόγερο είσαι εσύ παππού».
– Ακου τηνε πάλι πως βαταλαλεί κοπέλι μου… θα με ξεβγάλει θέλει σου λέω τον παντέρμο πριν την ώρα μου και δεν κατέω πώς διάλε θα τηνε αντέξω ανε κρατήξει πολύ καιρό ετούτηνε η κλεισούρα.
– Θαρρώ μωρέ μπάρμπα πως θέλει να σου κάνει αστειάκια για να περνά η ώρα σας, μόνο μην τσι συνορίζεσαι.
-Και να πω δα η κακομοίρα ότι δεν τον καλοταΐζω για να καρδαμώσει παιδί μου τον θείο σου… του πουλιού το γάλα χαρώτο του φτιάχνω αλλά τζίφος… την μια κόκορα κοκινιστό με τσι μπάμιες, την άλλη βραστή αλανιάρα κότα που κάνει καλό πιλάφι, την άλλη στάκα με τ’αυγά, ξινόχοντρο με τσι χοχλιούς… κι αυτός ο μαργιόλος μόλις φάει καλά πίνει και 2 κούπες κρασί να στανιάρει και πάει κατευθείαν στον σοφά να θέσει… πράμα άλλο σου λέω…
-Σώπασε μωρή θεότροζη με τσι σάχλες σου να θαρρεί το κοπέλι πως δεν κάνουμε άλλη δουλειά εδά στα γεράματα παρά έχομε τον νου μας στο σέξι… ετούτονε εδά μας μάρανε τέτοιες ώρες θεοπάλαβη… μόνο φέρε πράμα να το κεράσουμε.
-Ε άντε βάλε μας να πιούμε μια στο πόδι θεία… μα ώρα μου είναι κι εμένα να πχένω να την αράξω στο σπίτι..!!!