Οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ σήμερα δεν αφορούν μόνο τους Αμερικανούς και την αμερικανική οικονομία. Το αποτέλεσμα της κάλπης θα έχει σημαντικό παγκόσμιο αντίκτυπο σε μια χρονική περίοδο όπου ολόκληρος ο πλανήτης βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά εξαιτίας της πανδημίας.
Γράφω όχι μόνο ως πολιτικός επιστήμονας γεννημένος και σπουδασμένος στις ΗΠΑ, αλλά και σαν κάποιος που εργάσθηκε σε δύο διαδοχικές προεδρικές εκλογικές αναμετρήσεις στις ΗΠΑ. Τη πρώτη φορά για τον Μάικλ Δουκάκη το 1988 που ήταν μπροστά 17 μονάδες τον Ιούλιο του ιδίου χρόνου και τελικά έχασε και τέσσερα χρόνια αργότερα για τον Μπιλ Κλίντον πού κέρδισε τον Τζώρτζ Μπούς τον πρεσβύτερο ο οποίος ένα χρόνο προτού τις εκλογές είχε 91% δημοτικότητα λόγω της νίκης των ΗΠΑ στον πόλεμο του Ιράκ. Τα διδάγματα από αυτή τη εμπειρία με οδηγούν σε ένα συμπέρασμα που είναι εντελώς αντίθετο με τη κοινή γνώμη, τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις δημοσκοπήσεις τους. Ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να είναι μπροστά στις δημοσκοπήσεις, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ θα κερδίσει τις εκλογές των ΗΠΑ.
Για να είμαι ξεκάθαρος είμαι εντελώς αντίθετος με τις περισσότερες πτυχές της πολιτικής Τραμπ και αναγνωρίζω γιατί αποτελεί κόκκινο πανί για πολλούς παγκοσμίως, αλλά ο ηγέτης μίας χώρας δεν είναι μόνο η προσωπικότητα του αλλά και η πολιτική του. Οταν πρόσφατα μιλούσα τηλεφωνικά με ένα πολύ οικείο και αγαπητό μου πρόσωπο μου εξέφρασε με οργή, που αισθανόμουν ζωντανή μέσα από την τηλεφωνική μου συσκευή, το πόσο μισούσε τον Τραμπ. Ολα τα τρελά του tweet και τις παράλογες δηλώσεις του, τον ερειστικό του λόγο και αναρωτιόταν πώς μπορούν οι Αμερικανοί να επανεκλέξουν αυτό το παράφρονα νάρκισσο. Της είπα ότι συμφωνώ με τη κρίση της αλλά την ρώτησα να μιλήσουμε για κάποια καίρια θέματα πάνω στα οποία κρίνουν οι ψηφοφόροι τους υποψήφιους. Συζητήσαμε την οικονομία, εξωτερική πολιτική, δικαιώματα κ.λπ. και στο τέλος της επισήμανα ότι αυτές οι θέσεις πάνω στις οποίες έδωσε απαντήσεις είναι οι πολιτικές Μπάιντεν και του Δημοκρατικού Κόμματος από τις οποίες δεν συμφωνούσε με καμία! Παραδειγματος χάριν διαφωνούσε κάθετα με την πολιτική των ανοικτών συνόρων που σήμερα είναι η επίσημη θέση του Δημοκρατικού κόμματος καθώς και η τεκνοθεσία από τα ομόφυλα ζευγάρια. Τώρα ελπίζω να καταλαβαίνεις της είπα πως πολλοί Αμερικανοί σκέφτονται να ψηφίσουν Τράμπ.
