Η ιδέα των δικαιωµάτων των ζώων προέκυψε κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες µέσα από τη φιλοσοφική παράδοση που γεννήθηκε από την Περιβαλλοντική Ηθική.
Κάποιοι φιλόσοφοι, µε πιο σηµαντικούς τον Πίτερ Σίνγκερ και τον Τοµ Ρίγκαν, υποστήριξαν ότι τα βασικά συµφέροντα των ζώων τους παρέχουν κάποιου είδους ηθικά δικαιώµατα, που µε τη σειρά τους θα έπρεπε να αποφέρουν και νοµικά δικαιώµατα σε αυτά. Εφόσον τα ζώα έχουν εγγενή αξία, έχουν και δικαιώµατα, τα οποία και πρέπει να λαµβάνονται υπ’ όψη. Το να εξαιρεθούν τα ζώα από αυτήν τη θεώρηση αποτελεί µια µορφή διάκρισης που την ονοµάζουν ειδισµό ή σπισισµό.
Η έννοια ωστόσο των δικαιωµάτων των ζώων επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Για την επιστήµη µπορούν να υφίστανται µόνο πολιτικά, κοινωνικά, νοµικά και ηθικά δικαιώµατα. Όλα αυτά, µάλιστα, στην ουσία τους είναι κοινωνικά δικαιώµατα, υπό την έννοια πως δεν υφίστανται έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, αποτελούν προϊόντα της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και είναι αδύνατον να εντοπισθούν οπουδήποτε αλλού στη φύση.
Ο όρος δικαίωµα όσον αφορά στα ζώα είναι προφανές ότι δεν µπορεί να αναφέρεται σε νοµικά δικαιώµατα, αφού ένα ζώο κατά τον νόµο δεν αποτελεί πρόσωπο, δεν µπορεί δηλαδή να εκπροσωπηθεί σε µια νοµική διαµάχη. ∆εν µπορεί επίσης να αναφέρεται σε κοινωνικά δικαιώµατα, αφού τα ζώα στις δικές τους κοινωνίες δεν δείχνουν να αναγνωρίζουν κανένα δικαίωµα το ένα στο άλλο. Για πολιτικά δικαιώµατα δεν γίνεται καν λόγος. Συνεπώς, η προσπάθεια αναγνώρισης νοµικών δικαιωµάτων στα ζώα είναι, προφανώς, άστοχη, οπότε οφείλουµε να εστιάσουµε αποκλειστικά και µόνο στα ηθικά δικαιώµατα που αυτά µπορεί να διαθέτουν.
Ωστόσο, ο όρος ηθικό δικαίωµα αποτελεί τη συνιστώσα ορισµένων παραµέτρων και έχει νόηµα µόνο στο πλαίσιο της ηθικής, η οποία αποτελεί κατασκευή, που υφίσταται µόνον εντός την ανθρώπινης κοινωνίας. Υπάρχει για να ρυθµίζει όσες σχέσεις των ανθρώπων δεν µπορεί να οριοθετήσει ο νόµος και αποτελεί λεπτοφυή κοινωνική επιγένεση, υπό την έννοια πως καλύπτει τις δευτερογενείς ανάγκες των µελών µιας κοινωνίας, και εξυπηρετεί όχι τα στοιχειώδη συµφέροντά τους, αλλά τα βέλτιστα. Τα ζώα δεν µετέχουν (ισότιµα, τουλάχιστον) στην ανθρώπινη κοινωνία, ενώ κάθε προσπάθεια να ερµηνευθούν οι κοινωνίες των ζώων µε όρους των αντίστοιχων ανθρώπινων πάσχει από τη νόσο του ανθρωποκεντρισµού. Υπό το πρίσµα αυτό, τα ζώα δεν µπορούν να συµµετέχουν άµεσα στην ηθική, να αντιµετωπίζονται δηλαδή ως ηθικά πρόσωπα.