Το 2016, όταν εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ, οι περισσότεροι από εκείνους που βιοπορίζονται κάνοντας προγνωστικά στην πολιτική, έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους με την υποψηφιότητά του. Το χάνουν ξανά το 2020. Και επειδή κανείς δεν φαίνεται να κρατάει σκορ για τους δημοσκόπους στην Ουάσινγκτον, θα συνεχίσουν με σιγουριά να κάνουν λάθος για τον Τραμπ. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν απομακρυνθεί από το μέρος που ονομάζεται Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Σίγουρα, τα μέσα ενημέρωσης της Ουάσιγκτον και η πολιτική ελίτ ζούσαν πάντα σε μια φούσκα. Αλλά η απομάκρυνση των μέσων μαζικής ενημέρωσης από κάθε μορφή αμεροληψίας, η αβάντα τους για τον Τζο Μπάιντεν και η σιωπηρή υποστήριξή τους στις προσπάθειες των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας να λογοκρίνουν τον Τραμπ έχουν περάσει τον βρώμικο πόλεμο σε άλλα επίπεδα.
Η ενέργεια γύρω από τον Τραμπ είναι αδιαμφισβήτητη. Σε αντίθεση με τους περισσότερους προέδρους μεγάλης ηλικίας, δεν έχει χάσει ούτε ένα βήμα σε τέσσερα χρόνια συνεχούς πολιτικής διαμάχης, παραμένοντας «ευτυχισμένος πολεμιστής».
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την εκστρατεία του Μπάιντεν που ανταποκρίνεται με δυσκολία στις ανάγκες της. Οι δημόσιες εμφανίσεις του είναι λίγες και παρακολουθούνται από λίγους. Παίρνει πολλές μέρες «άδεια». Η απουσία του και ο χρόνος που αφιέρωσε στις αποστολές των τηλεγραφημάτων του στη βάση του δίνουν την αίσθηση της δειλίας – το αντίθετο από αυτό που ο στρατός αποκαλεί «παρουσία διοίκησης» και αυτό που το κοινό περιμένει από έναν αρχηγό.
Η άλλη συνέπεια της ένθερμης υποστήριξης του Μπάιντεν που βασίζεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι ότι δεν είναι έτοιμος για την πραγματική σύγκρουση της καμπάνιας. Οι φήμες για τις σκοτεινές μπίζνες του γιου του, Χάντερ Μπάιντεν στην Κίνα και την Ουκρανία υπάρχουν εδώ και χρόνια, όπως και για τη νοητική παρακμή του πρεσβύτερου Μπάιντεν. Η άρνηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης να τα πάρουν σοβαρά έκαναν τον Μπάιντεν εύκολο στόχο.
Και βέβαια υπάρχουν οι αποτρεπτικές πολιτικές του υποψηφίου.
Ο Μπάιντεν θα αντιστρέψει τις πολιτικές του Τραμπ που είχαν ως αποτέλεσμα σκληρές κυρώσεις για την Κίνα και το Ιράν, τον διάλογο με τη Βόρεια Κορέα και τη Ρωσία και την άρνηση να ξεκινήσει νέους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Με τον Μπάιντεν, το ίδρυμα εθνικής ασφάλειας Beltway και το βαθύ κράτος που θρηνεί τώρα για το επικείμενο τέλος του 19ετούς πολέμου της Αμερικής στο Αφγανιστάν, θα έχει και πάλι έναν πρόεδρο «σφραγίδα» για να τον κάνει ό,τι θέλει.
Ο Μπάιντεν θέλει να κλείσει την οικονομία και να περιορίσει τις μετακινήσεις. Πολλοί άνθρωποι αντιτίθενται στο κλείσιμο για τις οικονομικές και ψυχικές επιπτώσεις που έχει. Αλλά ένα τμήμα της κοινωνίας δεν είναι μόνο αντίθετο, εξοργίζεται κιόλας. Το φορολογικό του σχέδιο περιλαμβάνει αυξήσεις για τις περισσότερες μικροεπιχειρήσεις και τη μεσαία τάξη.
Αυτοί οι Αμερικανοί είναι τρομαγμένοι που τους είπαν-παραβιάζοντας τα συνταγματικά τους δικαιώματα- να μείνουν σπίτι, να μην πάνε στην εκκλησία ή να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά – αλλά ότι τα νυχτοπερπατήματα στα καταστήματα οινοπνευματωδών ποτών ήταν ωραία, όπως και οι ταραχές. Είναι αηδιασμένοι που οι πολιτικοί και των δύο κομμάτων έκαναν ελάχιστα καθώς οι όχλοι κατέστρεψαν αγάλματα που διδάσκουν την ιστορία του έθνους τους.
Αν παρακολουθήσει κανείς τις αναφορές στα MME παγκοσμίως δημιουργείται επιμελώς η εντύπωση ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει ελάχιστες πιθανότητες επανεκλογής. Είναι όμως σωστό αυτό;
Είτε είναι κανείς υποστηρικτής του είτε όχι πρέπει να παραδεχτεί πως ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να πουλήσει εκπληκτικά. Για δεκαετίες, ο Τραμπ έχει καλλιεργήσει την εικόνα ενός επιτυχημένου επιχειρηματία. Κάποιος που παίρνει δύσκολες αποφάσεις. Υπήρχε πάντα κάτι για να “παίξει” ο Τραμπ στα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων πικάντικων λεπτομερειών για τα συζυγικά του προβλήματα. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ είναι παρών στον καθημερινό κόσμο του μέσου Αμερικανού για δεκαετίες.
Ανακοίνωσε πολλές φορές ότι ήθελε να γίνει πρόεδρος. Ποτέ δεν τον πήραν σοβαρά. Πάντα το θεωρούσαν ως ένα ακόμη κόλπο διαφήμισης για να προωθηθεί ο ίδιος και η εταιρική του αυτοκρατορία.
Ο Τραμπ δεν ήταν μόνο γνωστός σε κάθε σπίτι, δεν έμοιαζε μόνο με πρόεδρο, αλλά επίσης μίλησε για θέματα για τα οποία δεν μίλησαν οι άλλοι υποψήφιοι. Με αυτόν τον τρόπο, ο Τραμπ έγινε ο υποψήφιος “του λαού ενάντια στο κατεστημένο”. Πολλοί πίστευαν ότι μίλησε τη γλώσσα των απλών ανθρώπων που η ελίτ δεν ήθελε να ακούσει. Κάθε φορά που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή οι αντίπαλοί του του επιτέθηκαν, ήταν η απόλυτη απόδειξη για πολλούς ψηφοφόρους ότι ο Τραμπ ήταν ο υπερασπιστής τους.
Ο Τραμπ παραβίασε όλους τους τρέχοντες πολιτικούς κανόνες του παιχνιδιού. Ήταν πολύ πίσω σε όλες τις δημοσκοπήσεις για μήνες αλλά εν τέλει τα κατάφερε. Και τα κατάφερε γιατί αυτός ο “τρελός” είπε και κάποιες αλήθειες που για πολύ καιρό το σύστημα αρνιόνταν ακόμα και να συζητήσει:
Πρώτον ότι η Αμερική για δεκαετίες υπό την ηγεσία και Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων προέδρων είχε απωλέσει μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα και είχε δημιουργήσει μία οικονομία κατανάλωσης με κατά το πλείστον υπηρεσίες.