Επιπλέον, προϋπόθεση ύπαρξης της ηθικής αποτελεί η ελευθερία των ηθικών υποκειµένων να επιλέξουν, χωρίς να υπόκεινται σε οιαδήποτε µορφής καταναγκασµό. Ως προς τη συνθήκη αυτή, είναι προφανές πως τα ζώα δεν είναι ελεύθερα, τουλάχιστον όχι όπως οι άνθρωποι. Και τούτο διότι οι αντιδράσεις τους αναπόδραστα ρυθµίζονται από τα ένστικτά τους, είναι δηλαδή προκαθορισµένες από τη φύση τους. Στη φυσική τους κατάσταση τα ζώα, ακόµα και τα πιο κοντινά στον άνθρωπο, αδυνατούν να αντιληφθούν τον εαυτό τους ως ενιαία διαχρονική υπόσταση. Εποµένως, είναι αδύνατον να µετέχουν στη σύµβαση της ηθικής και, συνεπώς, να διαθέτουν ηθικά δικαιώµατα. Ακόµα, η ουσία του όρου δικαίωµα εµπεριέχει και τη δυνατότητα του ατόµου να αποποιηθεί το εν λόγω δικαίωµα. Το άτοµο δηλαδή πρέπει να µπορεί να συνειδητοποιήσει και να ασκήσει το δικαίωµα αυτό, αλλά, παράλληλα, να διαθέτει τη δυνατότητα να µην το πράξει. Τα ζώα, ωστόσο, φαίνεται πως αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν τα όποια δικαιώµατα είµαστε έτοιµοι να τους αναγνωρίσουµε.
Τέλος, τα ζώα δεν διαθέτουν νοµικά δικαιώµατα, δεδοµένου ότι εκ φύσεως δεν µπορούν να έχουν ούτε νοµικές υποχρεώσεις, αφού λείπει η συνειδητή πράξη και ο αυτοπροσδιορισµός. Η σύγχρονη τάση να αναγνωριστούν επαγωγικώς τα ζώα ως αυτοτελείς φορείς δικαιωµάτων, µέσα από την ανάπτυξη µιας νέας, διακριτής κατηγορίας φορέων δικαιωµάτων, αλλά όχι και υποχρεώσεων, η οποία κείται µεταξύ ανθρώπων και πραγµάτων, τείνει να τους αποδώσει status όχι τέλειων, αλλά ατελών υποκειµένων του δικαίου. Ωστόσο, η αναγνώριση µιας ενδιάµεσης κατηγορίας υποκειµένων δικαίου µεταξύ φυσικών και νοµικών προσώπων, αυτής των «φυσικών προσώπων µη ανθρώπινης φύσης», δείχνει να δηµιουργεί περισσότερα προβλήµατα από αυτά που λύνει (π.χ., θα έχουν τα ζώα ικανότητα για δικαιοπραξίες; θα έχουν εκπροσώπους στις έννοµες σχέσεις τους; θα έχουν δικαιώµατα κληρονοµικής φύσεως;). Η συζήτηση είναι µεγάλη και θα διευρυνθεί περισσότερο στο µέλλον.
Τα ζώα, λοιπόν, δεν έχουν νοµικά δικαιώµατα µε τη στενή έννοια του όρου, πρέπει όµως να προστατεύονται. Οι άνθρωποι, ως ηθικά υποκείµενα, µπορούµε -και οφείλουµε- να σεβόµαστε τα ζώα και να απέχουµε από την πρόκληση ζηµιάς σε αυτά, µετέρχοντας απλά την έννοια της δικής µας ηθικής υποχρέωσης απέναντί τους. Μπορεί στο νοµικό κόσµο τα ζώα να µη διαθέτουν δικαιώµατα, ο άνθρωπος όµως, ως ηθικό πρόσωπο, έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις του απέναντι σε όντα που δεν συµµετέχουν στη δική του ηθική κοινότητα.