Δεύτερον ότι σε αυτή την οικονομία κατανάλωσης και υπηρεσιών ήταν πιο ελκυστικοί οι παράνομοι μετανάστες ως εργατικό δυναμικό εφόσον ειναι χαμηλού κόστους. Οπότε είπε ο Τραμπ στους ψηφοφόρους του Μίτσιγκαν, της Πενσυλβάνια, του Οχάιο και άλλων πρώην βιομηχανικών Πολιτειών που καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα ότι οι συστημικοί πολιτικοί τους εγκατέλειψαν και ήταν αυτός και ο Σάντερς που για πρώτη φορά μίλησαν για αυτά τα θέματα στο εκλογικό σώμα, στους πραγματικούς παθόντες της παγκοσμιοποίησης. Οι εργάτες και οι οικογένειές τους ζούσαν τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και οι πολιτικοί τις αγνοούσαν, εκτός απο τους δύο που προανέφερα. Οι Δημοκρατικοί όμως επέλεξαν τη Χίλλαρυ μια σθεναρή υποστηρίκτρια της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι και ο Μπάιντεν. Δηλαδή επαναλαμβάνουν το λάθος. Και όπως λέγεται: Ολοι οι ανθρωποι κάνουν λάθη, αλλά οι ηλίθιοι τα επαναλαμβανουν. Οι Δημοκρατικοί λοιπόν αντί να ζητήσουν συγγνώμη στους 8 εκατομμύρια ψηφοφόρους του Ομπάμα που ψήφισαν Τραμπ για το ότι ξέχασαν την εργατική τάξη που δήθεν αυτοί αντιπροσώπευαν, άρχισαν μια βρώμικη καμπάνια με τη βοήθεια των συστημικών μέσων στην οποία ισχυρίζονταν ότι οι Ρώσοι βοήθησαν τον Τράμπ να κερδίσει τις εκλογές. Ηταν και η μεγαλύτερη προσβολή που έπραξε το Δημοκρατικό Κόμμα εναντίον αυτών των ψηφοφόρων. Σε αυτούς ο Τραμπ είναι ακόμα εξαιρετικά δημοφιλής. Και η δημοτικότητα του σαν πρόεδρος ήταν και παραμένει σε καλά επίπεδα διότι η οικονομία των ΗΠΑ ήταν δυνατή μέχρι την εμφάνιση του κορωνοϊού.
Ο ενθουσιασμός για τον Τραμπ μεταξύ των ψηφοφόρων του «είναι ιστορικά υψηλός», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Μπάρις διευθυντής της Big Data Poll.
«Εν τω μεταξύ, το επίπεδο ενθουσιασμού του Μπάιντεν είναι ιστορικά χαμηλό – τόσο χαμηλό που οι Δημοκρατικοί διατρέχουν τον κίνδυνο να ξαναπαίξουν το 2016», δήλωσε ο Μπάρις.
Μόνο το 46% των ψηφοφόρων του Μπάιντεν σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew είπε ότι τον υποστηρίζουν σθεναρά, σε σύγκριση με το 66% της βάσης του Τραμπ.
Ακόμα και ο Μάικλ Μουρ ο αριστερός ακτιβιστής, συγγραφέας και παραγωγός ντοκυμαντέρ προειδοποιεί τους ψηφοφόρους να μην πιστεύουν τις δημοσκοπήσεις και ότι στη γενέτειρά του το Μίτσιγκαν, μια απο τις πολιτείες που κρίνουν το αποτέλεσμα, υπάρχει τεράστιος ενθουσιασμός για τον Τραμπ και πολύ λίγος για τον Μπάιντεν.
Τα ίδια στοιχεία που μόλις ανέφερα ίσχυαν και στην εκλογή του 2016 αλλά τα συστημικά μέσα τα αγνοούσαν και έλεγαν ότι η Χίλλαρυ είναι 12 πόντους μπροστά, δύο μέρες προτού τις εκλογές και οι New York Times έβαζαν το ποσοστό εκλογής της Χίλλαρυ στο 87%! Ολοι λοιπόν ξέρουμε τι τελικά έγινε και για αυτό προειδοποιώ σαν κάποιος που έχει δουλέψει σε αυτό το σύστημα: ΜΗΝ ΕΚΠΛΑΓΕΙΤΕ όταν ξυπνήσετε την Τετάρτη να δείτε τον Τραμπ και τους υποστηρικτές του να πανηγυρίζουν και πολλούς άλλους να αναρωτιώνται τι πήγε λάθος και να μας λένε ότι πάλι την εκλογή τη κλέψανε οι Ρώσοι.